Άρθρο – THIN LIZZY: “The Sun Goes Down”

ARTICLE

Ο κύκλος των μεγάλων Thin Lizzy έκλεισε με ένα άλμπουμ, που ενώ έδειχνε την πρόθεση και την προοπτική του συγκροτήματος να εξελιχθεί σε πιο ισχυρά ηχητικά μονοπάτια, κουβαλούσε ταυτόχρονα όλες τις παθογένειες του ηγέτη του: τα φαντάσματα, τις σκιές, τους φόβους και τις εξαρτήσεις του.

Το “Thunder and Lightning” είναι το δωδέκατο και τελευταίο στούντιο άλμπουμ των Ιρλανδών, και κυκλοφόρησε στις 4 Μαρτίου 1983. Ο κιθαρίστας John Sykes προσλήφθηκε για να αντικαταστήσει τον Snowy White, μετά το “Renegade” του 1981 και η προσθήκη του βοήθησε να δώσει έναν πιο βαρύ ήχο και τόνο κιθάρας από τους συνηθισμένους που το συγκρότημα είχε χρησιμοποιήσει σε προηγούμενα άλμπουμ. Βέβαια, το μεγαλύτερο μέρος της σύνθεσης τραγουδιών (εκτός από το “Cold Sweat”) ολοκληρώθηκε πριν εισχωρήσει ο Sykes στο συγκρότημα. Ο κημπορντίστας Darren Wharton πρόσφερε επίσης μια πολύ σημαντική μουσική επιρροή στο τελευταίο αυτό στούντιο άλμπουμ, συνυπογράφοντας πολλά από τα κομμάτια, όπως το “Some Day She Is Going to Hit Back” και το τελευταίο single του συγκροτήματος, με τον τίτλο “The Sun Goes Down”.

Κατά έναν ειρωνικό τρόπο, αυτό το τελευταίο single τους ήταν μια αισθητή απόκλιση από το σύνηθες heavy rock στυλ τους, αλλά τελικά προσθέτει μια απόκοσμη ένταση στην κρυπτική του δριμύτητα. Γιατί αυτός ο αιθέριος και στοιχειωτικός ήχος του “The Sun Goes Down” δεν ήταν απλά μόνο το κύκνειο άσμα για τους Thin Lizzy, αλλά προμήνυε και τον τραγικό χαμό του Lynott.

Το τραγούδι παίχτηκε για πρώτη φορά ζωντανά στο Regal Theatre, στο Hitchin, όταν η μπάντα εμφανίστηκε στο “Sight And Sound” του BBC, ένα πρόγραμμα 40 λεπτών που μεταδόθηκε ταυτόχρονα στο BBC2 και στο Radio 1, το Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 1983. Οι θεατές κλήθηκαν να απενεργοποιήσουν τον ήχο της τηλεόρασης και αντ’ αυτού να ακούσουν με το σύστημα hi-fi τους. Αφού έπαιξαν το τελευταίο τους single, “Cold Sweat”, ο Lynott προλόγισε το “The Sun Goes Down” σαν το μόνο αργό τραγούδι στο άλμπουμ “Thunder and Lightning” και το περιέγραψε σαν “βαθύ και ουσιαστικό”.

Οι στοχαστικοί του στίχοι συμβαδίζουν ιδανικά με την ντελικάτη και ατμοσφαιρική μουσική. Υπονοώντας με έντονες δόσεις συναισθήματος παρά με συγκεκριμένη αφήγηση, το περιεχόμενο αφήνεται σκόπιμα σε μια ανοιχτή ερμηνεία. Αυτό καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό με τη χρήση προσωπικών αντωνυμιών, υποδηλώνοντας ότι το τραγούδι αφορά μια σχέση. “She tries her best to leave him, but she is still captured by his spell She knows now she must deceive him, he knows it all too well”.  Είναι έκδηλη η απόσταση από μια φυσιολογική σχέση, και η εντύπωση μιας σχέσης καταναγκασμού και εξάρτησης, κάτι που ο Lynott γνώριζε πολύ καλά.

