RAINBOW: “Rising”

ALBUM TRIBUTE

Όσοι υπερθετικοί χαρακτηρισμοί και θεμιτές υπερβολές και αν έχουν χρησιμοποιηθεί στο πέρασμα του χρόνου για το δεύτερο, μυθικό άλμπουμ των Rainbow, υπάρχει μια αδιαφιλονίκητη αλήθεια πολύ πιο άμεση στους ανθρώπους που το έκαναν, εξίσου ή και περισσότερο εντυπωσιακή από όλα τα προηγούμενα. Μέσα από ένα περιπετειώδες κουβάρι δημιουργικής ιδιοφυίας, πολύχρωμων χαρακτήρων και προσωπικών εντάσεων, ο Blackmore συγκέντρωσε σε ένα διάστημα 18 μηνών ένα από τα μεγαλύτερα rock συγκροτήματα όλων των εποχών. Και στη συνέχεια, το διέλυσε.

Μετά την ολοκλήρωση του πρώτου άλμπουμ, υπήρχε η αίσθηση στην εταιρεία πως ένα μεγάλο, ιστορικό συγκρότημα, ικανό να επισκιάσει ακόμα και τους Deep Purple άρχιζε τη διαδρομή του. Ζητήθηκε από όλα τα μέλη να μετακομίσουν στη Δυτική Ακτή για να έχουν μια εύκολη, λειτουργική απόσταση με τον Blackmore. Πράγματι σύντομα, μέσα σε δυο μήνες, μετακόμισαν στο Los Angeles, νοικιάζοντας σπίτια στο Malibu.Ο Ritchie έμενε στο Oxnard, περίπου 30 μίλια δυτικά. Άρχισαν άμεσα τις πρόβες.

Όλος αυτός ο προγραμματισμός φαντάζει πραγματικά περίεργος από τη στιγμή που ο Blackmore είχε αποφασίσει να αλλάξει σχεδόν ολοκληρωτικά το line up, κρατώντας μόνο τον Dio. Ο πρώτος στόχος του ήταν ο ντράμερ Gary Driscoll, ένας καταπληκτικός αλλά μάλλον πολυσύνθετος παίκτης, επηρεασμένος αισθητά από το φορτωμένο ύφος του John Bonham. Ήταν φανερό πως ο Blackmore έψαχνε έναν ντράμερ με δυνατό, στακάτο, επιβλητικά ρυθμικό παίξιμο. Μαζί με τον Driscoll, ο Blackmore ζήτησε και από τον μπασίστα Craig Gruber να καθαρίσει και να απλοποιήσει τα μέρη του. Από τις πρώτες πρόβες η διάσταση στην προσέγγιση ανάμεσα στο rhythm section και τον κιθαρίστα ήταν παραπάνω από αισθητή. Ο Driscoll απομακρύνθηκε πρώτος, κάτι που αναστάτωσε απίστευτα τον Dio, που δούλευε αρμονικά μαζί του για δέκα χρόνια. Ο Gruber ακολούθησε λίγο μετά, με τον Σκωτσέζο Jimmy Bain να τον αντικαθιστά. Ο Blackmore είχε πετάξει από το Los Angeles μαζί με τον Dio και τον μάνατζέρ τους να δει τον Bain με τους Harlot στο Marquee. Ήταν μια τραγική εμφάνιση για τη μεθυσμένη μπάντα, με τον Bain να προσπαθεί να διασώσει ότι γινόταν. Προς μεγάλη του έκπληξη, ο Blackmore του είπε πως η συνολική εικόνα του γκρουπ τον έκανε να φαίνεται θαυμάσιος και τον προσέλαβε. Κάπου εδώ η ιστορία των προσλήψεων και αποχωρήσεων περιπλέκεται μάλλον από τις ομιχλώδεις μνήμες των πρωταγωνιστών. Ο Jimmy Bain θυμάται τη διαδικασία ακρόασης νέων ντράμερ με τον Blackmore και τον Dio. Γινόταν πάντα ακριβώς το ίδιο: άρχιζε ο Blackmore με ένα ριφ και ο Bain έμπαινε στο μπάσο με τον ντράμερ να αρχίζει να παίζει μαζί τους, συνεχώς πάνω στον ίδιο ρυθμό. Αυτό μπορούσε να συνεχιστεί και για πάνω από 20 λεπτά, με τον ντράμερ συνήθως να καταρρέει. Το δοκίμασαν 14 φορές και κανείς δεν έμεινε σταθερός. Μετά ήρθε ο Cozy Powell.

