Άρθρο – Πέντε αντιγραφές rock τραγουδιών που έγραψαν ιστορία

ΑΡΘΡΟ

Η δημιουργία μουσικής και η σύνθεση τραγουδιών είναι ένα αέναο αλισβερίσι ακουσμάτων, και εμπειριών. Τα συγκροτήματα στα οποία μπορεί να “χρεωθεί” η παρθενογένεση μετριούνται στα δάχτυλα των χεριών μας. Ακόμα και σ’ αυτά όμως, διακρίνονται ψήγματα καλά φιλτραρισμένων επιρροών. Φυσικά και δεν βρίσκω κάτι κακό στο παραπάνω, μιας κι έτσι είναι ο ασφαλέστερος τρόπος να περάσει η σκυτάλη από τη μια γενιά στην άλλη, ακόμα και ανάμεσα στην ίδια γενιά, δίνοντας ώθηση στη μουσική που αγαπάμε.

Σε μερικές περιπτώσεις ο βαθμός επιρροής σε κάποια αγαπημένα άσματα, καταγράφηκε ως αντιγραφή παλαιότερων ακουσμάτων. Άλλοτε ηθελημένα και άλλοτε ασυναίσθητα. Άλλοτε με συγκατάθεση και άλλοτε με διαμάχες που οδήγησαν μέχρι και στις αίθουσες των δικαστηρίων. Το κέρδος της όλης υπόθεσης, είναι ότι μέσα σε αυτά τα δημοφιλή και αγαπημένα τραγούδια που οι περισσότεροι θαυμάζουμε, κρύβονται οι αθέατοι “σκαπανείς” που συνέβαλαν από το μετερίζι τους στη μουσική εξέλιξη. Ας θυμηθούμε παρακάτω, πέντε χαρακτηριστικά παραδείγματα τραγουδιών που τους “χρεώθηκε” η έλλειψη γνησιότητας.


Deep Purple: “Child In Time”
O αιώνιος ύμνος των Purple που συμπεριλαμβάνεται στον ακρογωνιαίο λίθο του hard rock “In Rock” (1970) δεν εμπίπτει ακριβώς στην περίπτωση της αντιγραφής, αλλά μιλώντας με αθλητικούς όρους, σ’ αυτήν της ανταλλαγής. Η εισαγωγή των πλήκτρων του Jon Lord και το βασικό riff του Blackmore είναι επηρεασμένα από το “Bombay Calling” των ψυχεδελικών Καλιφορνέζων It’s A Beautiful Day το οποίο εμπεριέχεται στο ομώνυμο ντεμπούτο των τελευταίων (1969).

Όπως έχει αποκαλύψει και ο διάσημος ραδιοφωνικός παραγωγός Μalcolm Dome (Total Rock Radio) ο ίδιος ο Lord του είχε παραδεχθεί ότι εκείνη την εποχή έκανε παρέα με την τραγουδίστρια των It’s A Beautiful Day, Pattie Santos, και όταν άκουσε την εισαγωγική μελωδία του “Bombay Calling”, του άρεσε τόσο που αποφάσισε να την χρησιμοποιήσει. Βρισκόμενοι βέβαια στο λυκόφως της εποχής των λουλουδιών, κάτι τέτοιο φάνταζε φυσιολογικό. Οι Βρετανοί ως αυθεντικοί τζέντλεμαν, δάνεισαν το ορχηστρικό “Wring That Neck” (The Βοοκ Οf Taliesyn, 1968) στους Αμερικανούς, οι οποίοι αφού πρόσθεσαν τις πινελιές τους, το παρουσίασαν ως “Don and Dewey” στο δεύτερό τους album “Marrying Maiden” (1970).


