Ο Anthony Michael Clarkin ήρθε στη ζωή κάπου στο Shard End του καπνισμένου, βιομηχανικού, σκοτεινού Birmingham, στις 24 Νοεμβρίου του 1946. Από τα δέκα του χρόνια είχε τα πρώτα ισχυρά ερεθίσματα από τον κόσμο του rock & roll, με τις πρώτες του επιδράσεις να αποδίδονται από τον ίδιο στον Elvis Presley, αλλά και στον Buddy Holly, με τον δεύτερο να του φυτεύει τη φιλοδοξία να μάθει να παίζει κιθάρα. Κοντά σε αυτούς ήρθε και ο Eddie Cochran να δυναμώσει την πεποίθηση της επικοινωνίας με αυτό τον ήχο.
Όταν ακόμα ήταν μαθητής στο σχολείο, έφτιαξε μόνος του μια χειροποίητη κιθάρα, αφού δεν είχε τα χρήματα να αγοράσει μια, και έπαιζε περιστασιακά με τους σχολικούς του φίλους. Κάποια στιγμή εγκατέλειψε το σχολείο για να εκπαιδευτεί σαν κομμωτής γυναικών, όμως αυτό κράτησε μόλις για τρία χρόνια. Τα παράτησε, έχοντας πάρει την απόφαση να ασχοληθεί σοβαρά με τη μουσική. Σχημάτισε την πρώτη του μπάντα, τους “The Boulevards” με τους πρώην συμμαθητές του. Με αυτούς έκανε και την πρώτη του δημόσια εμφάνιση, σε ένα μικρό κοινοτικό μέγαρο του Sharp End, μόλις μπροστά σε περίπου δέκα θεατές αλλά με μεγάλο φόβο και άγχος.
Το 1972 δημιούργησε με τον τραγουδιστή Bob Catley ένα συγκρότημα για να παίζει στο πολύ γνωστό νυχτερινό club “Rum Runner” της πόλης (αργότερα η αφετηρία και το “σπίτι” των Duran Duran), το οποίο άμεσα κατέληξε στους Magnum. Η αρχική σύνθεση περιλάμβανε τον ντράμερ Kex Gorin και τον μπασίστα Bob Doyle. Ο Clarkin υπήρξε από την πρώτη στιγμή ο κυρίαρχος συνθέτης και στιχουργός του γκρουπ, κάτι που παρέμεινε στη διάρκεια όλης της διαδρομής του. Αρχίζοντας να διαμορφώνουν το προσωπικό του ύφος, μέσα πια από τη δική τους μουσική, δημιουργούν έναν πολύ ενδιαφέροντα, λυρικό συνδυασμό από art, progressive rock, hard rock αλλά και pop. Παίζουν πια στο Railway Inn της Curzon Street, όταν τους γίνεται μια πρόταση από τον Kim Holmes να δουλέψουν στην κατασκευή ενός στούντιο. Ο Clarkin ζήτησε από τον Holmes να πληρωθούν με χρόνο στο στούντιο για τη δουλειά τους, έτσι προέκυψαν τα “Nest sessions” και μπόρεσαν να ηχογραφήσουν demo υλικό που τους οδήγησε στο συμβόλαιο με τον David Arden της Jet Records.
Τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα για τους Magnum, που δεν έχαναν ευκαιρίες να περιοδεύουν μαζί με άλλες μπάντες, όπως έκαναν με τους Judas Priest το 1977, για την προώθηση του “Sin After Sin”. Το ντεμπούτο τους, “Kingdom of Madness” κυκλοφορεί το 1978, και την ίδια χρονιά ανοίγουν για τους Whitesnake στη βρετανική τους περιοδεία. Το 1980 η σημαντική προσθήκη του Mark Stanway στα κήμπορντς φέρνει μεγαλύτερη σταθερότητα στη σύνθεση, αλλά ουσιαστικά μέχρι το “Chase the Dragon” του `1982, η αναγνώριση της μπάντας είναι ελάχιστη. Οριακή στιγμή στην καριέρα τους αποτέλεσε η συγκυρία πριν την ηχογράφηση του “On a Storyteller’s Night”, που αποτελεί και το αγαπημένο άλμπουμ του Clarkin. Το γκρουπ ήταν εντελώς απένταρο και βγήκε σε περιοδεία για να μπορέσουν να φέρουν χρήματα να πληρώσουν για την ηχογράφηση του άλμπουμ. Μόλις είχαν τα χρήματα, έκλεισαν με μια μικρή δισκογραφική εταιρεία στο Wolverhampton και αυτή ανέλαβε το άλμπουμ. Λίγες εβδομάδες μετά την κυκλοφορία του, η δισκογραφική εταιρεία τηλεφώνησε στον Clarkin και του είπε πως ο δίσκος ήταν μέσα στο Top 20 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η μικρή εταιρεία δούλεψε πολύ σκληρά για να γίνει πετυχημένο το άλμπουμ, και στο τέλος, με την πώληση 100.000 αντίτυπων), οι Magnum παρέλαβαν έναν χρυσό δίσκο.