O Cozy είχε γεννηθεί στο Cirencester και έπαιζε τύμπανα από τα δώδεκα χρόνια του. Είχε ήδη μια θητεία με τον Jeff Beck (έναν από τους αγαπημένους κιθαρίστες του Blackmore), και έφτασε στο στούντιο απευθείας από το αεροδρόμιο. Αρχίζουν το σύνηθες μοτίβο και αυτή τη φορά η πρόβα κρατά 45 ασταμάτητα λεπτά χωρίς την παραμικρή απόκλιση στον ρυθμό. Μόλις ο Blackmore με τον Bain το κλείνουν, ο Cozy ξεκινά αμέσως ένα άλλο beat. Όσο και αν είχαν προσπαθήσει να τον “γαμήσουν”, αυτός συνέχιζε να κάνει πλάκα. Ήταν χωρίς αμφιβολία ο νέος ντράμερ.

Οι μνήμες του Gruber από την άλλη, λένε πως ο Powell ήρθε στη θέση του Driscoll όσο ήταν αυτός ακόμα μπασίστας, αλλά στην πρόβα δεν γινόταν να κουμπώσουν σωστά. Ο Blackmore επέμενε στον Gruber να παίζει άμεσα και απλά, αυτός εκνευρίστηκε, λέγοντας πως αν του κάνουν συστάσεις πώς να παίζει, τότε είναι μάλλον στη λάθος μπάντα, και πέταξε με οργή το Fender μπάσο του για να το δει να συντρίβεται στο έδαφος. Ο Blackmore άφησε την κιθάρα του, ο Dio τους κοίταξε με συμφιλιωτική διάθεση, αλλά ο Gruber ανακοίνωσε πως αποχωρεί πριν τον διώξουν. Ο μπασίστας ισχυρίστηκε μάλιστα πως είχαν φέρει τον Cozy να προβάρει μια εβδομάδα μαζί τους, ενώ ο Driscoll ήταν ακόμα τυπικά στο συγκρότημα. Ο Gary έμενε ακόμα στο σπίτι του στην παραλία, 100 μέτρα μακριά από τον Gruber, και αυτός έφευγε καθημερινά μαζί με τους υπόλοιπους για πρόβα στο Hollywood. O κημπορντίστας Mickey Lee Soul διαλύθηκε κυριολεκτικά από την απομάκρυνση του “Chops” (το παρατσούκλι του Driscoll), μέθυσε και εξαφανίστηκε για δυο μέρες, και τελικά αποχώρησε μόνος του. Αργότερα, δούλεψε με τους Deep Purple, σαν τεχνικός του Lord αρχικά και του Glover μετέπειτα.

Αυτός που τελικά θα αντικαθιστούσε τον Mickey Lee, ο μόλις 22 χρονών και απίστευτα ταλαντούχος Tony Carey, βρέθηκε τότε στο Los Angeles να κάνει πρόβες με τη μπάντα του, τους Blessings. Είχαν πετύχει μια καλή συμφωνία με την ABC/Dunhill, εξασφαλίζοντας για παραγωγό τον Gary Katz, τον παραγωγό του Steely Dan. Βέβαια, εκείνες τις εποχές, βουτηγμένοι στην κοκαΐνη και τις γυναίκες, ήταν ήδη εννέα μήνες στο ξενοδοχείο Chateau Marmont, γράφοντας έναν δίσκο που έμελλε να μην τελειώσει  ποτέ. Ο Dio, o Bain και ο Powell έψαχναν για κημπορντίστα, όταν ο Bain άκουσε τον Carey σε πρόβα με τους Blessings μέσα από τον τοίχο, να παίζει εντυπωσιακά Minimoog. Ρώτησε αμέσως να μάθει ποιος ήταν,  και ο roadie του Bonham, Mick Hinton, πήγε, άρπαξε τον Tony και τον έφερε μπροστά στον Bain. Εκτιμώντας ήδη τη στασιμότητα της μπάντας του, ο Carey δέχτηκε να περάσει από ακρόαση στους Rainbow. Ήταν απλά εκπληκτικός, παίζοντας με απίστευτη άνεση οποιοδήποτε θέμα άπλωνε στιγμιαία ο Blackmore στην κιθάρα, ακόμα και λίγο Μπαχ . Αν και δεν άρεσε στον Ritchie αυτή η ευχέρεια, τον προσέλαβε κυρίως γι’ αυτό τον λόγο. Όμως ο Carey είχε όλα όσα απαιτούσε ο ρόλος αυτός, και πολλά περισσότερα.

