EVERYTHING BUT THE GIRL ΚΑΙ FRANCES FARMER

ARTICLE

Το δημιουργικό ντουέτο της Tracey Thorn και του Ben Watt αποτελούσε διαχρονικά μια πηγή ευγενικής εξομολόγησης και ευαισθησίας. Με την υπενθύμιση των στίχων του Μπρεχτ “ναι, θα υπάρξει και τραγούδι για τις σκοτεινές εποχές” από τον Ben, η Tracey συχνά ελευθέρωνε θυμωμένους στίχους, όσο και αν δεν ήταν ποτέ από τους ανθρώπους που έγραφαν απροκάλυπτα πολιτικά τραγούδια. Η προσέγγισή της είχε πάντα μια απόσταση συγκριτικά με τις γραμμές του Billy Brag, ή του Paul Weller, που είχαν αποκτήσει την περιγραφή των πολιτικοποιημένων μουσικών.

Στην πραγματικότητα, η Tracey προτιμούσε πάντα τραγούδια που περιείχαν συγκεκριμένους χαρακτήρες, προσωποποιώντας την πολιτική. Το “Love Not Money” ήταν το δεύτερο άλμπουμ τους. Η παραγωγή του έγινε από τον Robin Millar, ηχογραφήθηκε στα Powerplant Studios στο Λονδίνο, και κυκλοφόρησε στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 15 Απριλίου 1985 από την Blanco y Negro Records. Παρέμεινε εννέα εβδομάδες στο UK Albums Chart, φτάνοντας στο νούμερο 10. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Sire Records κυκλοφόρησε το άλμπουμ με δύο επιπλέον κομμάτια. Θεωρείται δικαιωματικά το πιο πολιτικοποιημένο άλμπουμ τους. Η Tracey είχε πει τότε πως αυτή και ο σύντροφός της Ben, αγόρασαν κιθάρες και ήθελε να δημιουργήσουν ένα άλμπουμ βασισμένο στις ηλεκτρικές κιθάρες, συγκριτικά με τον τρυφερό pop με στοιχεία jazz και bossa nova χαρακτήρα του “Eden”.  Τα τραγούδια του “Love Not Money” κάλυψαν θέματα όπως η κοινωνική δομή, ο σεξισμός και η θρησκευτική σύγκρουση και τρομοκρατία στη Βόρεια Ιρλανδία.

Το τραγούδι “Ugly Little Dreams” είχε γραφτεί για την ηθοποιό Frances Farmer, και την τραγική της ιστορία. Ακόμα και σήμερα παραμένει με έναν ανατριχιαστικό τρόπο επίκαιρο και οργισμένο. Για την ίδια ήταν ξεκάθαρο πως η pop ήταν μια τόσο επιφανειακή βιομηχανία που τα στερεότυπα που συναντάς στον κόσμο σχεδόν πάντα ενισχύονται. Φυσικά, οι γυναίκες κρίνονται από την εμφάνισή τους. Είναι πολύ πιο εύκολο για τους άνδρες να απορρίψουν αυτές τις κρίσεις, να τις πάρουν στα σοβαρά ή να τις ακούσουν. Αποφασισμένη να ακουστεί, η Tracey πέρασε τα πρώτα χρόνια της καριέρας της όντας τόσο επιθετική που τρόμαξε τους ανθρώπους μέχρι να τη δεχτούν. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που άκουγαν στην εξέλιξή της μια Tracey πιο κατευναστική. Έμεινε όμως τελικά ένας αμήχανος σεβασμός για την  “άχαρη, έξυπνη φωνή” των EBTG.

“What chance for such girls/How can we compete/In a world that likes its women/Stupid and sweet?” Αυτές οι χαρακτηριστικές γραμμές του “Ugly Little Dreams” ανοίγουν την πόρτα στην ιστορία της Frances Elena Farmer. Γεννήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου του 1913 στο Seattle, σε μια προοδευτική οικογένεια. Ο χωρισμός των γονιών της, όταν η ίδια ήταν μόλις τεσσάρων χρόνων, την οδήγησε στην California. Επέστρεψε στο Seattle σε ηλικία δώδεκα ετών. Από παιδί δεν έδινε δεκάρα για τις παγιωμένες απόψεις του κόσμου και άφηνε την επαναστατική της φλόγα να φουντώνει με κάθε ευκαιρία.

Από στα 18 της άρχισε να αμφισβητεί μεγάλα πολιτικά και θρησκευτικά ζητήματα. Έγραφε σε αριστερές εφημερίδες στο Κολέγιο και, επηρεασμένη από τον Νίτσε, απέρριψε τις έννοιες του Θεού και της θρησκείας. Κέρδισε σε έναν μαθητικό διαγωνισμό 100 δολάρια, γράφοντας ένα δοκίμιο με θέμα “γιατί ο Θεός είναι νεκρός”.  Οι διακρίσεις της στο πανεπιστήμιο επισφραγίζονται το 1935 από ένα βραβείο μιας αριστερής εφημερίδας της εποχής, που ήταν ένα ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση. Μετά την επιστροφή της από το ταξίδι, σε ηλικία 18 ετών, κλείνει ένα μεγάλο συμβόλαιο με την εταιρία παραγωγής Paramount. Εξαιτίας κυρίως της εντυπωσιακής ομορφιάς της κερδίζει αμέσως πρωταγωνιστικούς ρόλους.  Όμως ο  σκηνοθέτης Howard Hawks είχε δηλώσει ότι η Farmer είχε περισσότερο ταλέντο από κάθε άλλο ηθοποιό που είχε συνεργαστεί. Κάποιες από τις πιο γνωστές ταινίες όπου συμμετείχε ήταν το “Come and Get It”, το “Bing Crosby” το 1936,  και το “Son of Fury” το 1942.

