
“Το αγαπημένο μου τραγούδι στο άλμπουμ είναι το Sixteenth Century Greensleeves. Γράφτηκε από τον Robin Hood του δάσους του Sherwood. Πήγα στην πόρτα ένα βράδυ και υπήρχε ένα βέλος πάνω της κρατώντας ένα κομμάτι χαρτί, και είχε αυτό το τραγούδι γραμμένο πάνω του. Υπήρχε ένα σημείωμα που έλεγε: παρακαλώ, ηχογράφησε αυτό το τραγούδι, αλλιώς θα σου ρίξω”.
Μέσα σε μια γενική σύγχυση από μνήμες και πληροφορίες για τη συγκεκριμένη εποχή, ο σπόρος της δημιουργίας των Rainbow φυτεύτηκε στους πρώτους μήνες του 1974. Το συγκρότημα Elf στο οποίο ηγείται ο χαρισματικός Ronnie James Dio, έχει υπογράψει στην Purple Records για το δεύτερο άλμπουμ του με τον τίτλο “Carolina County Ball”. Η παραγωγή του έγινε από τον Roger Glover στην Αγγλία, και η σύνθεση του σχήματος γνώρισε αλλαγές, με την προσθήκη του μπασίστα Craig Gruber (απελευθερώνοντας τον Dio από τα καθήκοντα στο μπάσο), αλλά και του κιθαρίστα Steve Edwards, που αντικατέστησε τον ξάδερφο του μεγάλου κοντού Dave Feinstein (το 1980 δημιούργησε τους The Rods).
Ο Blackmore, ήδη από το 1971 είχε μια ανησυχία και επιθυμία να δραστηριοποιηθεί εκτός των Deep Purple, κάνοντας πρόβες κάποια στιγμή στο στούντιο με τον Phil Lynott και τον Ian Paice. Όμως το 1974 είχε πια αρχίσει να μιλά πιο ανοιχτά για το ενδεχόμενο αποχώρησης, αναφέροντας τον διακαή πόθο του για συνεργασία με τον Paul Rodgers των Bad Company. Ήταν η εποχή που η τότε σύντροφός του, τραγουδίστρια Judith Feinstein (γνωστή και ως Shoshana) του πρότεινε να δοκιμάσει με την ίδια, όμως ο Blackmore απέκλεισε εντελώς την πιθανότητα, θεωρώντας πως μια γυναικεία φωνή δεν είχε τη δύναμη να ηγηθεί στο σχήμα που ήθελε να στήσει.

Με τους Purple να προχωρούν ταραγμένα και με εμφανή εμπόδια στη δημιουργία του “Stormbringer”, o Blackmore, έχοντας ερωτευτεί το τραγούδι των Quartermass “Black Sheep of the Family”, τους προτείνει να το ηχογραφήσουν για να συναντήσει την καθολική άρνηση. Έχοντας γίνει εμμονικός στην ιδέα, στρέφεται στον Dio και του προτείνει να το κάνουν μαζί. O Dio το ετοίμασε σε περίπου μισή ώρα και μετά πήγαν στο Gillan’s Kingsway Recorders και το ηχογράφησαν. Χρονικά βρισκόμαστε λίγο πριν τις ηχογραφήσεις για το “Stormbringer” που ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 1974.
Τους τελευταίους δυο μήνες του έτους οι Purple πραγματοποιούν μια αμερικανική περιοδεία. Ο Blackmore έχει πάρει την απόφαση να κυκλοφορήσει τη δική του εκδοχή για το “Black Sheep of the Family” σαν σόλο single. Όσο το γκρουπ βρισκόταν στη Minneapolis και είχαν δυο μέρες κενό, πήρε τους Elf στο στούντιο για να κάνει ηχογραφήσεις. Έμοιαζε να είναι το τελικό τεστ για τον Dio, πριν την οριστική απόφαση. Είχαν κλείσει το στούντιο για τέσσερις ώρες και ηχογράφησαν το “Sixteenth Century Greensleeves”, το πρώτο τραγούδι που έγραψαν ποτέ μαζί ο Blackmore με τον Dio. O Gruber θυμάται πως τους είχαν ενημερώσει για την επικείμενη κυκλοφορία ενός σόλο άλμπουμ του Blackmore. Όλοι τους ήταν ενθουσιασμένοι και κολακευμένοι που αποτελούσαν μέρος σε αυτό το εγχείρημα.

