
Δεν κυκλοφορούν συχνά album, αλλά όταν το κάνουν φροντίζουν εγγυημένα να προσφέρουν τα πιο υπεύθυνα διαπιστευτήρια στα απαιτητικά μονοπάτια του progressive metal. Έχοντας στο παλμαρέ τους το “Angular Perceptions” (2007) και το “Psykerion” (2013), δίνουν τέλος στη μακρόχρονη αναμονή των 12 ετών με το “Myst of Lyriad” να παίρνει τη σκυτάλη, διευρύνοντας εκ νέου τα όρια του είδους με πρωτότυπο υλικό κι ενδιαφέρουσες ιδέες.
Αν και το μεγαλύτερο μέρος του line up παραμένει σταθερό σε σχέση με την προηγούμενη δουλειά, με τους Jeff Plant στο μπάσο, Bill Jenkins (Enchant) στα keyboards και Mike Haid στα drums, η αξιοσημείωτη αλλαγή έρχεται στα φωνητικά με το ιδρυτικό μέλος Ted Leonard κι επί σειρά ετών τραγουδιστή των Enchant να παίρνει την άγουσα. Ο βασικός πάντως δημιουργός και ηγέτης της μπάντας Michael Harris (κιθάρα, πλήκτρα, φωνητικά), γνωστός στην “πιάτσα” από τα 35 και πλέον έτη καριέρας τόσο με τους “Darkology”, όσο και με το δικό του ομώνυμο συγκρότημα (πέραν των πολλών συνεργασιών), κάλυψε το κενό με τον καλύτερο και πιο απροσδόκητο τρόπο. Τρεις καταξιωμένες φωνές στο χώρο αναλαμβάνουν τα ηνία και μοιράζονται ρόλους, ο Travis Wills (Crimson Glory), ο Devon Graves (Psychotic Waltz) και ο John Jaycee Cuijpers (Trans-Siberian Orchestra). Κι αν αυτό μπορεί να φαίνεται παράγοντας διατάραξης του συμπαγούς κι ενιαίου χαρακτήρα του album, ο Harris με το αριστουργηματικό συνθετικό υπόστρωμα που δημιουργεί δεν αφήνει περιθώρια για δεύτερες σκέψεις.
Με “φημισμένο” παρελθόν στη σύνθεση ειδικά instrumental album, δείχνει τις διαθέσεις του από το πρώτο κιόλας ομώνυμο κομμάτι (“Myst of Lyriad”), καταφέρνοντας να συγκεράσει ένα άρτιο μουσικά σύνολο με μια άκρως εκφραστική ερμηνεία από τον Wiils, που ολοκληρώνεται χωρίς να γίνει αντιληπτή η σχετικά μεγάλη του διάρκεια (09:56). Εξαιρετικά solo πότε ακουστικής πότε ηλεκτρικής κιθάρας με riff να ξεμυτίζουν, το μπάσο να κλέβει βιρτουόζικα την παράσταση και τα keyboards πότε ατμοσφαιρικά και πότε επιβλητικά, συμπληρώνουν έναν “πολύχρωμο πίνακα”. Είναι πάντα στοίχημα σε ανάλογα εγχειρήματα η ισορροπία ανάμεσα στην τεχνική επάρκεια από τη μια, που στην προκειμένη περίπτωση είναι υψηλού επιπέδου και το συναισθηματικό απόθεμα από την άλλη, για να δοθεί πνοή και νόημα σε μια καλλιτεχνική δημιουργία. Με τα δύο πιο “συμβατικά” κομμάτια που ακολουθούν (“Identity Theft” και “New Dawn Sun Ride”), η πρώτη εντύπωση περί πετυχημένης σύζευξης παγιώνεται θριαμβευτικά. Πιο δυναμικό και ηγεμονικό το πρώτο, με πιο φιλικές στον ακροατή γραμμές, χωρίς να χαθεί η ευκαιρία να διανθιστεί με ιδιαίτερους ήχους ακουστικής κιθάρας και πλήκτρων, πιο ρυθμικό και “παιχνιδιάρικο” το δεύτερο, συνεχίζει ακάθεκτο να ταξιδεύει σε οικείους progressive τόπους με τα τύμπανα να βγάζουν πρόσθετη ένταση και πυγμή. Με το “Rainless” ολοκληρώνεται με τον καλύτερο τρόπο η παρουσία του Wills στο album, με μια ασύλληπτη σύνθεση που αποκαλύπτει κάθε πτυχή ταλέντου της μπάντας, ένα αδιάλειπτο κρεσέντο ορχηστρικών εκτελέσεων που εναλλάσσουν διαθέσεις και σε κρατάνε με κομμένη την ανάσα, διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον σε κάτι παραπάνω από 10 λεπτά που εκτυλίσσεται.