Το νέο line up ολοκληρώθηκε στο τέλος Οκτωβρίου, και ξεκίνησαν άμεσα οι πρόβες για την προετοιμασία της πρώτης περιοδείας τους στη Βόρεια Αμερική, που θα άρχιζε στις 5 Νοεμβρίου. Ο Blackmore είχε ήδη στα πλάνα του την παρουσίαση του “Ουράνιου Τόξου” με έναν πιο εμφατικά οπτικό τρόπο. Το ξύλινο ουράνιο τόξο στη διάρκεια της εμφάνισης των Deep Purple California Jam τους έδωσε την ιδέα, έτσι δόθηκε η παραγγελία στην εταιρεία See Factor στη νέα Υόρκη της κατασκευής ενός τεράστιου ηλεκτρονικού ουράνιου τόξου να ενώνει τα δυο άκρα της σκηνής. Ήταν το πρώτο στο είδος του εκείνη την εποχή, περιείχε 3000 λαμπτήρες, και ο χειρισμός του γινόταν από έναν φορητό υπολογιστή. Αν και η τεχνολογία του ήταν προχωρημένη για την εποχή του, ήταν και πάλι αρκετά πρωτόγονη συγκριτικά με τα σημερινά δεδομένα, και προκάλεσε πολλά προβλήματα.

Με την παρουσία μόνο του υλικού από το πρώτο άλμπουμ, πολλοί αγόρασαν εισιτήρια με την προοπτική να ακούσουν και τραγούδια των Deep Purple. Όμως, στη διάρκεια της προετοιμασίας, ο Ritchie και ο Ronnie έγραψαν τρία νέα τραγούδια, το “Do You Close Your Eyes”, με το οποίο τελικά άνοιγαν τις εμφανίσεις τους, αλλά και τα “Stargazer” και “A Light in the Black”. Κάποια από τα τραγούδια του πρώτου δίσκου απλώθηκαν ζωντανά σε διάρκεια, φτάνοντας τη συνολική εμφάνιση του γκρουπ στα 90 λεπτά. Με την προσθήκη του Carey να είναι η τελευταία λίγο πριν την έναρξη της περιοδείας, και τα προβλήματα του ουράνιου τόξου, ο προγραμματισμός άλλαξε και υπήρξε μια καθυστέρηση πέντε ημερών.

Το συγκρότημα βρέθηκε στο Μόναχο τέλη Ιανουαρίου του 1976, και με την τριβή των ζωντανών εμφανίσεων που είχαν προηγηθεί, είχε ήδη μεταμορφωθεί σε μια δυνατή και σφιχτοδεμένη μηχανή. Η αλληλεπίδραση του Blackmore με τον Dio είχε κορυφωθεί με καταπληκτικά αποτελέσματα και έξι νέα τραγούδια είχαν μορφοποιηθεί να αποτελέσουν το νέο τους άλμπουμ. Έμειναν στο Arabellahaus Hotel, στον 17ο όροφο και ο Jimmy Bain με τον Tony Carey είχαν γίνει ήδη ομάδα οι δυο τους, μένοντας στο ίδιο δωμάτιο.