Η μουσική χημεία μεταξύ των δυο σπουδαίων καλλιτεχνών ενισχύθηκε από το γεγονός πως το στιχουργικό ενδιαφέρον του Dio εστιαζόταν στις ίδιες χρονικές περιόδους με τις προτιμήσεις του Blackmore. Στο μεταξύ ο κιθαρίστας ζήτησε τη συνδρομή του τσελίστα Hugh McDowell των ELO, οι οποίοι επίσης περιόδευαν με τους Deep Purple. Στις 12 Δεκεμβρίου στην Tampa της Florida, σε μια κενή μέρα της περιοδείας, ηχογράφησε κάποια μέρη με τσέλο.
Τον Ιανουάριο του 1975, οι Elf πέταξαν στο Λονδίνο και ηχογράφησαν το τρίτο τους άλμπουμ, “Trying to Burn the Sun”, με παραγωγό ξανά τον Glover. O Blackmore γύρισε στην Καλιφόρνια μετά από μια εμφάνιση των Purple στην Αυστραλία, και έκλεισε επτά μέρες στο Record Plant Studio στο Los Angeles για τον Φεβρουάριο. Με παρέμβαση των λογιστών και των δικηγόρων, οι οποίοι ανησυχούσαν για φορολογήσεις με τους συντελεστές των ΗΠΑ σε αναδρομικά δικαιώματα, ο Blackmore άλλαξε γρήγορα γνώμη και αποφάσισε να ηχογραφήσουν το άλμπουμ στα Musicland Studios στο Μόναχο. Οι ηχογραφήσεις κράτησαν από τις 20 Φεβρουαρίου ως τις 9 Μαρτίου. Ο Blackmore θεώρησε φυσιολογικό να κρατήσει τα μέλη των Elf για τις ηχογραφήσεις του υλικού, το οποίο έγραψε αποκλειστικά με τον Dio, χωρίς φυσικά τον κιθαρίστα Steve Edwards. Ο Dio μίλησε μαζί του, και έχοντας την αρχική εντύπωση πως το project με τον Blackmore θα ήταν προσωρινό, τον βεβαίωσε πως οι Elf θα παραμείνουν ενεργοί. Ήταν κάτι που ο Dio το πίστευε πραγματικά, χωρίς να μπορεί να προβλέψει την καταιγιστική επιτυχία του δίσκου.

Ο πιανίστας των Elf, Mickey Lee Soule, ήταν μάλλον ο μοναδικός που δεν είχε ενθουσιαστεί ακριβώς με τον νέο ρόλο του στη μπάντα του Blackmore. Θεωρούσε πως είχαν φτάσει πολύ κοντά σε μια ευρύτερη αναγνώριση, μετά από τρεις δίσκους και περιοδείες, και αυτή η εξέλιξη ήταν μια καθαρή αυτοκτονία για την τύχη του γκρουπ. Επίσης ένιωθε εξαιρετικά άβολα με τη νέα, κιθαριστική κατεύθυνση της μουσικής, καθώς αυτός ήταν ένας κημπορντίστας που είχε και πρωταγωνιστικό ρόλο, συνθέτοντας τα μισά τραγούδια με τον Dio, και σημαδεύοντας την κατεύθυνση του υλικού. Αν σε όλα τα παραπάνω συνυπολογίσει κανείς πως εκτός από τον Dio που είχε εξασφαλίσει συμφωνία για το 20% των εσόδων, οι υπόλοιποι είχαν την αντιμετώπιση session μουσικών, δεν είναι παράξενη η απόφαση του Mickey να αποχωρήσει πρώτος οικειοθελώς, μετά την ολοκλήρωση του δίσκου.

Το σχήμα δούλεψε στο στούντιο του Μονάχου με τον παραγωγό Martin Birch. Ο προσγειωμένος, φιλικός και ευχάριστος χαρακτήρας του κέρδισε εύκολα τους μουσικούς. Μαζί τους στο στούντιο ήταν και η Judith Feinstein, η οποία αφού δεν είχε καταφέρει να πείσει τον Blackmore για την επάρκεια μιας γυναικείας φωνής στο rock σχήμα του, έκανε τελικά δεύτερα φωνητικά στο “Catch the Rainbow” και το “Still I’m Sad”. Εκτός από την οργανική διασκευή στο τραγούδι των Yardbirds και το “Black Sheep of the Family” (από το οποίο ξεκίνησαν τα πάντα), όλο το υπόλοιπο υλικό γράφτηκε από τους δυο συνεργάτες. Ο Gruber αποκάλυψε πολλά χρόνια αργότερα πως το “If You Don’t Like Rock ‘n’ Roll” είχε γραφτεί στην πραγματικότητα από τους Elf, με την πρόθεση να κλείνει το άλμπουμ “Trying to Burn The Sun”, για να καταλήξει στο ντεμπούτο των Rainbow, παραμένοντας βέβαια μάλλον το πιο αταίριαστο τραγούδι. Κάποια πρόσθετα overdubs έγιναν στη Jamaica, ενώ η ολοκλήρωση και το τελικό mix απαίτησαν μια επιστροφή στο Μόναχο. Οι ταινίες στάλθηκαν στο Kendun Recorders της California για το mastering.

