Άρθρο – “The Masked Marauders”: Μία συλλογή (;) του Rolling Stone

ARTICLE

“.…This is stupid and let’s make it even stupider….”

Τούτη ακριβώς τη σκέψη που διαβάσατε πιο πάνω είχε στο νου του το Φθινόπωρο του 1968 ο πλακατζής εκδότης του περιοδικού Rolling Stone, Greil Marcus, επιδιώκοντας να σατιρίσει τα supergroups που γεννιόνταν εκείνη την εποχή (Cream, CSN&Y κλπ) και είχε στην διάθεσή του όλα τα μέσα για να το πράξει.

Αφενός σύστησε την Deity ως θυγατρική της Warner Bros και της Reprise μόνο γι΄ αυτόν τον δίσκο (καμία άλλη κυκλοφορία δεν υπάρχει στην εν λόγω εταιρεία!). Αφετέρου στο τεύχος της 18/10/1968, με ολοσέλιδη ρεκλάμα τον διαφήμιζε ως έναν «κρυμμένο θησαυρό», καθόσον έπαιζαν μεταξύ άλλων οι Bob Dylan, Mick Jagger, George Harrison, John Lennon και Paul McCartney (!!), κρυμμένοι πίσω από ψευδώνυμα για να αποφύγουν τα μπλεξίματα με τις εταιρείες τους (εξ ου και ο τίτλος του δίσκου «μασκοφόροι πλιατσικολόγοι») και τον παρουσίαζε ως «ένα κρυμμένο supergroup στον δίσκο της χρονιάς».

Επιπλέον έβαλε «στο χορό» τους Allen Klein και Albert Grossman (managers των Beatles, Rolling Stones και Dylan αντίστοιχα), που «μιλημένοι κι αυτοί» τον επευφημούσαν στην ίδια διαφήμιση ως ένα αριστούργημα.

Ωραία πλάκα θα μου πείτε, αλλά άξιζε; Μάλλον όχι…


Η πικρή αλήθεια είναι ότι εδώ έπαιζαν κάποιοι άγνωστοι «ψωμόλυσσες» από το Berkeley της California, ονόματι Cleanliness and Godliness Skiffle Band, αποτελούμενοι από τους: Langdon Winner (Piano and Backing Vocals), Annie “Dynamite” Johnson (Vocals and Percussion), Phil Marsh (Vocals and Guitar), τα αδέλφια Mark “The Fox” Voorheis (Drums and Vocals) και Brian Voorheis (Vocals, Guitar and Harmonica – κάποια σχέση με τον Jason;), Vic Smith (Bass), Anna Rizzo (Drums), Gary Salzman (Lap Steel) και Luke Wienecke (Organ), και που έπαιζαν ως backing band στο Fillmore και στο Avalon χωρίς να τους ξέρει ούτε η μάνα τους!!

Αφετέρου τα πρώιμα rock ‘n’ roll κομμάτια του δίσκου, ακούγονται σε εντελώς ερασιτεχνικές εκτελέσεις (μόλις που ξεπερνούν τα όρια του demo.…), ανάκατα με ό,τι τους ερχόταν στο μυαλό εκείνη την ώρα: φωνές, κραυγές, ουρλιαχτά, σφυρίγματα, κουδούνια και ό,τι άλλο μπορούσε να παράγει ήχο, και το «κλού» της ιστορίας είναι ότι μερικοί από τους τραγουδιστές μιμούνται τους φημολογούμενους διάσημους που υποτίθεται ότι τραγουδούσαν «θολώνοντας περισσότερο τα νερά»!! Το δούλεμα δεν είχε πάτο όπως βλέπετε, αλλά ο Marcus τον χαβά του!!

Έτσι ακούμε τον «σωσία» του Bob Dylan στο doo woop της συμφοράς “Duke of Earl”, μια φρικτή απομίμηση του “Blue Moon” στην αρχή σαν να τραγουδάς στο μπάνιο σου, στο Instrumental “Cow Pie”, με ωραία φυσαρμόνικα και λίγα λόγια σκόρπια που λέει εδώ κι εκεί και στο “More or Less Hudson’s Bay Again”, που αξίζει γιατί θυμίζει την περίοδό του με τους Band.


