«Το Τελευταίο Βαλς»,
“No borders, No fences, No walls, Unbound”
Είναι πολύ δύσκολο να βρεις τις κατάλληλες λέξεις για να οριοθετήσεις το πορτρέτο, μιας προσωπικότητας σαν του Robbie Robertson. Από την στιγμή της αναγγελίας του θανάτου του, γράφτηκαν στο εξωτερικό εκτενή κείμενα, από ανθρώπους που γνωρίζουν καλά την μουσική που υπηρέτησε, ενώ καλλιτέχνες βεληνεκούς όπως Ringo Starr, Joni Mitchell, Neil Diamond, απέτιναν φόρο τιμής, με συγκινητικά λόγια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: «Πώς αντιμετώπισε ο μουσικός τύπος στην χώρα μας την είδηση»;
Κάνοντας μια γρήγορη αναζήτηση, διαπίστωσα ότι σε αρκετές σελίδες υπήρξε μια σύντομη αναγγελία με τα απαραίτητα βιογραφικά στοιχεία της καριέρας του. Δυσκολεύτηκα να βρω αναλύσεις ανθρώπων που θα ήταν ικανές να «ιντριγκάρουν» φίλους της μουσικής, για να αναζητήσουν περισσότερα πράγματα για αυτόν. Όχι άδικα βέβαια, γιατί ο Robertson δεν έγινε ποτέ πολύ μεγάλος στην Ελλάδα.
Εξαίρεση αποτελεί ένα ωραίο κείμενο που διάβασα στα «Νέα». Η Έφη Αλεβίζου έγραψε στον τίτλο του θέματος: «Έφυγε ο Καναδός τραγουδοποιός που «αιχμαλώτισε» το Αμερικανικό πνεύμα» (Τα Νέα, 10 Αυγούστου 2023).
Για μένα εκεί είναι το κλειδί της λύσης του μυστηρίου, δηλαδή της έλλειψης της μεγάλης επιτυχίας στην χώρα μας. Χωρίς να θέλω να γίνω δογματικός, πιστεύω ότι στην Ελλάδα δεν αγαπήθηκε πραγματικά η παραδοσιακή μουσική της Αμερικής, εννοώντας την folk, την country, την gospel, την soul και το R’n’B. Για παράδειγμα τους Έλληνες γοήτευσε περισσότερο ο ήχος της Ανατολής, της Λατινικής Αμερικής, της «σκοτεινής» Σκανδιναβίας και λιγότερο ο πολιτικοποιημένος λόγος του Woody Guthrie ή ο θρήνος των “Delta Blues” του Robert Johnson.
Ο Robertson έχτισε τα θεμέλια ενός μουσικού είδους που πατάει γερά σε αυτές ακριβώς τις ρίζες. Η americana ως μωσαϊκό ήχων προερχόμενων από το νότο όπως folk , gospel, blues, country, jazz, rhythm and blues, rock ‘n’ roll, bluegrass, δεν ήταν κάτι το καινούργιο. Όμως με τους The Band και αυτόν ως αρχηγό , απέκτησε το απαραίτητο εκτόπισμα, την εμπορική και καλλιτεχνική αξία που της έπρεπε. Ως είδος μουσικής αποτελεί μέχρι και σήμερα, ξεχωριστό τμήμα στις δισκοκριτικές μεγάλων περιοδικών, ενώ εξακολουθεί να υπηρετείται από κυκλοφορίες που πετυχαίνουν καλλιτεχνικά και εμπορικά στον κόσμο.
Η συνθετική του ικανότητα και ο αντισυμβατικός χαρακτήρας δεν θα μπορούσε να ταιριάξει καλύτερα με κάτι άλλο, πέρα από τις ανησυχίες και την μεταστροφή του Bob Dylan στις ηλεκτρικές κιθάρες. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ο Robbie συνόδευσε τον Dylan σε ηχογραφήσεις και στις συναυλίες με τους Hawks. Ήταν μαζί πάνω στην σκηνή του Manchester, όταν ο Bob γιουχαρίστηκε ως «Ιούδας» από τους «θερμοκέφαλους» οπαδούς της folk, εξαιτίας των «φασαριόζικων» ήχων που υιοθετούσε, οι οποίοι τρέφονταν από την «ηλεκτρική εποχή» που είχε ξημερώσει νωρίτερα, με τον Elvis και τους Beatles. Λίγο αργότερα, μετά το ατύχημα του Dylan με μοτοσυκλέτα, οι Hawks έγιναν οι The Band και τα υπόλοιπα θα αποτελούσαν ιστορία.