Το κατεστημένο των μεγάλων στούντιο της εποχής είχε την προσδοκία από αυτή να ακολουθήσει τη συνηθισμένη διαδρομή των χολυγουντιανών σταρ με τα πανάκριβα σύνολα και τον πολυτελή τρόπο ζωής.  Εκείνη αντίθετα μάζευε χρήματα για την ενίσχυση των πολέμιων του δικτάτορα Φράνκο στον ισπανικό εμφύλιο. Δεν έδινε συνεντεύξεις και η ζωή που ακολουθούσε, δεν υπηρετούσε τα στεγανά των σταρ του σινεμά.

Όλα αυτά δεν λύγισαν βέβαια το αμερικανικό κινηματογραφικό κατεστημένο, που πάντα αναζητούσε its women, stupid and sweet”. Οι πρώτες κατηγορίες για αθεϊσμό και κομμουνισμό δεν άργησαν να εμφανιστούν. Στράφηκε στο θέατρο, ξεκινώντας πετυχημένα με την παράσταση “Golden Boy”. Τον Οκτώβρη του 1942, η ηθοποιός συλλαμβάνεται γιατί οδηγούσε μεθυσμένη, με αναμμένα τα φώτα του αυτοκινήτου της, σε περιοχή συσκότισης λόγω πολέμου. Της επιβλήθηκε πρόστιμο το όποιο πλήρωσε κατά το ήμισυ και αφέθηκε ελεύθερη. Το υπόλοιπο του ποσού που εκκρεμούσε σε συνδυασμό με την μήνυση μιας κομμώτριας, την έφεραν για μια ακόμα φορά αντιμέτωπη με τη δικαιοσύνη. Την ημέρα της ακρόασης, κανένας από τους υποτιθέμενους υποστηρικτές της στο Χόλυγουντ δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο. Η στάση των παραγωγών να μην τη στηρίξουν στέλνοντας κάποιον δικηγόρο, απέδειξε ότι ο χώρος του θεάματος πήρε την εκδίκησή του για την αντισυμβατική της συμπεριφορά. Της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 180 ημερών. Η ηθοποιός εξαγριώθηκε, επιτέθηκε σε τρεις αστυνομικούς και έτρεξε στο πιο κοντινό τηλεφωνικό θάλαμο για να επικοινωνήσει με κάποιο δικηγόρο. Αμέσως η αστυνομία τη συνέλαβε και την ακινητοποίησε με τη βία. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που δεν έπαψαν στιγμή να θεωρούν τη νομική περιπέτεια της Farmer μια εκδικητική συνομωσία.

 

Όταν κατάλαβε πως η βιομηχανία του θεάματος της γύρισε την πλάτη, η ψυχική της υγεία επιδεινώθηκε σε σημείο να κριθεί αναγκαία η νοσηλεία της. Ο εγκλεισμός της σε ίδρυμα χειροτέρεψε την υγεία της και η επιδείνωσή της ξεπέρασε τις επιστημονικές δυνατότητες της εποχής. Διαγνώσθηκε με σχιζοφρένεια, μανιοκατάθλιψη και υπεβλήθη σε επικίνδυνες θεραπείες.

Η επόμενη πολυετής παραμονή της στο Western State Hospital στο Lakewood της Ουάσιγκτον έγινε μετά από αίτημα της μητέρας της και άλλων μελών της οικογένειάς της, ενώ στην αυτοβιογραφία της, “Will There Really Be a Morning?”, η Farmer κατέγραψε αυτό που η ίδια αποκάλεσε “αφόρητο τρόμο”.

“Βιάστηκα από νοσοκόμους, ροκανίστηκα από αρουραίους και δηλητηριάστηκα από μολυσμένο φαγητό. Ήμουν αλυσοδεμένη σε στριμωγμένα κελιά, δεμένη σε ζουρλομανδύες και μισοπνιγμένη σε παγωμένα μπάνια”, έγραψε στην αυτοβιογραφία της. Υπήρξε και η πληροφορία πως της έγινε λοβοτομή, όμως τα θολά ζητήματα των εγκλεισμών της είναι πολλά.  Το βέβαιο είναι ότι Farmer υπέφερε από κακές συνθήκες διαμονής και υποβαλλόταν σε θεραπεία ηλεκτροσόκ, κάτι που συνηθιζόταν την εποχή εκείνη. Μετά την αποφυλάκισή της το 1950, αγωνίστηκε και κατάφερε να απαλλαγεί από την κηδεμονία της μητέρας της, ενώ επιχείρησε να επιστρέψει σαν ηθοποιός. Διαγνώστηκε με καρκίνο του οισοφάγου λόγω του υπερβολικού καπνίσματος και πέθανε το 1970 σε ηλικία 56 ετών.

Η τραγική ζωή της και η καριέρα της έχουν αποτελέσει πηγή έμπνευσης για διάφορα βιβλία, ταινίες και θεατρικά έργα, με πιο γνωστή από όλες τη βιογραφική ταινία “Frances” του 1982,  με πρωταγωνίστρια την Jessica Lange. Άλλα τραγούδια που γράφτηκαν για την αντισυμβατική ηθοποιό ήταν τα “the Medal Song” των Culture Club, “Frances” των Motorpsycho, “Rats!Rats!Rats!” των Deftones, και αυτό με τον πιο εμφατικό τίτλο, το “Frances Farmer Will Have Her Revenge on Seattle” των Nirvana.

Η ραγισμένη μούσα του Cobain έμεινε για πάντα στις συνειδήσεις σαν μια πανέμορφη και ταλαντούχα αντιστάρ που τόλμησε να σταθεί στην απέναντι όχθη.  

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1314 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.