Από την περίοδο της κυκλοφορίας του “Renegade” και τη χλωμή εμπορική του υποδοχή, η ανησυχία για το μέλλον των Thin Lizzy ήταν έκδηλη. Ο τύπος διχάστηκε και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που το χαρακτήρισαν ρηχό και επίπεδο -μάλλον άδικα- και πιθανά το χειρότερο άλμπουμ τους, κάτι που δεν έβρισκε σύμφωνο τον παραγωγό Chris Tsangarides, θεωρώντας το μπροστά από την εποχή του και γενναία πολυσχιδές σαν έργο.
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα που απειλούσε το μέλλον τους ήταν η κορύφωση της εξάρτησης του Phil Lynott και του Scott Gorham από τα ναρκωτικά. Η περιοδεία που ακολούθησε την κυκλοφορία του δίσκου έγινε με πολλά εμπόδια, με επιστρατεύσεις session μουσικών αλλά και αρκετές ακυρώσεις εμφανίσεων. Ο Snowy White, ο οποίος είχε δεχτεί αρκετά από τα πυρά στις σκληρές κριτικές του δίσκου αποτέλεσε παρελθόν τον Αύγουστο του 1982.
Ο Lynott δεν είχε πει όμως ακόμα τον τελευταίο λόγο του. Με την σόλο καριέρα του να βρίσκεται σε εξέλιξη και παρά το εμφανές γεγονός πως τα πάντα κρέμονταν από μια κλωστή, φρόντισε άμεσα να συμπληρώσει την τελευταία σύνθεση της μπάντας. Με τον κιθαρίστα Scott Gohram και τον ντράμερ Brian Downey σταθερά δίπλα του, επιστράτευσε πρώτα το νεαρό κιθαρίστα John Sykes, ο οποίος είχε μόλις ολοκληρώσει τη διαδρομή του με τους Tygers of Pan Tang. Ο πολύ ταλαντούχος Darren Leigh Wharton συμπλήρωσε την ομάδα, ένας εξαιρετικός κημπορντίστας που είχε σπουδαίες φωνητικές δυνατότητες, κάτι που αποδεικνύει έμπρακτα από το 1985 ως σήμερα, με την προσωπική του μπάντα, τους melodic rockers Dare. Το κύριο μέρος των συνθέσεων είχε γραφτεί πριν την έλευση του Sykes, ο οποίος έγραψε μόνο το πολύ πετυχημένο single “Cold Sweat” με τον Lynott. Αντίθετα, ο Wharton είχε σημαντική συνεισφορά στο περισσότερο υλικό, και ιδιαίτερα στο τελευταίο single του δίσκου, το σκοτεινό “The Sun Goes Down”.
Ο Lynott αποφάσισε να εμπιστευτεί ξανά τον παραγωγό Chris Tsangarides, και μέσα στο 1982, το σχήμα πέρασε από τρία διαφορετικά στούντιο, αρχικά το Lombard Sound στο Δουβλίνο και έπειτα από τα Power Plant και Boathouse Studios στο Λονδίνο. Η επιλογή της κατεύθυνσης του δίσκου είναι άλλη μια απόδειξη της αβίαστης ανάγκης του Lynott να εξελίσσεται αλλά και της μεγάλης διορατικότητας που είχε σαν μουσικός. Οι Thin Lizzy διένυσαν ένα μακρύ δρόμο από την ίδρυσή τους, με μια πληθώρα ήχων, ιδιωμάτων και επιδράσεων, από το folk rock και το blues rock στο hard rock και τις σημαντικές κέλτικες επιδράσεις. Αυτή τη φορά ο Lynott ανάμεσα στη Σκύλα των προσωπικών του δαιμόνων, αλλά και τη Χάρυβδη των παγκόσμιων μουσικών εξελίξεων, αποφασίζει να βαρύνουν αισθητά τον ήχο τους, αλλά και να σκοτεινιάσουν εξίσου επιβλητικά το ύφος τους. Σημαντικό εφόδιο που ενσάρκωσε με επάρκεια αυτή τη φιλοδοξία ήταν το σπουδαίο παίξιμο του Sykes. Η ορμή, η φρεσκάδα και η δύναμη που έφερε ήταν το ιδανικό επίχρισμα για το όραμα του βετεράνου αρχηγού, που δεν δίστασε να σπρώξει τη δημιουργικότητά του στο μέλλον μιας νέας μουσικής.