Το ανέλπιστο της καλλιτεχνικής πορείας του εκλιπόντα ήταν η σύνθεση ενός τραγουδιού που έγινε ύμνος του Νότου. Το “The Night They Drove Old Dixie Down“ είναι μια αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, που σχετίζεται με την οικονομική και κοινωνική στενοχώρια που βίωσε ένας λευκός Νότιος, τον τελευταίο χρόνο του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, στη νοτιοδυτική Βιρτζίνια. Το ηχογράφησε το 1969 με τους The Band και έγινε highlight του ομώνυμου δεύτερου album τους. Τα φωνητικά του Levon Helm και η ταύτισή του με τον ήρωα της υπόθεσης, το «απογείωσαν» και του έδωσαν τα χαρακτηριστικά που χρειάζονται για να γίνει ένα τραγούδι του νότου . Με αυτόν τον τρόπο ένας μουσικός με καταγωγή από το Τορόντο και μητέρα Ινδιάνα, κέρδισε μια σημαντική θέση στην κοινότητα της americana.
Η ιστορία των The Band με τις καταχρήσεις οδήγησε σε ένα σχεδόν γρήγορο τέλος. Σαν ένα τεράστιο πυροτέχνημα που φτάνει ψηλά στον ουρανό και εκρήγνυται προσφέροντας δυνατό φως και κρότο. Το αποτύπωμα της λάμψης του συγκροτήματος δεν έσβησε ποτέ, επηρεάζοντας σπουδαία ονόματα όπως ο Eric Clapton, οι Led Zeppelin, οι Pink Floyd, ενώ η θρυαλλίδα του δεν έπαψε να καίει μέχρι και σήμερα.
Λίγο πριν διαλύσει το συγκρότημα, ο promoter συναυλιών Bill Graham, έκλεισε την αίθουσα “Winterland Ballroom“, την Ημέρα των Ευχαριστιών στις 25 Νοεμβρίου 1976, για ένα live. Το “Last Waltz“ ήταν η τελευταία ζωντανή εμφάνιση του γκρουπ, μαζί με διάφορους καλεσμένους. Η λίστα περιελάμβανε τους Ronnie Hawkins, Muddy Waters, Paul Butterfield, Dr. John, Bob Dylan, Eric Clapton, Van Morrison, Neil Diamond, Joni Mitchell, Neil Young, Emmylou Harris και άλλους.
Ο Robertson ήθελε να καταγράψει το γεγονός σε ταινία και πλησίασε τον σκηνοθέτη Martin Scorsese, για να δει αν τον ενδιέφερε να γυρίσει τη συναυλία ως ένα rockumentary. Η θρυλική δημιουργία του Scorsese έγινε ένα από τα σπουδαιότερα concert movies όλων των εποχών και αποτέλεσε την αρχή της συνεργασίας του με τον Robertson, ο οποίος επιμελήθηκε και συνέθεσε τη μουσική για μια σειρά από ταινίες του μεγάλου σκηνοθέτη, συμπεριλαμβανομένων των “The Color of Money“, “The Irishman“ και “Killers of the Flower Moon“.
Μετά «Το Τελευταίο Βαλς», που προβλήθηκε και στην χώρα μας τότε, με τον τίτλο «Μια νύχτα με τα ποπ αστέρια», το παραδοσιακό αμερικανικό ροκ θα παραχωρούσε τη θέση του σε νέα ακούσματα, αφήνοντας σημαντική παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.
Φέτος η ταινία προβλήθηκε στο 29ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, «Νύχτες Πρεμιέρας», στον κινηματογράφο «Ιντεάλ».
Ο Robertson ποτέ δεν εγκατέλειψε τις ρίζες του, ούτε στους προσωπικούς του δίσκους χρόνια αργότερα. Κυκλοφόρησε πέντε solo στούντιο άλμπουμ και soundtracks, τα περισσότερα από τα οποία ασχολούνταν με την ιθαγενή Καναδική κληρονομιά του. Συνέχισε να είναι μέλος της καναδικής φιλανθρωπικής οργάνωσης “Artists Against Racism“, μέχρι το θάνατό του.