1960 – Στη “μητρόπολη” του κόσμου, τη Νέα Υόρκη γεννιέται ο κιθαρίστας Steve Vai. Ο 3 φορές νικητής και 15 υποψήφιος των Grammys, γεννήθηκε από Ιταλούς μετανάστες και ήρθε σε επαφή με τη μουσική στην ηλικία των πέντε ετών. Σύμφωνα με τον ίδιο “στα 5 μου πατώντας τα πλήκτρα ενός πιάνου, κατάλαβα πως οι υψηλότερες νότες βρίσκονταν στη δεξιά πλευρά και οι χαμηλότερες στην αριστερή. Τότε συνειδητοποίησα πως δημιουργείται η μουσική και πως από θεωρητική άποψη”.
Το 1973 ο Vai μαθητεύει δίπλα στον επίσης κιθαρίστα Joe Satriani (πόσους έχεις διδάξει μέγιστε διδάσκαλε;) και το 1978 αποφασίζει να φοιτήσει στο πασίγνωστο Berklee College of Music στη Βοστόνη. Κατά τη διάρκεια της εκεί φοίτησής του ξεκίνησε να παίζει κιθάρα και στη μπάντα του Frank Zappa, στην οποία και παρέμεινε από το 1980 έως το 1983. Την περίοδο 1985-89 συμμετέχει στη μπάντα του David Lee Roth, από το 1989 μέχρι και το 1991 χαρίζει τις κιθαριστικές του αρετές στους Whitesnake και από εκεί και έπειτα κυκλοφορεί τις προσωπικές του δουλειές, με τον χαρακτηριστικό και πλέον αναγνωρίσιμο ήχο του. Τέλος ο Steve Vai είναι υπεύθυνος και για το σχεδιασμό της ηλεκτρικής κιθάρας JEM από την Ibanez. Ποιο είναι αυτό; Είναι το επαναστατικό σχέδιο που παρουσιάστηκε το 1985 και πλέον αποτελεί το βασικότερο όλων της βιομηχανίας παραγωγής ηλεκτρικών κιθάρων.
1961 – Γεννιέται στη Χιλή ο Tom Araya. Σπούδασε νοσηλευτική αλλά έγινε γνωστός ως ο μπασίστας και τραγουδιστής των θρυλικών Slayer. Στα πρώτα του “βήματα” με τη μπάντα, ο Araya εργαζόταν σε νοσοκομείο και χρησιμοποιούσε μέρος του μισθού του για τη χρηματοδότηση του πρώτου album των “σφαγέων” με τίτλο “Show No Mercy”. Ο Araya μαζί με τον Kerry King ήταν τα μοναδικά μέλη των Slayer που δεν αποχώρησαν ποτέ από τη μπάντα, από την ίδρυσή της μέχρι και την παύση της το 2019.
1978– Το “The Cars” είναι το ντεμπούτο στούντιο album του αμερικανικού rock συγκροτήματος The Cars, που κυκλοφόρησε από την Elektra Records. Σε παραγωγή του Roy Thomas Baker, το άλμπουμ έβγαλε τα singles “Just What I Needed”, “My Best Friend’s Girl” και “Good Times Roll”. Έφτασε στο νούμερο 18 στο αμερικανικό Billboard 200 κατέληξε έξι φορές πλατινένιο. Μουσικά, το album έχει περιγραφεί ως new wave, power pop, και synth-rock. Χρησιμοποιήθηκαν αρκετά δεδομένα της τεχνολογίας σε πολλά από τα κομμάτια του, λόγω της εκτίμησης της μπάντας για τον νέο εξοπλισμό.
1983 – Το “Allies” είναι το 8o album των Crosby, Stills & Nash, το δεύτερο ζωντανό ντοκουμέντο τους και κυκλοφόρησε στην Atlantic Records. Ένα ζωντανό clip για το “Wasted on the Way” έτυχε κάποιας προβολής στο MTV και το VH1 εκείνη την εποχή, όπως και το single “War Games”. Έφτασε στο Νο. 43 του Billboard 200.
1988 – Το “Perfect Man” είναι το 3ο στούντιο album που κυκλοφόρησε το γερμανικό heavy metal συγκρότημα Rage στη Noise Records. Είναι το πρώτο album από τη σύνθεση των Refuge Years, με τα νέα μέλη Manni Schmidt και Chris Ευθυμιάδη. Το album έγινε remaster από τη Noise/Sanctuary το 2002 με ελαφρώς αλλαγμένο εξώφυλλο και πέντε μπόνους κομμάτια.
Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το “Sur la Mer”, το 13o album των The Moody Blues, από την Polydor. Περιέχει το επιτυχημένο single “I Know You’re Out There Somewhere”, μια συνέχεια της επιτυχίας του 1986 “Your Wildest Dreams”. Μεγάλο μέρος της μουσικής του album θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν “synthpop”, αν και φέρει περισσότερες ck και ακουστικές επιρροές από τον προκάτοχό του.
Ο φλαουτίστας και τραγουδιστής Ray Thomas δεν εμφανίστηκε στο album, αν και παρέμεινε μέλος του συγκροτήματος την περίοδο που ηχογραφήθηκε.
1995 – Ο King Diamond κυκλοφορεί το 6o του album με τίτλο “The Spider’s Lullabye”. Σε αντίθεση με τα προηγούμενα album του “βασιλιά” το συγκεκριμένο δεν ήταν εξ’ ολοκλήρου concept album αλλά μόνο μερικά από τα τραγούδια συνδέονταν με μια συγκεκριμένη πλοκή. Το album είναι το πρώτο στο οποίο συμμετείχαν οι Herb Simonsen (guitars), Chris Estes (bass) και Darrin Anthony (drums). Είναι επίσης το πρώτο το οποίο κυκλοφόρησε από τη Metal Blade.
2000 – Ο Vincent Damon Furnier, ευρύτερα γνωστός ως Alice Cooper κυκλοφορεί το 14ο προσωπικό του album με τίτλο “Brutal Planet”. Σε αυτόν το δίσκο ακούγεται μια πιο “σκοτεινή” ηχητική προσέγγιση, με τα τραγούδια να ακολουθούν το “ρεύμα” της εποχής και έναν περισσότερο industrial/metal ήχο.