Η απόσταση από το Belo Horizonte μέχρι το Rio de Janeiro της Βραζιλίας είναι περίπου 440 χλμ. Τόσο χρειάστηκε να ταξιδέψουν οι Sepultura από τη γενέτειρά τους στo Nas Nuvens Studio, για να ηχογραφήσουν το 3ο τους album με τίτλο “Beneath the Remains”. Η διάρκεια του album είναι 41 λεπτά και 48 δευτερόλεπτα. Τόσο χρόνο χρειάστηκαν οι Βραζιλιάνοι thrashers για να κονιορτοποιήσουν όποιον και ό,τι παρουσιάστηκε στο διάβα τους, βάζοντας μια και καλή το όνομά τους στο μουσικό παγκόσμιο χάρτη.
Είχαν προηγηθεί βέβαια, το πρωτόγονο “Morbid Visions” (1986) και η αλματώδης πρόοδος του “Schizophrenia” (1987), τα οποία έκαναν τους Sepultura μια από τις ανερχόμενες δυνάμεις του extreme metal χώρου, όμως το “Beneath the Remains” αποτέλεσε την εξέδρα εκτόξευσης από πολλές απόψεις για τους Βραζιλιάνους. Και αν τα μετέπειτα έπη “Arise” και “Chaos A.D.” κυκλοφόρησαν με τη μπάντα να πηγαίνει με τον αυτόματο πιλότο, το 3ο album των Seps αποτέλεσε ένα κολοσσιαίο οικοδόμημα που χτίστηκε σχεδόν από το μηδέν. Ήταν ακόμη αρχές του 1988 όταν ο Max Cavalera έκανε το πρώτο του ταξίδι στις Η.Π.Α. κυνηγώντας το όνειρο της υπογραφής ενός συμβολαίου για τη μπάντα του.
Μπορεί η πρώτη του αυτή προσπάθεια να μην ευδοκίμησε, παρ’ όλα αυτά κατάφερε να κεντρίσει το ενδιαφέρον του Monte Conner, ενός εκ των “τσακαλιών” της Roadrunner, ο οποίος είχε υπογράψει πολλά ονόματα εκείνη την εποχή και το ’βαλε σκοπό να υπογράψει και μια άγνωστη μπάντα από τη Βραζιλία. Το να πράξει κάτι τέτοιο αποτελούσε φυσικά τεράστιο ρίσκο το οποίο, όπως αποδείχτηκε, ήταν διατεθειμένος να πάρει. Έτσι, μετά από υπέρογκους τηλεφωνικούς λογαριασμούς, αμέτρητες πτήσεις και συνεχή επικοινωνία με τον Max, επιτεύχθηκε η πολυπόθητη συμφωνία. Για τους Sepultura, μια μπάντα προερχόμενη από την εξωτική Βραζιλία, το να υπογράψει συμβόλαιο με μια μεγάλη εταιρεία της Αμερικής αποτελούσε ένα τεράστιο άλμα καριέρας. Για τη Roadrunner ένα μεγάλο ερωτηματικό. Και για τους δύο η προσπάθεια αυτή αποτελούσε ένα μεγάλο στοίχημα.
Και όπως κάθε στοίχημα που σέβεται τον εαυτό του, οι μεν Sepultura πόνταραν στο ήδη υπάρχον υλικό τους, η δε RR στον μηχανικό ήχου που ακούει στο όνομα Scott Burns, ο οποίος αναλαμβάνει την πρώτη του εξ ολοκλήρου παραγωγή δίσκου. Και τί πιστεύετε πως γίνεται όταν τέσσερεις πεινασμένοι Βραζιλιάνοι συναντιούνται με έναν πολλά υποσχόμενο παραγωγό; Η απάντηση δίνεται θριαμβευτικά αποστομωτική μέσα στα αυλάκια του album. Ο Scott Burns καταφθάνει στη Βραζιλία κουβαλώντας την εμπειρία των Morrisound Studios της Florida και αφού προσπερνά τα φυσικά εμπόδια της αλλαγής περιβάλλοντος, της κλοπής ενός φορητού ηχείου μέσα από το δωμάτιό του (welcome to Brazil mate) και της δυσχέρειας στην επικοινωνία με τα μέλη της μπάντας (δεν ήταν και κάτοχοι Proficiency), καταφέρνει να τιθασεύσει την ωμή οργή των συνθέσεων και να παρουσιάσει μια παραγωγή που σου σπάει τα μούτρα με το πρώτο άκουσμα. Να το θέσω αλλιώς. Το “Schizophrenia” σε γρονθοκοπούσε με γυμνά χέρια. Ετούτο εδώ το κάνει φορώντας αμόνια αντί για γάντια.
