Ο χρόνος πήρε, μεταξύ άλλων εμβληματικών μορφών, και τον φαινομενικά αθάνατο θρυλικό μπασίστα των UFO, Pete Way, που υπέκυψε τελικά στα σοβαρά τραύματα ενός ατυχήματος, στις 14 Αυγούστου 2020. Οι περισσότεροι γνωρίζουν καλά τη διαδρομή και τη συνεισφορά του στους μεγάλους UFO, αλλά σαν φόρο τιμής θα επιχειρήσουμε να ρίξουμε περισσότερο φως στην περίοδο που πορεύτηκε μόνος του, σχηματίζοντας το προσωπικό του γκρουπ, τους Waysted.
Τον Φεβρουάριο του 1982, οι UFO κυκλοφορούν το άλμπουμ “Mechanix”, δέκατο στη σειρά για το γκρουπ, που συνοδεύτηκε στην προώθηση από το ανόητο σλόγκαν “θα σφίξει τα καρύδια σας”… Μόλις ολοκληρώνεται η αντίστοιχη περιοδεία στις ΗΠΑ με τον Ozzy Osbourne, ο μπασίστας Pete Way αποχωρεί μετά από 13 χρόνια από τη μπάντα, φανερά δυσαρεστημένος από τη μουσική εξέλιξη, εξαντλημένος από τις συνεχείς περιοδείες και τις καταχρήσεις. Βρισκόμαστε στο 1983, και ο Fast Eddie Clark που έχει αποχωρήσει και αυτός από τους Motorhead, αποφασίζει να ενώσει τις δυνάμεις του με τον Way, σε ένα φρέσκο σχήμα με το όνομα “Fastway”. Πριν όμως καν αρχίσουν να δουλεύουν μαζί, ο Way ανακαλύπτει πως δεν μπορεί να αποδεσμευτεί από το συμβόλαιο με την Chrysalis Records. Ταυτόχρονα, δέχεται μια δελεαστική πρόταση να παίξει με τον Ozzy Osbourne, έτσι αποτελεί πρόωρα παρελθόν από τους Fastway.
Μόλις ολοκληρώνει τις υποχρεώσεις του, ως μπασίστας του Ozzy στις ζωντανές εμφανίσεις της περιοδείας του “Speak Of The Devil” στην Αγγλία, αποφασίζει να ξεκινήσει μια νέα απόπειρα, διαλέγοντας το έξυπνο και απόλυτα ειλικρινές όνομα “Waysted”. Ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει τιμώντας την παροιμιώδη δήλωση του “madman” πως αποτελούσε πολύ κακή επιρροή για τον ίδιο… Ο Way επανδρώνει το σχήμα με τον πρώην ντράμερ του αρχικού EP των Def Leppard, Frank Noon, τον κιθαρίστα Ronnie Kayfield, τον εμβληματικό Σκωτσέζο frontman “Fin Muir”/ Ian More στο μικρόφωνο ( πρώην Flying Squad), ενώ καταφέρνει να “κλέψει” στα πλήκτρα από τους UFO τον Paul Raymond.
Την ίδια περίοδο που αρχίζει οριστικά πρόβες με το γκρουπ, κάνει και την παραγωγή για το πρώτο άλμπουμ των Twisted Sister. Από τον Μάιο ως τον Ιούνιο του 1983 η παραπάνω σύνθεση ηχογραφεί το ντεμπούτο της που κυκλοφορεί με τον τίτλο “Vices” τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, φυσικά από την Chrysalis που είχε δεσμευμένο τον Way, με παραγωγή από τον Mick Glossop. Το εξώφυλλο θα μπορούσε πολύ εύκολα να είναι αφίσα από ταινία τρόμου της Hammer, ενώ το παράταιρο ντύσιμο του γκρουπ στη φωτογραφία του οπισθόφυλλου υπερτόνιζε αυτή την αυτοσαρκαστική υπερβολή των ευγενών-βαρβάρων που έμοιαζαν να απολαμβάνουν. Η μουσική τους ήταν συμπαγές heavy rock χωρίς πολλά στολίδια, που βασιζόταν σημαντικά στον ρυθμό και το γενικότερο attitude, με κάποιες προσαρμοσμένες δόσεις glam rock. Υπήρχαν και πιο μελωδικές διέξοδοι σαν το “Right From The Start”, και κάποιες πιο εκκεντρικές απόπειρες σαν το “Women In Chains”, ενώ ο επίλογος άνηκε στην απόδοση του κλασικού “Somebody To Love” των Jefferson Airplane.
Οι Waysted περιόδευσαν για να προωθήσουν το “Vices” με τον Ozzy και τους Motely Crue μπροστά σε ένα συνήθως αδιάφορο κοινό στις ΗΠΑ. Αυτό δεν τους εμπόδισε καθόλου να επιδοθούν σε απίστευτες κραιπάλες με αποτέλεσμα κάποιοι να καταρρεύσουν και άλλοι να απολυθούν. Μέχρι το 1984, εκτός από τον Fin όλοι οι υπόλοιποι είχαν απομακρυνθεί.