Το άλμπουμ κυκλοφόρησε στις 4 Αυγούστου στην Ευρώπη από την Oyster, και στις 5 Σεπτεμβρίου από την Polydor σε Αμερική και Ιαπωνία. Στο μεταξύ ο Blackmore ανακοινώνει επίσημα την αποχώρησή του από τους Deep Purple στις 7 Απριλίου, ομολογώντας την αδιαφορία για τη νέα κατεύθυνση της μουσικής τους αλλά και την απογοήτευσή του για την κατάληξη των προσωπικών τους σχέσεων. Το εξώφυλλο σχεδιάστηκε από τον καλλιτέχνη David Willardson, ο οποίος είχε βρεθεί στο στούντιο του Μονάχου και άκουσε κάποιες από τις ηχογραφήσεις, συνομιλώντας με τον Blackmore. Το κλασικό πια εξώφυλλο με την Fender Stratocaster του Blackmore να υψώνεται μέσα από το κάστρο έγινε μια μυθική, επιβλητική εικόνα, με τη μαγική σκόνη ενός παιδικού παραμυθιού, κάτι καθόλου παράξενο αν αναλογιστεί κανείς πως ο Willardson είχε συνεργαστεί συχνά με τη Disney.
Η αγάπη των δυο πρωταγωνιστών για τη μεσαιωνική μουσική και τον Bach έδωσε την ώθηση και τη συνθετική πρόοδο στη μουσική που έγραψαν. Ακόμα και κόντρα στον τελικό ήχο που ίσως δεν είχε την επιθετικότητα και το μεγαλείο που παραμόνευε στα τραγούδια τους, ο Blackmore με τον Dio άνοιξαν μια φρέσκια προοπτική, πέρασαν τον κλασικισμό στον σκληρό ήχο με μια προκλητικά μεγαλειώδη αίσθηση, σφυρηλατώντας τις πρώιμες μορφές άλλων ιδιωμάτων. Η εξέλιξη της ερμηνείας του Dio είναι καθηλωτική, καθώς από τις πιο αισθαντικές και soul ερμηνείες στους Elf, εμφανίζεται έτοιμος να υψώσει τους χαρακτήρες νέων ηρώων που ο ίδιος γεννά με τους στίχους του, προσαρμόζει το ασύγκριτο χάρισμά τους στις νέες προκλήσεις της μουσικής και λάμπει πραγματικά σε κάθε τραγούδι.
Στο εμβληματικό πια και ιδιαίτερα δημοφιλές “Man on the Silver Mountain” σχηματοποιεί τον απρόσιτο χαρακτήρα μιας θρησκευτικής μορφής τον οποίο οι θνητοί ικετεύουν να κατεβεί στη γη και να λύσει όλα τους τα προβλήματα. Στον αντίποδα, το σκοτεινό “Self Portrait” με τις μακριές κλασικίζουσες φωνητικές γραμμές του, είναι βαθιά ανθρώπινο και απολογητικό, περιγράφοντας την εσωτερική αδυναμία του ήρωα με ένα εκφραστικό φιλοσοφικό βάθος. Οι δυο σπουδαίες μπαλάντες του δίσκου τα “Catch the Rainbow” και “Temple of the King”, έχοντας μια σεβαστή βάση επιρροής στον Hendrix, είναι μοναδικά δείγματα της έμπνευσης που είχαν να μεταφέρουν τα πρωταρχικά τους υλικά στη χώρα μιας εθιστικής φαντασίας, μιας ποιητικής εξιδανίκευσης. Στο “Catch the Rainbow” ο Dio πραγματεύεται τον μη βιώσιμο έρωτα ανάμεσα σε μια κυρία της ανώτερης τάξης των δικαστηρίων με έναν ταπεινό εργάτη, περιγράφοντας τη ματαιότητα των ανδρών απέναντι στις γυναίκες. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί πως το θέμα στο “Temple…”, με το έντονο άρωμα εποχής, ξεκίνησε από ένα ριφ που άκουσε ο Blackmore στην τηλεόραση σε ένα πρόγραμμα για γιόγκα. Η ελευθερία που απολάμβανε, προσεγγίζοντας με τη συνδρομή του Dio ντελικάτες συνθετικές περιοχές όπου το διαβατήριο των Purple δεν ίσχυε, γεννούσε μικρά θαύματα. Οι δυο κλασικές κιθάρες, η χαμηλωμένη ηλεκτρική με την ευγενική συνδρομή του Mellotron, και το καθαρό ηλεκτρικό σόλο, κατέστησαν τη μαγική ιστορία του “Τemple…”, σε έναν κόσμο με μυστηριώδη γεγονότα, και μαύρες καμπάνες να χτυπούν, ένα τραγούδι που δεν βρήκε ποτέ το δρόμο του προς τη σκηνή, μέχρι την εποχή των Blackmore’s Night.