Iron Maiden: “The Nomad” – “Hallowed Be Thy Name”
Η αγάπη του καπετάνιου των Maiden για το αγγλικό hard rock βλέπε UFO, Wishbone Ash, Deep Purple, αλλά και για progressive rock συγκροτήματα όπως οι Yes, Genesis, Emerson, Lake & Palmer, Nektar κτλ είναι πασίγνωστη. Ποτέ δεν έκρυψε ότι τα πρώτα αυτά ακούσματα των επηρέασαν και τον διαμόρφωσαν ως μουσικό. O Harris, ως οπαδός του προοδευτικού ήχου, είχε παρακολουθήσει πίσω στο 1973 τους Beckett, σε μια συναυλία τους. Οι Beckett ήταν μια progressive rock μπάντα από τα περίχωρα του Newcastle των οποίων το ομώνυμο και μοναδικό album που κυκλοφόρησαν ένα χρόνο αργότερα, κατατάχθηκε στα αγαπημένα του Αρχηγού. Στο “Beckett” λοιπόν συναντάμε το τραγούδι “Life’s Shadow”, όπου ένα τμήμα του υπάρχει σχεδόν αυτούσιο μετέπειτα στο “The Nomad” των Iron Maiden από το album επανασύνδεσης με τον Bruce Dickinson, “Brave New World” (2000).

Η επιρροή όμως του Harris από το συγκεκριμένο άσμα δε σταματά εδώ, καθώς άντλησε την έμπνευσή του και για κάποιους εκ των στίχων του “Hallowed Be Thy Name”, που απαντάμε δεκαοκτώ χρόνια νωρίτερα στο υπερκλασικό “The Number of the Beast” (1982). Μάλιστα για τον παραπάνω λόγο ένας συνταξιούχος rock manager, ονόματι Barry McKay, μήνυσε το 2017 τους Harris και Murray για τη μη απόδοση πνευματικών δικαιωμάτων στους Beckett, μπάντα την οποία την εποχή που γράφτηκε το “Life’s Shadow” εκπροσωπούσε ο Rod Smallwood. Πιάσε το αυγό και κούρευτο…Εκείνη την εποχή και μέχρι να τελεσιδικήσει η απόφαση του δικαστηρίου οι Iron Maiden αναγκάστηκαν να αποσύρουν το “Hallowed Be Thy Name”, από το setlist των συναυλιών τους για τη δεύτερη φάση προώθησης του “Τhe Book of Souls”. Τελικά η λύση δόθηκε ένα χρόνο αργότερα όταν οι Maiden κλήθηκαν να πληρώσουν το ποσό των εκατό χιλιάδων αγγλικών λιρών και να μπορέσουν να επαναφέρουν τον γνωστό ύμνο στα αυτιά των οπαδών τους.


Led Zeppelin: “Stairway to Heaven”
Το “Stairway to Heaven” δικαίως θεωρείται ως ένα από τα καλύτερα rock τραγούδια όλων των εποχών. Χαρακτηρίζει μια ολόκληρη εποχή, ενώ το solo του Page συχνά πυκνά σκαρφαλώνει στις κορυφές των αντίστοιχών λιστών ανά περιόδους. Η αλήθεια είναι ότι οι Zeps κι άλλες φορές κατηγορήθηκαν, ως αντιγραφείς τραγουδιών παλαιότερων καλλιτεχνών (βλέπε “Whole Lotta Love” και Willie Dixon – Muddy Waters), αλλά με τούτο εδώ το έπος που συναντάμε στο “IV” (1971) album βρήκαν τον μπελά τους. Για αρχή όλη αυτή η ιστορία με τα κρυφά “εωσφορικά” μηνύματα των στίχων του. Ναι η γνωστή ιστορία, που όταν βάλεις το δίσκο να παίξει ανάποδα, τοποθετήσεις πάνω του ένα μπρίκι ελληνικού καφέ και στο βράσιμο σχηματίσει στην επιφάνειά του τρεις φουσκάλες, θα ξεπηδήσει ο Βελζεβούλ από το ηχείο του στερεοφωνικού σας…Αστειεύομαι φυσικά (Don’t try this at home!!). Όμως η δικαστική περιπέτεια για το “Stairway to Heaven” ξεκίνησε πολύ αργότερα, συγκεκριμένα το 2014.

