TRENT GARDNER: Μια κλεφτή ματιά στους αγνοημένους και ξεχασμένους

TRIBUTE

Οι συγκινητικές νεκρολογίες, οι επετειακές επιστροφές στο έργο των μεγάλων καλλιτεχνών, οι ανασκαφές στις προσωπικές λεπτομέρειες και η ανεξέλεγκτη λατρεία σε κάθε μήκος και πλάτος του πλανήτη, ανήκουν μάλλον μόνο στους διάσημους και επώνυμους, σε όσους άλωσαν με την ανερχόμενη  μετοχή τους  τη μουσική βιομηχανία. Και αν η ζωή, η συγκυρία, η τύχη, το dna, ο Θεός, όλες οι αμετάφραστες δυνάμεις αυτού του κόσμου χτυπούν αδυσώπητα κάποιους και δημιουργούν περίεργα, απρόβλεπτα ή και απίστευτα δράματα, αυτά παραμονεύουν στις σκιές.  Λίγοι πιστοί μακρινοί φίλοι όλων αυτών των έργων που δεν πέρασαν ποτέ στις μάζες, έχτισαν όμως μια γέφυρα μυστικής επικοινωνίας  με τον δημιουργό τους, θα θυμηθούν αυτές τις άτυχες υπάρξεις που κινήθηκαν απέναντι στο ρεύμα ως το πρόωρο τέλος.

Ο Trent Gardner γεννήθηκε μια μέρα μετά τα Χριστούγεννα του 1961 στην πόλη του Fairfield , στη χερσόνησο του San Francisco. Ήταν ένας σύνθετος νους που γρήγορα ανακάλυψε την εμμονική του αγάπη στη μουσική. Ήταν άλλωστε δύσκολο να το αποφύγει μεγαλώνοντας σε μια μουσική οικογένεια: η μητέρα του έπαιζε πιάνο και ο πατέρας του κλαρινέτο  και τραγουδούσε σε διάφορα σχήματα. Ο ίδιος ξεκίνησε μικρός με το κλαρινέτο,  πέρασε στο σαξόφωνο και αργότερα ανακάλυψε το τρομπόνι. Στην πραγματικότητα, η ένταξή του στη μουσική έγινε με μια δική του απόδοση στο θέμα του “Mr Hollnd’s Opus”. Είχε έναν σπουδαίο δάσκαλο, τον Rick Luther, που του έδωσε να καταλάβει τι είναι η  μουσική και ενδιαφερόταν πραγματικά να τον βοηθήσει να μάθει. Ο Trent επαναλάμβανε συχνά πως χωρίς αυτόν μάλλον θα έκανε κάτι άλλο στη ζωή του. Από εκείνη τη στιγμή και μετά δεν υπήρχε επιστροφή. Δεν είναι περίεργο πως όσοι τον ακολούθησαν σαν συνεργάτες ή ακροατές συμφωνούν πως μια πρόταση τον περιγράφει με ακρίβεια και δικαιοσύνη: “η μουσική κυριαρχεί σε όλη μου την ύπαρξη, είναι συνέχεια στο μυαλό μου… γεννήθηκα για να παίζω μουσική”.

Γρήγορα ανακάλυψε τους δικούς του ήρωες που θα φώτιζαν τα αρχικά του βήματα, στη βαριά κληρονομιά των Yes, Kansas, ELP, Genesis, Asia και Rush. Βρήκε το βασικότερο στήριγμα μέσα στην ίδια του την οικογένεια, στον μικρότερο αδερφό του, Wayne Gardner, που γοητεύτηκε από το μπάσο και την κιθάρα. Η θητεία του σαν αστυνομικός, έστω και αν άρχισε στα 21 του και κράτησε σχεδόν για δέκα χρόνια, ήταν μόνιμα υπό αμφισβήτηση. Τα δυο αδέρφια είχαν αρχίσει να γράφουν τη δική τους μουσική, και όταν βρέθηκε η κατάλληλη ευκαιρία, βρίσκουν αρχικό καταφύγιο στην ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία Magna Carta που ιδρύθηκε στο Rochester της Νέας Υόρκης το 1989 από τον Peter Morticelli και τον μουσικό και παραγωγό Mick Varney.

Όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, ρίχνοντας μια ματιά στον κατάλογο της Magna Carta, η εταιρεία είχε σαν απόλυτη προτεραιότητα να στηρίξει και να δώσει βήμα στη νέα γενιά των καλλιτεχνών του progressive rock. Με δεδομένη την καλλιτεχνική ελευθερία, ο Trent με τον αδερφό του και τη συνδρομή του παιδικού τους φίλου, Hal Stringfellow Imbrie στο μπάσο, ηχογραφούν ως Magellan το πρώτο τους άλμπουμ, το οποίο κυκλοφορεί τον Σεπτέμβριο του 1991, με τον τίτλο “Hour of Restoration”.