Τα επιβλητικά βήματα του “Sixteenth Century Greensleeves” που τυλίγονται με την ατσάλινη ερμηνεία του Dio, σημαδεύουν την εξέγερση απέναντι στην τυραννία, την εκδίκηση των χωρικών για την απαγωγή μιας όμορφης, αγνής κοπέλας από τον φριχτό ιππότη του κάστρου. Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κανείς πως το πνεύμα των στίχων αλλά και η εκφραστικότητα του Dio στο τραγούδι αυτό, καθόρισαν κατά πολύ τον χαρακτήρα του συγκροτήματος στην πρώτη φάση του. Αυτό δεν μας δίνει χώρο βέβαια να υποτιμήσουμε την ιδιαιτερότητα του Blackmore στον ευρύτερο χώρο του σκληρού ήχου. Σε ένα πάρτι που έκανε στο σπίτι του στην California, αμέσως μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ, μέσα στην έντονη μυρωδιά των κεριών και τους ήχους του Bach, κατέφθασε όπως πάντα μεθυσμένος ο John Bonham. Κοροϊδεύοντας με τη βροντερή φωνή του τη μουσική, απαίτησε να ακούσει αυτό τον “Silver Mountain Man”. Έψαξε τους δίσκους, βρήκε το άλμπουμ, έβαλε το τραγούδι και άρχισε να διασκεδάζει. Ο Blackmore άλλαξε ξανά τη μουσική με Bach. Τότε ο Bonzo όρμησε αγριεμένος στο στερεοφωνικό, πέταξε στον αέρα τον δίσκο του Bach, και οι Rainbow επέστρεψαν στο πλατό. Όλοι περίμεναν πως ο Blackmore θα εκτιμούσε αυτό το προφανές, τεράστιο κομπλιμέντο που του έκανε ο θηριώδης ντράμερ, απαιτώντας με μανία να ακούσει την πρόσφατη δουλειά του. Όμως ο Ritchie γύρισε στο χώρο με μοναδικό σκοπό να ανακτήσει τον έλεγχο της μουσικής που αυτός ήθελε να παίζει στο πάρτι του.
Σύντομα ο Blackmore άφησε τις λεπτομέρειες στις προθέσεις του να επιπλεύσουν απόλυτα. Έχοντας στο μυαλό του μια εντελώς διαφορετική αντίληψη του ρυθμικού υπόβαθρου για την επόμενη μέρα των Rainbow, απέλυσε τόσο τον μπασίστα Craig Gruber όσο και τον ντράμερ Gary Driscoll. Οι περίτεχνες και λεπτομερείς παραστάσεις τους στο άλμπουμ δεν συγκίνησαν ιδιαίτερα τον εκκεντρικό κιθαρίστα, που ήθελε να χτίσει ένα αυστηρό και στιβαρό δίδυμο, με έμφαση στην λιτή ακρίβεια του ρυθμού. Ο τερατώδης Cozy Powell κατέλαβε το drum set και ο Jimmy Bain έγινε ο μπασίστας της επόμενης σύνθεσης που ολοκληρώθηκε με τον ταλαντούχο Tony Carey στα πλήκτρα. Η σύνθεση του πρώτου δίσκου δεν έπαιξε ποτέ ζωντανά.
Το άλμπουμ που σύστησε τους Rainbow στον κόσμο παρέμεινε το αγαπημένο για τον Ronnie James Dio, και παρά τις πρώιμες ηχητικές επιλογές, άντεξε στον χρόνο. Γεφυρώνοντας επιδράσεις από μακρινές χρονικά εποχές, έφερε στη ζωή νέα μονοπάτια συνθετικής δημιουργίας, ανοίγοντας αισθητά την κορνίζα της hard rock μουσικής. Πολλά χρόνια αργότερα, ο Blackmore ομολόγησε με χιούμορ πως η συμβολή του Dio στο άλμπουμ ήταν τόσο σημαντική, που θα έπρεπε να μετονομαστεί σε “Ritchie Blackmore’s and Ronnie James Dio’s Rainbow”.