Θα δούλευαν στο Musicland, ένα στούντιο που βρισκόταν στο υπόγειο του ξενοδοχείου. Είχαν διαμορφώσει έναν ειδικό χώρο για τα ντραμς, κάτι που ήταν ιδιαίτερα επαναστατικό για την εποχή εκείνη. Όμως έψαχναν έναν ήχο στα τύμπανα πέρα από τον συνήθη, ψόφιο ήχο των 70’s, ήθελαν κάτι πιο βαθύ και ογκώδες, πιο θορυβώδες και επιβλητικό. Για να το καταφέρουν μετέφεραν τα ντραμς του Cozy στον διάδρομο με τη σκάλα που οδηγούσε κάτω στο κελάρι. Το Musicland ήταν ένα στούντιο που φτιάχτηκε από τον γνωστό disco παραγωγό Giorgio Moroder, και είχε φιλοξενήσει ήδη τους Led Zeppelin, τους Rolling Stones, και τους Deep Purple, όμως όλη η επίβλεψη των ηχογραφήσεων όπως και το engineering έγιναν από τον παραγωγό των Deep Purple, Martin Birch. Ο Martin ήταν μια υπέροχη κατευναστική φιγούρα με σημαντική επιρροή, αλλά και μαύρη ζώνη στο καράτε, κάτι που έδινε τη διαβεβαίωση πως όλα θα κυλούσαν ομαλά ακόμα και με τις πιο προβληματικές προσωπικότητες. Μαζί του ήταν και ο μηχανικός ήχου του Musicland, Reinhold Mack: ήρθε στο στούντιο φορώντας μια στολή των SS, μάλιστα όχι τη γνωστή μαύρη αλλά την καφετιά με μια κόκκινη και μαύρη σβάστικα. Ορμώμενος από πολλές ερωτήσεις του Blackmore γύρω από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, προμηθεύτηκε τη στολή, μπήκε βρίζοντας και διατάζοντας στα γερμανικά με επιτακτικό ύφος, τρομάζοντας τον Blackmore μέχρι θανάτου. Ήταν μια εξαιρετική και διασκεδαστική ερμηνεία από μέρους του.

Ο βασικός προσανατολισμός ήταν να γίνει το άλμπουμ πολύ γρήγορα, να μεταφέρουν τη σύλληψη των τραγουδιών στη ζωή άμεσα. Τα backing tracks και το κύριο μέρος της ηχογράφησης έγιναν μόλις σε μια εβδομάδα, και η ενστικτώδης τακτική της μπάντας έδωσε στο άλμπουμ τον χαρακτήρα που έχει. Όλοι είχαν τη συνολική αίσθηση πως τα πάντα γίνονταν για τους σωστούς λόγους, πως δημιουργούσαν κάτι μοναδικό. Ο Cozy έπαιζε σαν τρελός, ο Ronnie ήξερε τι ακριβώς ήθελε να τραγουδήσει και πώς να το τραγουδήσει, και ο Blackmore ήταν απλά σίγουρος για όλα. Η μυστηριώδης, μεσαιωνική κατεύθυνση, τους πόρους της οποίας είχαν ήδη ρίξει στο ντεμπούτο τους, ήταν ξεκάθαρα μέρος του παράλληλου κόσμου στον οποίο ζούσε ο Blackmore, ένας μοναχικός, δύσκολος τύπος με ένα ψηλό καπέλο και ένα τσέλο που κουβαλούσε συχνά παντού, προσπαθώντας να μάθει να παίξει. Κοντά του ο Dio υπήρξε ο ιδανικός μεταφραστής των συχνά ασαφών και ημιτελών οραμάτων του, επιδεικνύοντας μια απίθανη ευχέρεια να γεννά τους κατάλληλους στίχους μαζί με τις απόλυτα εφαρμοστές φωνητικές μελωδίες. Αν αναλογιστεί κανείς πως οι άνθρωποι του κοντινού περιβάλλοντος του Dio μιλούν για έναν άνθρωπο προσγειωμένο στην πραγματικότητα και τα ερεθίσματά της, είναι η εποχή που διαμορφώνει αυτό τον μυθικό συμβολισμό στους στίχους του, μια επιλογή και τακτική που θα τον χαρακτηρίσει σε όλη την υπόλοιπη πορεία του.