Αν κάποιος δεν αντιλήφθηκε την προειδοποίηση του επιβλητικού εξώφυλλου, οι Thin Lizzy ηχογράφησαν ένα αμιγώς heavy metal άλμπουμ το 1982. Μάλιστα, με το εναρκτήριο ομότιτλο καταιγιστικό τραγούδι αγγίζουν ακόμα και εντυπώσεις του speed, thrash metal. Η μετάλλαξη αυτή δεν σκότωσε όμως την ασύγκριτη γοητεία της μελωδίας που πάντα συνόδευε την εξέλιξή τους όλα τα χρόνια. Όμως ήταν ολοφάνερο πως ο Lynott ήταν ταραγμένος, οργισμένος, παθιασμένος με όλα τα προσωπικές μάχες που απλώνονται και σε ευρύτερες αναζητήσεις. Από το αυστηρά εσωτερικό “This is the One”, με τις νύξεις μιας άσχημης κατάστασης που αγγίζουν τα όρια μιας προσωπικής κόλασης, στα θεολογικά ζητήματα του “Holy War”, υπάρχει ένα μόνιμο προσωπικό δράμα που σκεπάζει τις ερμηνείες του και απελευθερώνει μια αυθεντική μάχη, μια οργή, μια ανάγκη για κάθαρση, η οποία δυστυχώς δεν θα έρθει τελικά. Η μυστηριώδης, σχεδόν νουάρ αισθητική του γαλήνιου “The Sun Goes Down” είναι μάλλον μια παράδοση άνευ όρων στους δαίμονες που επιστρέφουν στο τέλος της μέρας.
Το άμεσο, καθαρό metal του “Cold Sweat” με άλλη μια γερή δόση shredding από τον Sykes επισφράγισε με την άμεση δημοφιλία του την πρόθεση να πορευτούν σε έναν εκσυγχρονισμένο μουσικό δρόμο. Οι αποδόσεις κατά καιρούς από μπάντες όπως οι Megadeth, οι Sodom, οι Helloween και άλλους αποκαλύπτει την επίδραση που είχε το άλμπουμ στην ευρύτερη metal κοινότητα της εποχής. Αν και σε μικρές συγκυρίες ο Gorham μοιάζει να αφήνει επιπλέον χώρο στον Sykes, συνήθως διατηρείται η παράδοση των δίδυμων κιθάρων σε ένα ενισχυμένο συνολικά επίπεδο. Αυτό απογειώνει ηχητικά και περισσότερο pop στιγμές, όπως το ρομαντικό και επικλητικό “Baby Please Don’t Go”, ή το απολογητικό “Heart Attack, ακόμα και στο πιο χιουμοριστικό και χαλαρό στη διάθεση “Bad Habits”. Η ένταση που διατηρείται με συνέπεια δεν θα μπορούσε να υστερήσει στο “Someday She Is Going to Hit Back”, με τα σόλο του Sykes να συνοδεύουν τους στίχους του Lynott σε ένα τραγούδια για ενδοοικογενειακή βία, που ταιριάζει γάντι στη συνολική κορνίζα του δίσκου.
Το άλμπουμ κυκλοφόρησε στις 4 Μαρτίου 1983. Ακολούθησε μια περιοδεία, η οποία ήταν ουσιαστικά η αποχαιρετιστήρια των Thin Lizzy. Σε κάποιες χώρες μάλιστα, τα εισιτήρια έγραφαν πάνω “Farewell at Last!!”. Η τελευταία συναυλία τους έγινε στο “Monsters of Rock Festival” στις 4 Σεπτεμβρίου 1983, στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας. Αμέσως μετά το σχήμα χωρίστηκε. Ο Lynott αρκέστηκε σε μια σύντομη επιτυχία στα charts με τη συνεργασία του με τον Gary Moore στο “Out in the Fields” το 1985. Λίγο πριν φύγει πρόωρα τον Ιανουάριο του 1986, γνώρισε μια από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις της ζωής του, όταν οι Thin Lizzy δεν συμπεριλήφθηκαν στα συγκροτήματα του Live Aid, κάτι που δεν συγχώρησε ποτέ στον Bob Geldof και τον Midge Ure.
Η πρόωρη απώλεια του μεγάλου μουσικού διέκοψε άδοξα μια νέα σελίδα στην ιστορία των Thin Lizzy, που έδειχνε να προσαρμόζει τη μελωδική τους πλευρά στις προκλήσεις των νέων ήχων και εξελίξεων. Όλες εκείνες οι πρώτες υποσχέσεις του fast taping του Sykes, των ακραίων συνθετικών αποκλίσεων του Lynott, της μετατόπισης της παραγωγής σε φρέσκα πεδία, και των οργισμένων σκοτεινών θεμάτων στους στίχους, άφησαν δυστυχώς τόσα πολλά μόνο στη φαντασία.