Η μεγαλύτερη επιτυχία και αναγνώριση ήρθε με το άλμπουμ “Wings of Heaven” του 1988. Όσο όμως μεγαλύτεροι γίνονταν οι Magnum, τόσο περισσότερες ήταν και οι πιθανές επικρίσεις στη μουσική τους εξέλιξη, που συχνά αναφέρονταν σε μια εμφανώς πιο pop κατεύθυνση. Ήταν μια από τις λίγες φορές που ο Clarkin, επηρεασμένος από τις αυστηρές εκτιμήσεις κοινού και κριτικών, αλλά και από ένα διαρκώς αυξανόμενο δημιουργικό χάσμα με τον Stanway, ένιωσε εγκλωβισμένος. Τον Σεπτέμβριο του 1995 αποφάσισε να αποσυρθεί, σοκάροντας τα υπόλοιπα μέλη που μάταια προσπάθησαν να τον αποτρέψουν. Το μόνο που κατάφεραν ήταν να τον πείσουν για μια αποχαιρετιστήρια περιοδεία στο Ηνωμένο Βασίλειο, η οποία αποτυπώθηκε στο live άλμπουμ “Stronghold”. Στις 17 Δεκεμβρίου 1995, οι Magnum διαλύονται, και κάθε σύντομη σκέψη να συνεχίσουν με άλλον κιθαρίστα ήταν εντελώς άστοχη, καθώς ο Clarkin έγραφε μόνιμα όλο το υλικό τους.
Ο Clarkin συνέχισε να δουλεύει μαζί με τον Catley με τον παραδοσιακό τρόπο που είχαν καθιερώσει μεταξύ τους εδώ και τόσα χρόνια, πάνω στις αρχικές συνθέσεις του κιθαρίστα. Για να αποφύγουν πιέσεις εταιριών, ονόμασαν το νέο project Hard Rain και κυκλοφόρησαν το ομότιτλο άλμπουμ το 1997. Σημαντικό μέρος του υλικού είχε ήδη γραφτεί πριν τη διάλυση των Magnum, και προοριζόταν για το επόμενο άλμπουμ τους, οπότε η υποδοχή του ήταν πολύ θετική. Οι δυο συνεργάτες στελέχωσαν με τους αδερφούς Barrow και τον Paul Hodson το σχήμα τους. Στις ζωντανές τους εμφανίσεις έπαιζαν φυσικά και τραγούδια των Magnum, ενώ το δεύτερο άλμπουμ “When the Good Times Come” του 1999 είχε απομακρυνθεί αρκετά από το γνώριμο ύφος και δίχασε.
Τον Μάρτιο του 2001, ο Catley δέχτηκε την πρόταση του Clarkin να ενωθούν ξανά οι Magnum, μετά από έντονη πίεση του μάνατζερ Derek Kempt που πίστευε πως άξιζαν μια δεύτερη ευκαιρία. Η διαίσθηση του Kempt αποδείχθηκε σωστή, οι προσφορές από τις δισκογραφικές εταιρείες ήταν πολλές και καλές, και η δεύτερη περίοδος των Magnum στεγάστηκε κάτω από την ομπρέλα της SPV Steamhammer. Μέσα από αλλαγές προσώπων αλλά και μια σταθερή ποιότητα σε αυτή την τόσο “αγγλική” μαγεία του γκρουπ, το δημιουργικό δίπολο των Clarkin/Catley μας πρόσφερε μοναδικά μουσικά εκτάρια από το δικό του ξεχωριστό χωράφι. Ήταν για όλους ένα μόνιμο μυστήριο, πώς κατάφερνε ο Clarkin να παραμένει τόσο δημιουργικός. Ο ίδιος επέμενε να λέει πως η απομονωτική αποστολή του καλλιτέχνη χωρούσε στην πραγματικότητα ερεθίσματα που μπορούσε να προέρχονται από παντού, από τα ταξίδια τους σε διάφορες χώρες, από τα βιβλία, από όσα συμβαίνουν σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Άλλωστε η ξεχωριστή ευαισθησία του Clarkin είναι δεδομένη, όπως άλλωστε και η μεγάλη αγάπη του για τα ζώα. Η ταπεινοφροσύνη του και η συνεσταλμένη φύση του, ακόμα και πάν στη σκηνή, σε κάνουν να δυσκολεύεσαι να πιστέψεις πως κάποτε ο ίδιος άνθρωπος συνελήφθη από την αστυνομία οδηγώντας ένα σπορ αμερικανικό αυτοκίνητο πάνω από το όριο ταχύτητας και πιωμένος, γεγονός που του προκάλεσε την αφαίρεση του διπλώματος.
Σε μια ερώτηση ενός δημοσιογράφου για τη χρονική διάρκεια των Magnum και τη δική του έμπνευση, ο Clarkin απάντησε αβίαστα “υποθέτω, μέχρι να πεθάνουμε”. Λίγες μόλις μέρες πριν την κυκλοφορία του 23ου στούντιο άλμπουμ τους, με τον τίτλο “Here Comes the Rain”, ο Tony Clarkin έχασε τη μάχη με την αιφνίδια ασθένεια που είχε προκαλέσει την ακύρωση της περιοδείας τους για το άλμπουμ, περιτριγυρισμένος από την οικογένειά του.
Ο καθένας θα τον κρατήσει στη μνήμη του με κάποια από τα τραγούδια του, αλλά κάποια αλλόκοτη διαίσθηση μου λέει πως θα προτιμούσε το “Back Street Kid”, εκείνο το παιδί που χάζευε στις βιτρίνες των μαγαζιών τις κιθάρες, και ήθελε να τις αποκτήσει.
“He had eyes of the poor, wild and hungry
Stood outside of the store, shy and clumsy.
Saw an electric guitar, he got hooked from the start
That’s what is did to the back street kid”.