Οι ενισχύσεις για τη συνέχεια ήρθαν από το αναμενόμενο στρατόπεδο των UFO, με τον κιθαρίστα Paul Chapman και τον ντράμερ Andy Parker να συγκροτούν ένα σύνολο όπου τα 3/5 αποτελείται από πρώην μέλη τους. Δεύτερος κιθαρίστας παρέμεινε περιστασιακά ο Neil Shepard, που μετά προσχώρησε στους Tygers of Pan Tang. Η σύνθεση αυτή ηχογραφεί το EP “Waysted”, που κυκλοφορεί το 1984 σε παραγωγή του Leo Lyons. Όπως είναι αναμενόμενο, στα περίπου 25 λεπτά της διάρκειάς του, υπάρχει μεγαλύτερη ομοιογένεια στη συνολική κατεύθυνση συγκριτικά με το “Vices”, με το πιο άμεσο δόλωμα να είναι το “The Price You Pay”, και πιο ενδιαφέρουσα σύνθεση το επικό hard οχτάλεπτο “Cinderella Boys”. Επιστρέφουν στο δρόμο για τη θρυλική περιοδεία του “Holy Diver” με τους DIO, επαναλαμβάνοντας μια κατάδυση στον πάτο με αλκοόλ και ναρκωτικά που διαλύει για μια φορά ακόμα τα πάντα. Μοναδικός νέος επιζών ο Chapman.
Με τη μορφή τρίο πια, οι Way, Fin και Chapman συνθέτουν και ηχογραφούν την Τρίτη δουλειά του γκρουπ, που κυκλοφορεί το 1985 με τον τίτλο “The Good The Bad The Waysted”. Κάποια στιγμή ο ντράμερ Philthy Animal Taylor περνά για λίγο από τη θέση του ντράμερ, την οποία καλύπτει τελικά για τις ανάγκες του άλμπουμ ο πρώην ντράμερ των Fastway, Jerry Shirley ( και Humble Pie, Magnet, Natural Gas), ενώ πλήκτρα προσθέτει ο Jimmy DiLella, που αργότερα συνεργάστηκε και με τη Doro. Η συμμορία του “Good Chapman”, του “Bad Fin” και φυσικά του “Waysted Way”, παραμένει στη βάση της στο προκλητικό, αλήτικο, βρώμικο heavy rock, αλλά εμφανίζεται να ρίχνει και λίγο νερό στο κρασί της στο ραδιοφωνικό “Heaven Tonight”, που σχεδόν μεταμορφώνει τον Fin, που συνήθως ακούγεται ανάμεσα στον Mogg και τον Scott, σε Rod Stewart, στο πολύ σοβαρό και εξαιρετικό μουσικά για τη φλέβα τους “Manuel”, και στη δεύτερη λιγότερο μελωδική παγίδα του άλμπουμ, το χαρακτηριστικό “ Land That’s Lost The Love”. Τέλος υπάρχει και μια διασκευή στο κλασικό “Around And Around” του Chuck Berry, σε ένα συνολικά πλούσιο άλμπουμ.
Έρχεται η σειρά του Fin Muir να αποχωρήσει, που δεν του άρεσε πια η εξέλιξη του ήχου τους, και δοκίμασε να κάνει ένα project μα τον κιθαρίστα Laurence Archer. Στο μεταξύ, ο νεαρός αμερικανός τραγουδιστής Danny Vaughn, αμέσως μετά το σχολείο, έκανε κάποιες εμφανίσεις με τοπικές μπάντες και κάποια στιγμή έλαβε ένα μήνυμα πως τον έψαχνε ο Paul Chapman. Εκείνο τον καιρό δούλευε σε μια τηλεφωνική εταιρεία. Όταν τελικά ο Vaughn τηλεφώνησε, δέχτηκε μια πρόσκληση για ακρόαση στη Florida, αρχικά για ένα νέο project του Paul με το τίτλο DOA. Με ένα demo που προέκυψε, ο Chapman έψαχνε στη Αγγλία για εταιρεία μέχρι τη στιγμή ο Way τον κάλεσε στους Waysted.