Η πολυσύνθετη μουσική τους με πολλαπλές στρώσεις από synths, ξεχωριστές φωνητικές αρμονίες, απλώνεται και σε μακροσκελείς συνθέσεις, ενώ αξιοσημείωτη είναι η ασυμβίβαστη στιχουργική θεματολογία, με αναφορές στην παλιότερη Αγγλική ιστορία, αλλά και σε πιο πρόσφατα ζητήματα όπως ο πόλεμος στα νησιά Falkland, αλλά και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η χρήση του drum machine σφραγίζει την πρόθεση του Trent να οικειοποιηθεί τα δεδομένα της τεχνολογίας της ψηφιακής εποχής, επιδιώκοντας να συμβάλλει στους νέους ήχους του είδους.

Οι κυρίαρχες τακτικές της πρώτης τους δουλειάς μοιάζει να τελειοποιούνται στο μεγαλεπήβολο “Impending Ascension” του 1994, ένα από τα πληρέστερα άλμπουμ στον συνολικό κατάλογο της Magna Carta. Η παραγωγή  είναι αισθητά αναβαθμισμένη  και υποστηρίζει με τον πλούτο της μια τραγουδοποιία συναρπαστική, γενναία αλλά και ώριμη. Ο Tent ενισχύει ακόμα περισσότερο τον δηκτικό του τρόπο και οι νέες φιλόδοξες ιδέες του αναφέρονται στα γεγονότα της χούντας του Πινοσέτ στη Χιλή, αλλά και στην ανταρσία του πληρώματος του Μαγγελάνου. Παράλληλα συνυπάρχουν οι προφητικές αναφορές στην εικονική πραγματικότητα μαζί με την απολογητική αφηγηματικότητα για τους άστεγους της Νέας Υόρκης στο μοναδικό “Waterfront Weirdos”, με τη συμμετοχή του Doane Perry των Jethro Tull στα τύμπανα.

Σημαντικές αλλαγές έρχονται μετά το δεύτερο έργο τους, καθώς ο ντράμερ Brad Kaiser προσχωρεί στο σχήμα με τον ενθουσιασμό και το εύσημο του “ανθρώπινου μετρονόμου” από τον Trent να τον συνοδεύει. Την ίδια εποχή αποχωρεί ο μπασίστας Imbrie και ο Wayne αναλαμβάνει να καλύψει το κενό. Το άλμπουμ “Test of Wills” του 1997 τους βρίσκει να έχουν στραφεί σε έναν πιο κιθαριστικό και βαρύ ήχο, συγκριτικά με πριν. Η μουσική παραμένει απαιτητική, δύστροπη και απρόσιτη για επιδερμικούς ακροατές, αλλά ένα μέρος του αρχικού τους ηχητικού χαρακτήρα εγκαταλείπεται. Είναι η εποχή που οι αδερφοί Gardner δημιουργούν το project “Explorers Club” με συμμετοχή πολλών επώνυμων μουσικών που έχει σαν αποτέλεσμα την κυκλοφορία του άλμπουμ “Age of Impact”. Με θέμα που έχει να κάνει στους στίχους με την ανάληψη της προσωπικής ευθύνης και την ιδιαίτερη σημασία να βρει κανείς τη δύναμη γι’ αυτό, στις συμμετοχές των εξαιρετικών καλεσμένων μουσικών συναντά κανείς ονόματα σαν του ντράμερ Terry Bozzio, του μπασίστα Billy Sheehan και των μελών των Dream Theater, John Petrucci, James LaBrie και Derek Sherinian.

Ο κύκλος των Magellan στη Magna Carta κλείνει το 2002, με την κυκλοφορία “Hunderd Year Flood”, ενός δίσκου που έχει τη δυσάρεστη αφετηρία του στον χαμό του μεγαλύτερου των αδερφών Gardner, το 1966 στον πόλεμο του Βιετνάμ. Στους καλεσμένους του δίσκου συναντάμε τον Ian Anderson και τον Tony Levin, ενώ στα τύμπανα κάθεται πια ο Joe Franco.