Ο «κλώνος» του Mick Jagger ξιφουλκεί στο μπλουζ «για ζέσταμα», ”I Can’t Get No Nookie” (ίσως κοροϊδεύει το ”Satisfaction”.…), με μπόλικη σλάιντ και φυσαρμόνικα και σωστά γράφτηκε ότι ”.…This track is sometimes mislabeled as an outake from the Rolling Stones’ Jamming with Edward! Sessions….”. Τόσο πιστή αντιγραφή δηλαδή! Οι Cramps μάλλον θα διάλεγαν το rockabilly, ”I Am The Japanese Sandman (Rang Tang Ding Dong)”, αλλά για να το παίξουν στην δική τους ψυχωτική εκτέλεση και όχι με φωνές από ήλιον όπως εδώ, το ”The Book Of Love”, με άρπα μασέλας ακούγεται σαν ένας φρικαρισμένος Buddy Holly με ένα μικρό απόσπασμα μέσα από το ”Norwegian Wood” (των Beatles), ενώ το ”Later” απλά το συνεχίζει για ένα λεπτό και χειροκροτάνε στο τέλος, για την «σούπα» που έφτιαξαν (άγνωστο γιατί….).

Απομένει μόνο η δεκάλεπτη διασκευή στο ”Season of the Witch” (του Donovan), για να «σώσει» τον δίσκο με τους ”Jagger” και ”Dylan” στα φωνητικά και στα…ουρλιαχτά (!), όπου φημολογείτο ότι μπάσο και πιάνο έπαιζε ο McCartney (σιγά τον πολυέλαιο!!)

Όσο για τον επίλογο, ”Saturday Night at the Cow Palace”, με ένα πιανάκι από κάτω να παίζει τον σκοπό του ”Cow Pie”, ακούμε έναν τσαντισμένο μεθύστακα να βρίζει την….εταιρεία του δίσκου (!), ουρλιάζοντας σαν αγριάνθρωπος: ”….When I get through with those people at Deity Records, I’ll have them walking out of the building in barrels….”, μέσα σε γελάκια και χειροκροτήματα. Δεν του άρεσε το promotion φαίνεται….

Άντε μετά απ΄ όλα αυτά, να πιστέψεις ότι αυτή η «μπούρδα» με το γελοίο εξώφυλλο πούλησε τότε 100.000 κομμάτια (!) και πήγε στο № 114 του Billboard (!) και με φημολογούμενο τον Al Kooper στην καρέκλα του παραγωγού, ενώ ήταν «ηλίου φαεινότερον» ότι ο θαυμάσιος αυτός μουσικός αποκλείεται να αναλάμβανε τούτη την αηδία, που απέδειξε περίτρανα πώς μια καλοστημένη φάρσα γίνεται διάσημη από τον τύπο, κάτι που στις μέρες μας αποτελεί πλέον τεκμήριο….


«….Ο δίσκος δεν είναι και για πέταμα….» γράφτηκε στον «ΗΧΟ» σε μια επανέκδοσή του στα ’80s.
Λάθος. Είναι ΚΑΙ για σερβίρισμα. Να χρησιμεύσει και σε κάτι….

Tracklisting:
I Can’t Get No Nookie
Duke of Earl
Cow Pie
I Am the Japanese Sandman (Rang Tang Ding Dong)
The Book Of Love
Later
More or Less Hudson’s Bay Again
Season of the Witch
Saturday Night at the Cow Palace.

Είδος: Folk Rock / Parody / Classic Rock
Δισκογραφική: Reprise / Deity Records
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 1969

Producer: Deity Records, Al Kooper (?)

ΠΗΓΕΣ:
Wikipedia
YouTube
www.rollingstone.com

Γιώργος Δ. Δημόπουλος

Avatar photo
About Soundcheck Partner 333 Articles
Souncheck.network