Ας ξετυλίξουμε όμως το κουβάρι από την αρχή…Πίσω στις πρώτες μέρες της καριέρας τους, οι Zeppelin είχαν περιοδεύσει μαζί με τους Αμερικανούς Spirit. Μια rock μπάντα που σχηματίστηκε το 1967 με έδρα το Los Angeles. Ο τραγουδιστής και κιθαρίστας τους, Randy California (Randy Craig Wolfe το πραγματικό του όνομα), είχε ηχογραφήσει το 1967 το ορχηστρικό “Taurus” το οποίο περιλήφθηκε λίγο καιρό αργότερο στο “Spirit” (1968) album. Ο Randy αποχαιρέτησε τα εγκόσμια το 1997, αλλά οι κληρονόμοι του δεκαεπτά χρόνια αργότερα μήνυσαν τους Jimmy Page και Robert Plant για παραβίαση της νομοθεσίας περί πνευματικών δικαιωμάτων, ζητώντας να αποδοθούν συνθετικά δικαιώματα για το Stairway to Heaven και στον Randy California. Μετά από μια δικονομική διαμάχη, που διάρκεσε σχεδόν μια εξαετία το δικαστήριο δικαίωσε τελικά τους Page και Plant. Εμείς τώρα ως “ένορκοι” ακροατές, μπορούμε να βγάλουμε τη δική μας ετυμηγορία ακούγοντας για άλλη μια φορά το “Taurus”.


Guns N’ Roses: “Sweet Child O’ Mine”
Την εποχή που οι Guns N’ Roses κυκλοφόρησαν το “Appetite for Destruction” (1987) και τη διετία που ακολούθησε, τα καλόπαιδα από το Los Angeles, δικαίως καπάρωσαν τον τίτλο της πιο επικίνδυνης rock μπάντας της υφηλίου. Έχει χαρακτηριστεί ως το καλύτερο ντεμπούτο του σκληρού ήχο, άποψη που με βρίσκει εν μέρει σύμφωνο. Μια συλλογή τραγουδιών το ένα καλύτερο από το άλλο, με το “Sweet Child O’ Mine” να δεσπόζει ανάμεσα στα κορυφαία hits της μπάντας. Όπως περιγράφει ο ίδιος ο Slash στην αυτοβιογραφία του με τον Anthony Bozza (“Slash”, 2007), κάποια στιγμή στο studio που είχαν βρει για τις πρόβες τους, το Burbank Studios, έκανε κάποιες ασκήσεις παίζοντας riffs στην κιθάρα του. Ο Izzy Stradlin, που καθόταν παραδίπλα, βρήκε ενδιαφέροντα τα όσα άκουσε, προτρέποντας τον Slash να συνεχίσει. Στη συνέχεια προστέθηκαν οι Duff McKagan, Steven Αdler και μέσα σε μια ώρα το “Sweet Child O’ Mine” ήταν γεγονός. Ο Axl Rose παρακολουθώντας τη συνθετική διαδικασία ξενύχτησε το ίδιο βράδυ και έγραψε τους στίχους, μια ωδή στην τότε φιλενάδα του και μελλοντική πρώτη του σύζυγο, Erin Everly. Μάλιστα οι στίχοι “Where do we go?…Where do we go now?…Where do we go?…” προστέθηκαν στο τραγούδι όταν ο παραγωγός, Spencer Proffer, τους ζήτησε μια δραματική κλιμάκωση πριν το φινάλε του, και οι ίδιοι με τη σειρά τους δεν είχαν καμιά απολύτως ιδέα πως να το κάνουν…

Η αμφιβολία για τη γνησιότητα του τραγουδιού κλιμακώθηκε το 2015, με τη φημολογία μιας επερχόμενης μήνυσης από τη μεριά των Australian Crawl, μιας rock μπάντας με έδρα τη Μελβούρνη. Στο δεύτερο album τους, με τίτλο “Sirocco” (1981), το οποίο κυκλοφόρησε από την EMI-Australia και έφτασε στη θέση Νο1 των charts της χώρας τους, βρίσκει κανείς το τραγούδι “Unpublished Critics”. Μάλιστα το εν λόγω κομμάτι το συναντάμε ένα χρόνο αργότερα και στο soundtrack της ταινίας “Storm Riders” (1982). Ακούγοντας και τα δύο τραγούδια η ομοιότητα είναι εμφανής, ενώ στο ερώτημα γιατί οι Australian Crawl δεν εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία να υποβάλλουν τελικά τη μήνυση ώστε να βγάλουν “ζεστό” παραδάκι από αυτή την ιστορία, o τραγουδιστής τους James Reyne έδωσε την ακόλουθη ειλικρινέστατη απάντηση… «Πολύ απλά, δεν είχα τα μέσα για να τα βγάλω πέρα με τους δικηγόρους των Guns N’ Roses…».