Αν και οι ιστορικές αναφορές δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρες για την έκταση του προβλήματος, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Lynott είχε αναπτύξει σοβαρή εξάρτηση από την ηρωίνη. Έχει υπάρξει η έντονη φήμη πως η ηπατίτιδα που είχε το 1976, και στάθηκε τελικά η αιτία  για το τέλος μιας πολλά υποσχόμενης περιοδείας στις ΗΠΑ, υπονομεύοντας τις πιθανότητές τους να μεγαλώσουν το όνομά τους, προκλήθηκε από μια βρώμικη βελόνα. Ο κιθαρίστας Scott Gorham θυμήθηκε ότι μπήκε στο δωμάτιο του Lynott στα τέλη της δεκαετίας του 1970: “Βγάζει αυτό το πακέτο. Το ανοίγει και βλέπω την καφέ πούδρα… αυτή ήταν η αρχή του όλου πράγματος. Ήταν το χειρότερο λάθος που έκανε ποτέ το συγκρότημα.”

Το κομμάτι αγγίζει τα φίλτρα της εξαπάτησης, του καταναγκασμού και του μοιραίου αναπόφευκτου, με την υπέροχα θλιμμένη συντροφιά των keyboards. Η οριστική καταδίκη αντί για μια διαφαινόμενη σωτηρία μοιάζει να είναι πιο κοντά από ποτέ. Οι εναρκτήριες γραμμές των στίχων δεν αφήνουν πολλές επιλογές: “There is a demon among us whose soul belongs in hell Sent here to redeem us, she knows it all too well He comes and goes, he comes and goes She knows it all too well But when all is said and done The sun goes down”. Στην συγκεκριμένη εμφάνιση του BBC, στη θέση αυτής της στροφής και πρόσθεσαν ένα ακόμα σόλο κιθάρας.

Με μια παντελή έλλειψη υποστήριξης από την δισκογραφική τους εταιρεία, δεν υπήρξε ανάλογο βίντεο ή διαδικασία προώθησης για το single “The Sun Goes Down”. Αυτό επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την επιτυχία του, και έτσι παρέμεινε ένα αγαπημένο άγνωστο μικρό διαμάντι για τους φίλους του γκρουπ, κάτι που μάλλον ταιριάζει αισθητά με τη φύση του τραγουδιού.  Υπάρχει επίσης ελάχιστο οπτικό υλικό από τους Thin Lizzy να ερμηνεύουν το τραγούδι, καθώς δεν συμπεριλήφθηκε στο σετ στην τελευταία συναυλία του γκρουπ στο “Monsters of Rock Festival” στις 4 Σεπτεμβρίου 1983 στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας.

Το σχήμα αμέσως μετά χωρίστηκε. Ο Lynott γνώρισε μια σύντομη επιτυχία στα charts με τη συνεργασία του με τον Gary Moore στο “Out In The Fields” το 1985. Ήταν η χρονιά του Live Aid και ο Lynott ήθελε πολύ να είναι οι Thin Lizzy μέρος του ιστορικού γεγονότος. Δεν ήταν όμως, αλλά οι U2 ήταν. Η απογοήτευση του Lynott ήταν ανυπολόγιστη. “Ήταν μια τραγική απόφαση”, θυμάται ο κημπορντίστας Darren Wharton,. “Παρά τα προβλήματα, ο Phil θα μπορούσε να είναι εντάξει για την παράσταση. Δεν νομίζω ότι συγχώρεσε ποτέ τον Bob Geldof και τον Midge Ure για αυτό.” Ήταν σχεδόν  βέβαιο πως οι διοργανωτές δεν ήταν διατεθειμένοι να ρισκάρουν με κάποιον που βυθίστηκε για τα καλά στην άβυσσο της κατάχρησης ναρκωτικών.

Άλλωστε στο τελευταίο του single με τους Lizzy, ο Lynott φαίνεται να έχει καταλάβει πως δεν θα ξεφύγει ποτέ από τους δαίμονές του:  “But when all is said and done, the sun goes down”.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1188 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.