Ο Gardner αποχώρησε πολύ απογοητευμένος από τη Magna Carta και μίλησε με πολύ σκληρά λόγια για τη συνεργασία μαζί της, τη σχεδόν μηδενική υποστήριξη, ενώ απέδωσε στους ανθρώπους της την απόλυτη ευθύνη για την απουσία ζωντανών εμφανίσεων του γκρουπ, κάτι που είχε γίνει και με άλλους καλλιτέχνες της εταιρείας.

Το νέο κεφάλαιο στην πολλά υποσχόμενη προοπτική της Inside Out ανοίγει με το άλμπουμ “Impossible Figures” του 2003, και σε μια “Spinal Tap” διαδοχή, στα τύμπανα βρίσκουμε πια τον Jason Gianni. Ο νέος κύκλος κλείνει πρόωρα με το δεύτερο και τελευταίο άλμπουμ στην εταιρεία, το “Symphony for a Misanthrope” του 2005. Πέρα από τη συμμετοχή έκπληξη του Joe Franco, ο Tent πραγματοποιεί ένα όνειρο ζωής και απολαμβάνει επιτέλους τη συνεργασία του με τον Steve Walsh. Δυο χρόνια αργότερα έρχεται η τελευταία δισκογραφική προσφορά των Magellan, με τον τίτλο “Innocent God” στην Muse-Wrapped Records, το 2007. Κάπου εδώ αρχίζει η δραματική διαδρομή του τέλους.

Ενώ το επόμενο άλμπουμ τους έχει ήδη ανακοινωθεί με τον τίτλο “Inert Momentum”, και βρίσκεται για καιρό στη διαδικασία σύνθεσης, στις 13 Φεβρουαρίου του 2014, ο Wayne Gardner κάτω από περίεργες συνθήκες αυτοπυροβολείται και πέφτει νεκρός. Έπασχε για χρόνια από φοβερές ημικρανίες που είχαν προκληθεί από όγκο στον εγκέφαλο.

Ο Trent, συντετριμμένος, κρατά τις λεπτομέρειες για τον εαυτό του, επιχειρεί να μαζέψει τα κομμάτια του και να στρέψει την προσοχή του στην οικογένεια του αυτόχειρα: η απώλεια του φυσικού και μουσικού αδερφού του τον σημαδεύει.

Μέσα στο 2015 ανακοινώνει στην επίσημη ιστοσελίδα του γκρουπ πως η διαδρομή των Magellan θα συνεχιστεί με τη συμβολή διαφόρων καλεσμένων μουσικών και κυκλοφορεί κάποια ψηφιακά singles σαν δείγματα της νέας του δουλειάς. Μέσα από τη μεγάλη του δοκιμασία, συνεχίζει να ζει και να αναπνέει για τη μουσική. Είναι άλλωστε ο “Songsmith” του “Impending Ascension”, ο άνθρωπος που πέρα του γκρουπ, έχει συμμετοχή σε 36 μουσικά projects, ο δημιουργός που έγραψε το concept “The Absolute Man” για τη ζωή του Leonardo da Vinci.

Στις 11 Ιουνίου του 2016, μια άδικη ανώτερη δύναμη αποφασίζει πως η διαδρομή του Trent Gardner πάνω σε αυτό τον κόσμο έχει ολοκληρωθεί. Η πιθανότητα να συνεχιστεί η ιστορία των Magellan μοναχά με έναν Gardner εξαφανίζεται σα να μην υπήρχε ποτέ.

Σε έναν κόσμο που επιφυλάσσει την εύκολη λήθη για τους μοναχικούς και ασυμβίβαστους δημιουργούς, θα διαλέξω να τον κρατήσω στη μνήμη μου μέσα από τα ανάγλυφα λόγια του γιου του: “είχα το προνόμιο να έχω μια θέση στην πρώτη σειρά για τη μουσική του ιδιοφυΐα σε όλη μου τη ζωή… το στούντιο το χώριζε ένας τοίχος από την κρεβατοκάμαρα, και αργά το βράδυ χρησιμοποιούσε ακουστικά, αλλά πάντα ήξερα πότε δούλευε από τις δονήσεις του ποδιού του στο πάτωμα, όταν κρατούσε χρόνο… ή όταν είχε μια ιδέα για στίχους και μουσική, όταν βλέπαμε το Star Trek και έτρεχε στον πάνω όροφο να ηχογραφήσει πριν τα ξεχάσει…”

(Κάποια αποσπάσματα του παραπάνω κειμένου υπάρχουν σε ένα έκτακτο αφιέρωμα που είχα γράψει για τους Magellan, με αφορμή τον αιφνίδιο θάνατο του Trent Gardner, και δημοσιεύτηκε στο Rockway.gr τον Ιούνιο του 2016).

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1161 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.