Αν κάτι κατάφερε να κρατήσει το ανυπέρβλητο ειδικό βάρος των Rush σε μια πιστά ανθρώπινη υπόσταση, αυτό ήταν σίγουρα ο αθεράπευτος ουμανισμός τους, που τους συνόδευσε μέχρι το κύκνειο άσμα τους. Μάλιστα, σφράγισε εμφατικά τον δημιουργικό τους κύκλο με τον θρίαμβο του ευαίσθητου, απολογητικού και βαθιά συναισθηματικού “The Garden”.
O Neil Peart είχε πάντα, μέσα στα κυρίαρχα πεδία της οξυδέρκειάς του, την αίσθηση της απόστασης ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Η αμφισβήτηση μιας υπερβατικής επιλογής και απόφασης στη ζωή, ήταν ένα θέμα που συχνά εμφανιζόταν μάλλον κρυπτικά στους στίχους του, ιδιαίτερα στη δεκαετία του ’80, όταν τα θέματά του προσαρμόστηκαν στις εξελίξεις της πραγματικότητας. Η συνήθειά του να χάνεται για καιρό σε διαδρομές με το ποδήλατό του ακόμα και σε άλλες ηπείρους, διασχίζοντας άγνωστες πόλεις και χωριά, ανώνυμος μεταξύ αγνώστων, έμοιαζε να είναι η δική του διαφυγή απέναντι στην επίμονη και πολυσύνθετη ζωή ενός διάσημου μουσικού.
Τα πρώτα ψήγματα αναφοράς στις επιλογές της ζωής, τα όνειρα και τις κρίσιμες, υπερβατικές αποφάσεις έχτισαν ουσιαστικά τον σκελετό ενός από τα ομορφότερα και πιο ισορροπημένα σε μουσική και στίχο τραγούδια των Rush, το μοναδικό “Middletown Dreams”. Αυτό όμως που άνοιξε σαν μισάνοιχτο παράθυρο και άφησε τις εντυπώσεις να συγκρούονται στο μαγικό τραγούδι του “Power Windows”, άνοιξε σαν βεντάλια της αποκάλυψης στο επόμενο άλμπουμ τους, το “Hold Your Fire” του 1987, στο εξίσου σπουδαίο “Mission”. Το τραγούδι αποτέλεσε ουσιαστικά προϊόν έμπνευσης μιας συζήτησης που είχαν ο Neil Peart και ο Geddy Lee για ανθρώπους που δεν ήταν ικανοποιημένοι με τις ζωές τους. Ο Peart είπε ότι οι στίχοι αναφέρονται σε μια τάση που έχουν οι άνθρωποι να εξιδανικεύουν τον τρόπο ζωής των άλλων. Οι περισσότεροι τείνουν να φαντάζονται ότι όσοι είναι πλούσιοι και διάσημοι πρέπει να θεωρούνται άνθρωποι που έχουν λιγότερα προσωπικά ζητήματα από τους απλούς ανθρώπους. Ωστόσο, υποστηρίζει ότι κάθε ζωή έχει το δικό της επίπεδο “σκληρότητας”. Οι άνθρωποι συνήθιζαν να τον αναφέρουν σαν κάποιον που έχει την καλύτερη δουλειά στον κόσμο, και ο ίδιος ισχυρίζεται ότι είναι πολύ περήφανος που είναι μουσικός, που ήταν μια δουλειά που ονειρευόταν στα νιάτα του. Όμως οι άνθρωποι δυσκολεύονται να συνειδητοποιήσουν ότι το να είναι κανείς μακριά από την οικογένεια για αρκετούς μήνες ενώ βρίσκεται σε περιοδεία δεν είναι τόσο εύκολο όσο φαίνεται από απόσταση. Ένας κύριος στίχος που εκφράζει αυτή την άποψη λέει “καθένας μας πληρώνουμε ένα τεράστιο τίμημα για τα οράματά μας για τον παράδεισο”. Είναι η αναφορά στις προσωπικές θυσίες που πρέπει να κάνει κανείς για να κυνηγήσει τα όνειρά του.