Με εκρηκτικά τύμπανα ξεκινά το “Here Upon this Earth”, με τη τραχιά υφή του Cuijpers να ηγείται φωνητικά, πιο στιβαρό και οργισμένο, ξαποσταίνει με το γνώριμο δίδυμο solo ακουστικής και ηλεκτρικής κιθάρας που αναδύει ήπια μελαγχολία, δίνοντας έμφαση στο θυμό του επιλόγου. Το “Shine Again” με τον Harris επικεφαλής στα φωνητικά ανανεώνει με συνέπεια την μέχρι τώρα πετυχημένη συνταγή, ενώ το “Digitized” ξεφεύγει ελαφρώς από την “πεπατημένη”, καθώς η εμβληματική παρουσία του Devon Graves το προσαρμόζει στην δική του Psychotic Waltz ταυτότητα, με χαρακτηριστική θεατρικότητα και άκρατο πειραματισμό. Η παροιμιώδης έφεση του Harris στις instrumental ενορχηστρώσεις αποδεικνύεται για άλλη μια φορά με το “A Qwinkle in Time”, ένα πεδίο στο οποίο χρόνια τώρα κολλάει βαριά “ένσημα”, απόλυτα αντιπροσωπευτικό της ιδιοσυγκρασίας του. Οι υπόλοιποι συνδαιτυμόνες βέβαια, θα αδράξουν πρόθυμα την ευκαιρία να απλώσουν ένα πολυποίκιλο “μωσαϊκό” ηχητικών αποχρώσεων σε φρενήρεις ρυθμούς και groovy διαθέσεις. Η μπαλάντα “Nyctophobia” επιπλέει ασάλευτη αψηφώντας το διαμορφωθέν κυρίαρχο κλίμα, κομμένη και ραμμένη στα αδιανόητα μέτρα του Devon, που με τις βελούδινες υφές του ρίχνει κατακόρυφα τους τόνους, κατευνάζει και ταξιδεύει σε υπερβατικούς κόσμους. Για το τέλος, εν είδει αποχαιρετισμού, το instrumental “Leaving Lyriad” πατάει πάνω στην κυρίαρχη μελωδική γραμμή του εναρκτήριου κομματιού, συνοψίζοντας αξιοπρεπώς σε 2 περίπου λεπτά ότι προηγήθηκε.
Άλλοτε συναισθηματικό, άλλοτε αιχμηρό κι επιβλητικό, το “ Myst of Lyriad”, υποτάσσει με την απαράμιλλη τεχνική του αρτιότητα και το πολύμορφο ελκυστικό του περιεχόμενο. Ο Michael Harris συνοδεία εξαιρετικών μουσικών κι επιφανών καλεσμένων σε άψογο συντονισμό, επιμελείται μιας ακόμη ξεχωριστής progressive metal εμπειρίας, επικυρώνοντας ένα από τα καλύτερα δείγμα του είδους τη φετινή χρονιά.
Είδος: Progressive metal
Δισκογραφική Εταιρεία: Lion Music
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 22 Αυγούστου 2025