Δεν μπορώ να περιγράψω διαφορετικά το αίσθημα που νιώθει κάποιος όταν έρχεται για πρώτη (ή και πολλοστή) φορά σε επαφή με τον ορυμαγδό του εναρκτήριου ομώνυμου τραγουδιού. Δεν πιστεύω πως υπάρχει άνθρωπος ο οποίος να έχει σώας τας φρένας, και δεν εκτροχιάστηκε με τον ύμνο του “Inner Self”. Οι στίχοι του Max Cavalera ξεχειλίζουν οργή και αγανάκτηση, πράγμα καθόλου παράξενο αν σκεφτεί κανείς το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσαν οι Βραζιλιάνοι. Φτώχεια, καταπίεση, εγκληματικότητα και προσπάθεια για επιβίωση στα στενά μιας φαβέλας, είναι υπεραρκετά για να προσδώσουν επιπλέον οργή στην ήδη οργισμένη φύση των Sepultura.
“Look at me, my feelings turn stronger than hate” βρυχάται απειλητικά ο Max στο “Stronger Than Hate”, με μια μικρή βοήθεια από τα ερεβώδη λαρύγγια των Kelly Shaefer (Atheist), John Tardy (Obituary), Scott Latour και Francis Howard (ex-Incubus).
Η συνθετική ικανότητα των Βραζιλιάνων ήταν ήδη ορατή από το προηγούμενο album, όμως με το BtR τα τραγούδια απέκτησαν (και ελέω παραγωγής) έναν περισσότερο ώριμο και σαφώς πιο επικίνδυνο χαρακτήρα. Πώς να ισχυριστεί κανείς το αντίθετο όταν υπάρχει η άγρια ωριμότητα ενός “Mass Hypnosis” ή η thrash υπερταχεία ενός “Slaves Of Pain”; Τί να προλάβεις να αποκρούσεις όταν τα απανωτά riffs – χαστούκια του “Lobotomy” δε σε αφήνουν να πάρεις ανάσα; Οι Βραζιλιάνοι φαίνεται πως επιθυμούν διακαώς, όχι απλώς να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, αλλά να τιμωρήσουν παραδειγματικά και όποιον τους αγνοήσει.
Φαίνεται αυτό από την πρώτη μέχρι την τελευταία νότα. Με έναν Andreas Kisser να σηκώνει σχεδόν εξ ‘ολοκλήρου το κιθαριστικό βάρος, έναν αθόρυβο Paulo Jr. να συνεπικουρεί στο μπάσο και έναν Igor Cavalera να κατεδαφίζει το drum set του (άκου πχ το “Primitive Future” που κλείνει το δίσκο), οι Sepultura με αυτό το album δικαίωσαν πλήρως τον Monte Conner για την επιλογή του να τους υπογράψει συμβόλαιο. Κι ας του κρατούσε “Μανιάτικο” ο Igor το γεγονός πως έδωσε το αρχικό εξώφυλλο που είχαν επιλέξει σε άλλη μπάντα, προτείνοντάς τους αυτό που τελικά γνωρίζουμε όλοι.
Τί συνέβη με το εξώφυλλο; Οι Seps ήθελαν να χρησιμοποιήσουν κάποιο από τα σχέδια του sci-fi καλλιτέχνη, Michael Whelan, τον οποίο γνώρισαν μέσα από κάποιες επανεκδόσεις βιβλίων του H.P. Lovecraft. Ερχόμενη η Roadrunner σε επαφή με τον Whelan, του ζήτησε να στείλει μερικά από τα έργα του για να επιλέξουν εξώφυλλο για το album. Οι Βραζιλιάνοι θέλησαν να χρησιμοποιήσουν το έργο με τίτλο “Lovecraft’s Nightmare A”.