Μετά τη φυγή του Muir, οι δυο συμπαίκτες ζήτησαν άμεσα από τον νεαρό Vaughn να μάθει μια λίστα τραγουδιών των Waysted και των UFO, μόλις λίγες μέρες πριν από μια μεγάλη συναυλία στο στάδιο ποδοσφαίρου Ramat Gan, στο Tel Aviv. Ήταν ένα παράξενο φεστιβάλ με 15.000 θεατές και τα υπόλοιπα ονόματα να είναι ο Al Dimeola, ο Billy Cobham και οι Climax Blues Band, όχι ακριβώς και η πιο ομοιογενής σύνθεση. Οι πρώιμες αναμνήσεις του νεαρού Danny περιλαμβάνουν μια στολή στη σκηνή που θα έκανε ακόμα και τον Freddie Mercury να ντραπεί, και εκτοξεύσεις καρπουζιών από το ξενοδοχείο, γεγονός που προκάλεσε την παρέμβαση της μυστικής υπηρεσίας Μοσάντ. Άλλη μια πιστή στην παράδοση του γκρουπ κατάσταση…
Η εντυπωσιακή όμως εμφάνιση του Vaughn έφερε τη φωτογραφία του στην πρώτη σελίδα όλων των μέσων της χώρας. Η επόμενη πρόκληση που είχαν να αντιμετωπίσουν ήταν η εύρεση συμβολαίου με δισκογραφική εταιρεία. Η EMI που είχε δείξει ενδιαφέρον, απαιτούσε αλλαγή τραγουδιστή, έτσι ο Vaughn αναγκάστηκε να βρεθεί στο Abbey Road και να τραγουδήσει σε ένα μικρό δωμάτιο τρία τραγούδια του προηγούμενου άλμπουμ, μεταξύ των οποίων και το “Heaven Tonight”, για να πεισθούν για την αξία του. Η συμφωνία επισφραγίστηκε.
Φυσικά, η σύνθεση της μπάντας άλλαξε για ακόμα μια φορά, με τον John Dee να κάθεται στα τύμπανα, προτεινόμενος από τον DiLella. Το άλμπουμ “Save Your Prayers” ολοκληρώνεται και κυκλοφορεί το 1986. Ο Vaughn με πολύ μεγάλη δυσαρέσκεια διαπίστωσε πως όλα τα τραγούδια πιστώθηκαν αποκλειστικά στους Way και Chapman, έστω και αν είχε γράψει όλους τους στίχους, συνεισφέροντας και στις φωνητικές μελωδίες. Το άλμπουμ συνολικά ήταν ένα σπουδαίο δείγμα μελωδικού hard rock, που έμοιαζε να οικειοποιείται θαυμάσια, κολλητικά ριφ που βρίσκονταν ανάμεσα στους UFO και τους AC DC με μια σπουδαία μελωδική φλέβα που παρέπεμπε στους Journey και τους Survivor. Σημαντικός παράγοντας για το τελευταίο ήταν η φωνή του Vaughn, και η εκπληκτική του παρουσία σε όλο το άλμπουμ. Μαζί με το νέο υλικό, υπήρχε και μια νέα εκτέλεση του “Heaven Tonight”.
Τα προβλήματα έμοιαζε να μην τελειώνουν ποτέ, όταν ο Chapman διαφώνησε σοβαρά με τον Way για τον μάνατζερ και τελικά αποχώρησε. Ο Vaughn πήρε πρωτοβουλία να βρεθεί μια ικανή λύση και πρότεινε τον Reb Beach, που μόλις είχε αρχίσει τη διαδρομή τους στους Winger, αλλά ο Way λανθασμένα δεν τον εμπιστεύτηκε. Αντίθετα, επέλεξε τον άπειρο, σχεδόν έφηβο Eric Gamans, μια επιλογή που ξεκίνησε με έξι απόλυτα καταστροφικές εμφανίσεις. Το άλμπουμ πήγε καλύτερα εμπορικά από τα προηγούμενα, και είχαν τις ευκαιρίες τους περιοδεύοντας με τους Status Quo στην Ευρώπη, και τους Iron Maiden στις ΗΠΑ (με δεδομένη την μεγάλη αδυναμία του Harris στον Way), αλλά η παρουσία ενός έμπειρου κιθαρίστα ήταν αναγκαία, και ο Eric δεν ήταν ποτέ επαρκής. Όταν η περιοδεία τελείωσε, ο καθένας τράβηξε το δρόμο του. Ήταν 1987 και η πρώτη περίοδος των Waysted ολοκληρώθηκε.
Ο Way ανταποκρίθηκε στις γέφυρες που έριξε ο Mogg, αρχικά επιφυλακτικά την περίοδο 1988-89, επιστρέφοντας κανονικά το 1991 και μέχρι το 2008, που αποχώρησε ξανά λόγω προβλημάτων υγείας, ηχογράφησε άλλα έξι άλμπουμ μαζί τους. Μάλιστα, το “Walk On Water” του 1995 περιλάμβανε το κλασικό line up των Mogg, Way, Schenker, Raymond και Parker.