Κάνοντας ποδήλατο στην ύπαιθρο στις ΗΠΑ, και κοιτάζοντας μέσα από μια διαφορετική εκτίμηση, όταν τις προσπερνάς με 15 μίλια την ώρα, έδωσε το έναυσμα στον Peart να συλλάβει το θέμα του “Middletown Dreams”, και η λέξη “Middletown” κατέλαβε τον τίτλο καθώς υπήρχε μια Middletown σε κάθε πολιτεία των ΗΠΑ. Το τραγούδι παρακολουθεί τον καθημερινό τρόπο ζωής ενός επιχειρηματία, μιας νοικοκυράς και ενός εφήβου, αντιπαραβάλλοντας τις καθημερινές τους συνήθειες με τις πιο συναρπαστικές, γεμάτες ζωές που φαντάζονται. Η τρυφερότητα και ο ρομαντισμός στην προσέγγιση βρίσκονται στον αδέσμευτο ατομικισμό των πρωταγωνιστών που συγκρούονται με όλους αυτούς τους τυπικούς μύθους των προαστίων. Ο πρώτος χαρακτήρας στο τραγούδι βασίζεται σε έναν συγγραφέα που ονομάζεται Sherwood Anderson. Κάπως αργά στη ζωή του, ο Anderson περπάτησε κυριολεκτικά στις γραμμές του σιδηροδρόμου από μια μικρή πόλη και πήγε στο Σικάγο στις αρχές του 1900 για να γίνει ένας πολύ σημαντικός συγγραφέας της γενιάς του. Αυτό είναι ένα παράδειγμα ενός μεσήλικα που μπορεί να είχε δώσει την εντύπωση στους γείτονές του και σε έναν αντικειμενικό θεατή ότι τελείωσε τη ζωή του, και θα μπορούσε να είχε μείνει στάσιμος στη μικρή του πόλη. Αλλά όλο αυτό δεν είχε τελειώσει στο μυαλό του. Είχε αυτό το μεγάλο όνειρο και ποτέ δεν ήταν αργά για αυτόν. Ο ζωγράφος Paul Gaugin είναι ένα άλλο παράδειγμα ανθρώπου που, αργά στη ζωή του, έφυγε από το περιβάλλον του και απέδρασε. Έγινε επίσης σημαντικός και απίστευτα επιδραστικός. Αποτέλεσε την επιρροή για τον γυναικείο χαρακτήρα του τραγουδιού (“to go and paint big cities from a lonely attic room”). Η δεύτερη στροφή για το νεαρό αγόρι που θέλει να το σκάσει και να γίνει μουσικός είναι αισθητά αυτοβιογραφική. Αντανακλά όμως επίσης το υπόβαθρο των περισσότερων επιτυχημένων μουσικών, πολλοί από τους οποίους προέρχονταν από πολύ χαμηλό υπόβαθρο. Οι περισσότεροι από αυτούς είδαν αυτό το όνειρο με το οποίο άλλοι άνθρωποι χαμογέλασαν κρυφά ή ειρωνεύτηκαν ανοιχτά, και απλώς βγήκαν έξω και το έκαναν πραγματικότητα.
Το “Middletown Dreams” αποτελεί μάλλον μια από τις ιδανικότερες συνεργασίες στίχων και μουσικής. Όντας από χρόνια πρόθυμοι να απλώσουν τα χρώματα των ήχων τους με τη σημαντική βοήθεια της τεχνολογίας, συνθέτουν μια καταπληκτική σύμπραξη φουτουριστικών στιγμιότυπων στον ήχο και σχεδόν ρομαντικών γραμμών στα φωνητικά, την κιθάρα και τα keyboards. Οι εικόνες των γραμμών του Peart απογειώνονται από μια μουσική που περπατά πάνω σε μια μοντέρνα γέφυρα, και ο γλυκός αιφνιδιασμός από την συμφιλιωμένη σύγκρουση τεχνολογίας και ανθρώπινης αδυναμίας μάλλον ανακαλύπτει τον λυρισμό του μέλλοντος. Οι μικρές γειτονιές των προαστίων έμοιαζαν να λούζονται με το φως μιας μυστικής βάσης απογείωσης μακρινών ονείρων.
Ο Peart είχε πει ότι αρκετοί άνθρωποι είχαν εκλάβει το τραγούδι σαν ένα πορτρέτο ανθρώπων που δεν κατάφεραν να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους, αλλά αυτή η ερμηνεία δεν συμβαδίζει με την πρόθεσή του. Απροσδόκητα, το τραγούδι έγινε ένα είδος νεκροταφείου ονείρων. Αν και ξεκάθαρα το είχε διαμορφώσει σύμφωνα με χαρακτήρες που πραγματοποίησαν τα όνειρά τους ή τουλάχιστον συνέχισαν να τρέφονται από αυτά, ορισμένοι ακροατές το ερμήνευσαν σαν ένα κυνικό πορτρέτο των ηττημένων, των χαμένων που είχαν παγιδευτεί σε μια βαρετή ύπαρξη και δεν θα τολμούσαν ποτέ να δραπετεύσουν ή να κυνηγήσουν τα όνειρά τους. Οι ίδιες οι γραμμές του έδειχναν όμως πως υπήρξε πάντα κάποιος που δεν θα έκρυβε τον απεριόριστο σεβασμό του στη δύναμη των ονείρων.
“Dreams transport the ones who need to get out of town”.