Η εταιρεία (ο Conner) αρνήθηκε και τους πρότεινε να επιλέξουν ένα άλλο έργο, το “Nightmare In Red”, θεωρώντας πως ταίριαζε καλύτερα με το μουσικό ύφος του album. Κλασικά τερτίπια της RR, καθώς αυτό που ήθελαν αρχικά οι Sepultura, δόθηκε αργότερα στους Obituary και έγινε το εξώφυλλο του “Cause Of Death” που κυκλοφόρησε το 1990!!! Όπως και να ‘χει, το εξαιρετικό εξώφυλλο του “Beneath The Remains” ταυτίστηκε με την μπάντα και υπήρξε η απαρχή μιας συνεργασίας με τον M. Whelan και για τα δύο επόμενα album (“Arise” και “Chaos A.D.”).
Το “Beneath The Remains” όχι μόνο ξεπέρασε ακόμη και τις πιο μεγάλες προσδοκίες των ίδιων των συντελεστών του, όχι μόνο σόκαρε τους πάντες οι οποίοι έψαχναν να βρουν από που τους ήρθε, αλλά έθεσε εν αμφιβόλω την πρωτοκαθεδρία των Slayer πλησιάζοντας πολύ κοντά στην απάτητη τότε κορυφή του “Reign In Blood”. Ακριβώς τότε ξεκίνησε και αυτή η αστειότητα – δίλημμα του “Slayer ή Sepultura;”. Δε χρειάζεται το διαζευκτικό “η”. Η απάντηση είναι “Slayer ΚΑΙ Sepultura”.
Το 3ο album των Sepultura απέδειξε περίτρανα πως δε χρειάζεται πάντα να βρίσκεσαι στο κέντρο του κόσμου για να εκπληρώσεις τα όνειρά σου. Αρκούν οι ικανότητες, η τύχη και η προσήλωσή σου στο στόχο. Σε ένα από τα πολλά γράμματα ανάμεσα στον Max Cavalera και τον Monte Conner, ο πρώτος γράφει στο υστερόγραφο: “Δε στέλνω το LP του “Schizophrenia” στον Don Kaye, γιατί το κόστος αποστολής είναι μεγάλο. Θα του το στείλω μόλις φτάσω στη Νέα Υόρκη, ok;”
Ο Don Kaye εκείνη την εποχή ήταν ένας απλός fan ο οποίος κινούταν στον χώρο του underground ανταλλάσσοντας κασέτες τόσο εντός όσο και εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών, και επί της ουσίας ήταν εκείνος που ανακάλυψε τους Sepultura μέσω του tape trading από τη Βραζιλία. Τελικά ο Max και οι Sepultura τα κατάφεραν και όχι μόνο δε χρειάστηκε να ανησυχήσουν ξανά για το κόστος αποστολής των album τους αλλά μετά το “Beneath The Remains” θα τα έστελναν όπου ήθελαν και πλέον και υπογεγραμμένα.
ΥΓ: Κατά τη διάρκεια γραφής του ανωτέρω αφιερώματος συνέβη το τραγικό δυστύχημα στην Κοιλάδα των Τεμπών. Τα χέρια και το μυαλό βάρυναν απότομα. Οι λέξεις μετά από αυτό γράφονταν με μεγάλη δυσκολία. Ίσως φαίνεται ανούσιο αλλά νιώθω πως θέλω να “απολογηθώ” που γράφω ένα αφιέρωμα όπου οι λέξεις “Sepultura” και “Beneath The Remains” ζυγίζουν τόνους υπό τη βαριά σκιά αυτής της τραγωδίας, αποκτώντας μέσα μου ιδιαίτερους συμβολισμούς. Mind games θα μου πεις. Πάντα έτσι συνέβαινε όμως όταν συνδύαζα τη μουσική με αντίστοιχα τραγικά γεγονότα. Εκφράζω τη βαθιά μου θλίψη και ελπίζω κάποια στιγμή να συμμορφωθώ με τον εσωτερικό μου εαυτό.
Πηγές:
Wikipedia: https://en.wikipedia.org/wiki/Beneath_the_Remains
Michael Whelan page: https://www.michaelwhelan.com/