Στο μεταξύ, δυο κυκλοφορίες κράτησαν ελαφρά στην επικαιρότητα το όνομα των Waysted, το “You Won’t Get Out Alive”, μια ζωντανή ηχογράφηση του 1984 που κυκλοφόρησε το 1999, και τα sessions του “Save Your Prayers” που κυκλοφόρησαν με τον τίτλο “Wilderness Of Mirrors” το 2000. Ο Way αποφασίζει να επανασυνδέσει το γκρουπ, καλώντας τον Fin Muir και τον Chapman να σχηματίσουν τον ίδιο πυρήνα. Η διαδικασία σύνθεσης έφερε μεγάλες προστριβές με τον Chapman, που κατηγορήθηκε από την πλευρά των Way/Fin για καθυστέρηση, ασυνέπεια και απουσία ποιότητας στο υλικό που έστειλε. Τελικά στο άλμπουμ που άνοιξε την δεύτερη περίοδο του γκρουπ έπαιξε ο νεαρός κιθαρίστας Chris George, ενώ την αλλαγμένη για άλλη μια φορά σύνθεση συμπλήρωσαν ο μπασίστας Scott Phillips και ο ντράμερ Paul Haslin. Βέβαια, συχνά η νοσταλγία είναι κακός σύμβουλος, και το υλικό του “Back From The Dead”, που τελικά κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2004 από την Majestic Rock Records, ήταν εμφανώς άνισο και απογοητευτικό για τους φίλους του γκρουπ και του Way.
Κατά έναν περίεργο τρόπο, η σύνθεση αυτή τελικά επιστρέφει η ίδια στο στούντιο, καθώς το πείραμα με τον Robin George (!) κιθαρίστα στις ζωντανές εμφανίσεις απέτυχε. Τον Οκτώβριο του 2007 το άλμπουμ “The Harsh Reality”, που κυκλοφορεί από τη Fargo Records, βρίσκει τη μπάντα ξανά με τον Chris George στις κιθάρες. Αυτή τη φορά το γκρουπ πραγματοποιεί μια αξιόπιστη επιστροφή σε δεδομένα που τους καθιέρωσαν στις συνειδήσεις του αντίστοιχου κοινού, ανασκευάζοντας τις εντυπώσεις του προηγούμενου άλμπουμ. Πολλοί ενθουσιάστηκαν τόσο που το σύγκριναν ακόμα και με το “The Good, The Bad, The Waysted”. Ανάμεσα σε συνθέσεις του δικού τους χαρακτηριστικού ήχου, υπήρχαν και ευχάριστες εκπλήξεις σαν το ιδιαίτερο “Song For Steve”, το απολογητικό “Can’t Live Without Some Pain”, και η διασκευή στο “Handbags And Gladrags” του Mike d’ Abo, τραγουδιστή των Manfred Mann. Το τραγούδι είχε γίνει ιδιαίτερα γνωστό στην απόδοση του Rod Stewart το 1970. Παρά τη μικρή συνολική συνεισφορά του Way στη σύνθεση, που αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα υγείας, το άλμπουμ έγινε συνολικά αποδεκτό με μεγάλη ικανοποίηση από το κοινό τους.
Το “The Harsh Reality” ουσιαστικά έκλεισε δισκογραφικά τον κύκλο της μπάντας με τη σημαία ψηλά. Το 2008 κυκλοφόρησε και ένα CD Box με τον τίτλο “Totally Wasted”, ουσιαστικά μια συλλογή που περιλάμβανε τόσο το live του 1984, όσο και τα sessions του “Save Your Prayers”. O Way παράλληλα κυκλοφόρησε δυο άλμπουμ με τον Mogg, ένα με τον Schenker, καθώς και δυο προσωπικές δουλειές, ενώ είχε αρκετές συνεργασίες.
“Ο πιο επικίνδυνος άνθρωπος στον κόσμο του rock”, δεν ήταν σίγουρα και ο πιο εύκολος χαρακτήρας. Πέντε διαλυμένοι γάμοι, δυο νεκροί σύζυγοι θύματα του τρόπου ζωής του, οικονομικές καταστροφές εκατομμυρίων λιρών, αμέτρητες λανθασμένες αποφάσεις, δυο κόρες που γνώρισε ελάχιστα, εγγόνια που δεν συνάντησε ποτέ, τρεις καρδιακές προσβολές και καρκίνος του προστάτη… Το απροσδόκητο τέλος ενός ανθρώπου που σκόρπισε τον τρόμο στα μεγαλύτερα ρεμάλια του χώρου με τις καταχρήσεις του, από τις επιπτώσεις των τραυμάτων ενός ατυχήματος, ανέδειξε για άλλη μια φορά την περίεργη όψη της μοίρας.
Μάλλον θα κρατήσω εκείνη την χαρακτηριστική περιγραφή του Joe Elliot για να τον θυμάμαι: “ αν ρίξεις τον Keith Richards και τον Ronnie Wood σε ένα δοχείο και τους αναμίξεις, θα πάρεις τον Pete Way”…