«δε μπορείς να φοράς το τατού του μεγάλου ουρανού…»
Ήταν αρχές των 90ς όταν έσκασαν μύτη ο Γιώργος Τσίγκος & Οι Μαύροι Κύκλοι, με τις πρώτες δουλειές τους να κυκλοφορούν στη θρυλική Wipe Out! Records και να αγκαλιάζονται από πολλούς. Προσωπικά τους είχα λατρέψει και συνέχισα να τους παρακολουθώ και στα επόμενα βήματα, μέχρι τα μέσα εκείνης της δεκαετίας περίπου όταν σιγά σιγά το ελληνόφωνο rock άρχισε να υποχωρεί αλλά ο ίδιος δε χάθηκε ποτέ αφού, έστω και με μεγάλα κενά, παρουσίαζε νέα κομμάτια.
Είμαστε στο 2023 όμως και αποφάσισα να κατέβω τα σκαλιά του AN Club αφού το σχήμα θα γιόρταζε τα 33 χρόνια από την ίδρυσή του. Πολλά έχουν αλλάξει από τις εποχές που τους πετύχαινα σε κινηματικά live, αλλά η γνώριμη φιγούρα του Γιώργου μοιάζει ίδια με τον ίδιο να ευχαριστεί τον κόσμο που ήρθε πριν καν ξεκινήσει το πρώτο κομμάτι και να μοιάζει πραγματικά συγκινημένος.
«την ευτυχία μας μη και την είδες…»
Ξεκίνησαν με την “Χαοτική Πόλη” μέσα από το «Η Πόλη Των Αθανάτων», το “Ακούω Φωνές” από το «Tango Βατράχων» αλλά και τον “Εθνικό Μπερντέ” από την τελευταία τους ολοκληρωμένη δουλειά «Αν…» και ήταν ήδη ξεκάθαρο πως το σετλιστ θα άγγιζε όλες τις περιόδους του σχήματος με συνεχόμενα μπρος πίσω, όπως για παράδειγμα ο “Παλιάτσος”, που είχαμε πρωτοακούσει στη συλλογή «Μαγικό Βοτάνι» του 1994. Στη συνέχεια όμως μας παρουσίασαν ένα πολύ πρόσφατο κομμάτι, τις “Μαύρες Γάτες” με έναν πιο σύγχρονο ήχο και μακριά από την μελωδική προσέγγιση των πρώτων ημερών. Βέβαια αυτό ήταν κάτι που πάντα χαρακτήριζε τις συνθέσεις τους, αφού δίπλα σε μπαλάντες έβλεπες κομμάτια που άγγιζαν punk ή metal ηχοτόπια.
Από την άλλη, το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό στα κομμάτια τους ήταν πάντα οι κοινωνικοπολιτικοί στίχοι του Γιώργου αλλά οι εποχές έχουν σκληρύνει τόσο πλέον που είναι λογικό η συναισθηματική οργή να βγαίνει και στο συνθετικό κομμάτι. Και ενώ σκεφτόμουν όλα αυτά να το “Ξανθό στο Μαυροκόκκινο” και δε γνωρίζω για τους άλλους αλλά εγώ οριακά κρατήθηκα να μην δακρύσω γιατί ναι, ήταν εκείνα τα κομμάτια του EP που μας κράτησαν συντροφιά σε δύσκολες στιγμές και 33 χρόνια μετά συνεχίζουν να προκαλούν ανατριχίλα. Από κει και πέρα η συναυλία ανέβηκε επίπεδο για μένα, ανεξάρτητα αν έπαιζαν παλιά ή νέα κομμάτια, με τον Γιώργο Αποστολόπουλο να παίζει άνετα τα κιθαριστικά ριφ και τον έμπειρο Μαυρίκο Σκαράκη να κρατάει τον ρυθμό πίσω από τα τύμπανα μαζί με τον πολύ καλό Παναγιώτη Φίνο και το ευδιάκριτο και ζεστό ήχο στο μπάσο του.
«αν δε μπορείς να γευτείς το φιλί της ηλιοβροχής…»
Η έκπληξη της βραδιάς ήρθε κάπου στη μέση της συναυλίας, όταν ανέβηκε στη σκηνή ο Γιάννης Τζιγκουνάκης, ο πρώτος κιθαρίστας τους δηλαδή, και έπαιξε μαζί τους κάποια χαρακτηριστικά κομμάτια όπως οι “Πληγωμένοι Δράκοι”, τα κλασικά “Μαύροι Κύκλοι” και “Xαμένοι Ποιητές” αλλά και το χιτ “Ο Καβαλάρης Τ’ Ουρανού”. Στη συνέχεια ο Γιώργος τραγούδησε το μελωδικό “Mουσικό Νερό” πριν ανεβάσουν και πάλι ταχύτητα και ένταση με το υπόλοιπο σετ που, όπως αναμενόταν, κορυφώθηκε με το πολυαγαπημένο “Τετραγωνισμένα Φύλλα”.
Για να είμαι ειλικρινής, θα έφευγα ευχαριστημένος ακόμα και αν η συναυλία έκλεινε εκεί αλλά συνέχισαν να παίζουν κομμάτια και κάπως έτσι, ένα όμορφο δίωρο συμπληρώθηκε με τον κόσμο να τους καταχειροκροτεί και τον Γιώργο Τσίγκο να τραγουδά και πάλι τον “Καβαλάρη”, αυτή τη φορά κάτω από τη σκηνή, κοντά στον κόσμο, γιατί έτσι ένιωθε πάντα και ο ίδιος, ένα με τον κόσμο που τον στηρίζει…
«σε μια έρημη αμμουδιά / να μη μας βλέπει κανένας…»
Μια πίκρα για τον λίγο κόσμο φαντάζομαι πως υπήρχε, αλλά ο ίδιος είναι τόσο μεγάλη καρδιά που νωρίτερα ευχαρίστησε και αυτούς που δεν ήρθαν!
Κείμενο/φωτογραφίες/video: Κωνσταντίνος mindcrimek Βλάχος