Bon Jovi: “You Give Love a Bad Name”
Oι Bon Jovi στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ΄80, βρίσκονταν στην αφρόκρεμα του hair rock / metal ρεύματος. Μορφονιοί, με πιασάρικα τραγούδια, που είχαν πιάσει στασίδι στο MTV. H υπόθεση του “You Give Love a Bad Name” είναι αυτή με τα λιγότερα δράματα και καθόλου οσμή δικαστικής αίθουσας. Ο συνθέτης του παραπάνω κομματιού, Desmond Child, το είχε γράψει αρχικά με τη μορφή του “If You Were a Woman (And I Was a Man)” για τη φωνή της Bonnie Tyler και το album της τελευταίας, “Secret Dreams and Forbidden Fire” (1986).

Η πορεία του όμως στα charts, δεν ήταν αυτή που ανέμενε ο δημιουργός του, με αποτέλεσμα να σκεφτεί ότι το λαρύγγι του Jon Bon Jovi και η κιθάρα του Richie Sambora θα έδιναν νέα πνοή και δυναμική στο τραγούδι του. Γνωστός “Μίδας” της μουσικής βιομηχανίας, ο Desmond Child δεν έπεσε έξω στην εκτίμησή του. Η αρχική disco εκδοχή, μεταμορφώθηκε στο “βαρύτερο” “You Give Love a Bad Name”, πλασαρίστηκε ξανά λίγους μήνες αργότερα μέσω του πολυπλατινένιου “Slippery When Wet” (1986) και στρογγυλοκάθισε στη Νο1 θέση του Billboard Hot 100. Μια αντιγραφή, η οποία με την άδεια του δημιουργού, χάρισε μια ακόμη επιτυχία στον Child, εκτόξευσε στα άστρα της εμπορικής επιτυχίας τους Bon Jovi και καθιέρωσε το “You Give Love a Bad Name” ανάμεσα στους ανεπανάληπτους ύμνους μιας ανέμελης μουσικά εποχής.

Avatar photo
About Γιώργος Μπατσαούρας 306 Articles
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ιερή Πόλη Μεσολογγίου, ενώ τα προεφηβικά του χρόνια τα πέρασε αντιγράφοντας ραδιοφωνικές εκπομπές και μουσικά albums σε ενενηντάρες TDK κασέτες. Ο ουρανός έπεσε στο κεφάλι του όταν πρωτοάκουσε το Use Your Illusion II των Guns N’ Roses και είδε το video της live εκδοχής του Child in time στο κρατικό κανάλι. Τα πρώτα του χαρτζιλίκια τα επένδυσε στα τοπικά δισκοπωλεία αγοράζοντας δίσκους (και από το εξώφυλλο μόνο…), ενώ με το πέρασμα του χρόνου τα μουσικά του ακούσματα επεκτάθηκαν over the rainbow σε περισσότερα hard rock, metal και desert μονοπάτια. Με τα ηχεία στα αυτιά και το κάθε είδος rock μουσικής στο κεφάλι αντιμετώπισε τις πραγματικές θαλασσοταραχές, αλλά και αυτές της ζωής. Τα hobbies του πέρα από το αδυσώπητο κυνήγι συναυλιών, αποτελούν τα ταξίδια μέσα από τις σελίδες του Ανυπότακτου Γαλάτη, του θαυμαστού κόσμου του Τόλκιν και των βιβλίων ιστορίας καθώς και η χωρίς ντροπή κατανάλωση b-movies με νεκροζώντανους. Στο τέλος της ημέρας επαναλαμβάνει σαν προσευχή τα λόγια του θείου Lemmy ‘’The Chase Is Better Than the Catch’’ και προσπαθεί την επόμενη να τα κάνει πράξη...