Το Minimoog σόλο του Tony Carey ανοίγει τον πόρτα στο άλμπουμ και το επιβλητικό “Tarot Woman”, μια προειδοποίηση από έναν τσιγγάνο που διαβάζει τα χαρτιά Ταρώ στον ήρωα του τραγουδιού πως η γυναίκα του σκοπεύει να του κάνει κακό. Είναι ουσιαστικά η πρώτη στη σειρά των κακών γυναικών που συχνά αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τον Dio. Το σόλο του Carey που κατέληξε στην επίσημη ηχογράφηση είναι ουσιαστικά το πρώτο ποπυ δοκίμασε. Ο Carey επέμενε πως μπορούσε να γράψει κάτι καλύτερο, ο Blackmore ζήτησε στο μεταξύ να μην χάσουν την ηχογράφηση, και παρά τις επίμονες προσπάθειες του Carey για περίπου μια ώρα, τίποτα δεν άλλαξε. Αν και είναι ένα υπέροχο, επιβλητικό εναρκτήριο τραγούδι και ιδανικό για άνοιγμα στις ζωντανές εμφανίσεις, το αποτέλεσμα στις πρόβες δεν τους ικανοποιούσε, έτσι το “Kill the King” που γράφτηκε εκείνο τον καιρό, πήρε τη θέση του.

Ο Dio έχει αποδώσει τα εύσημα του ρυθμού στην έμπνευση για το γοητευτικά απόκοσμο “Run with the Wolf”, ένα μυστηριώδες, μαγευτικό τραγούδι για λυκανθρώπους, που πιθανά έχει τη θεματική του αφετηρία σε μια ταινία με τον Lon Chaney με λυκανθρώπους. Το αιωρούμενο, εκκεντρικό σόλο του Blackmore ενισχύει ιδανικά τη σκιώδη ατμόσφαιρα του τραγουδιού, και κάτι ανάλογο θα επαναλάβει στο “Lady of the Lake” του “Longlive Rock’n’Roll”. Η επιμονή μιας παριζιάνας οπαδού του Blackmore, μόλις 18 χρονών με το όνομα “Muriel”, κατέληξε στο κλασικό “Starstruck”, ένα περίεργο τραγούδι, που παρά τη φαινομενικά απλή δομή του, αναδεικνύει πολλά χρώματα και εντυπώσεις. Είναι κυρίως πάλι η καθηλωτική ερμηνεία του Dio, και το παίξιμο του Powell που περνά το τραγούδι από κέλτικες, heavy blues, αλλά και μεσαιωνικές αισθήσεις με τη συνδρομή του Blackmore, με τις στιγμιαίες αλλαγές βυθισμένες στον ρυθμό του. Είναι πια μυθική η ιστορία του Blackmore για την εισβολή της εμμονικής Γαλλίδας στον κήπο του σπιτιού του, όταν είδε τους θάμνους να κινούνται και έστειλε τα σκυλιά πάνω της. Το πιο απλό και σίγουρα και αδύναμο τραγούδι του δίσκου είναι το άμεσο rocker “Do You Close Your Eyes”. Ήθελαν ένα γρήγορο, εύκολο στο αυτί τραγούδι που θα κολλούσε άμεσα σε αρκετό κόσμο και ήταν ένα από τα νέα τραγούδια που παίχτηκαν ζωντανά στην πρώτη περιοδεία των Rainbow. Όπως η μουσική, έτσι και οι στίχοι είναι αισθητά μακριά από το κυρίαρχο κλίμα του “Rising”, σαν να δίνεται μια εύκολη πίστωση χρόνου στον ακροατή, να προετοιμαστεί για όσα θα ακολουθήσουν στη δεύτερη πλευρά.

Η εμμονή του Dio να γράψει μια μέρα ένα τραγούδι για τους καταπιεσμένους τον οδήγησε σε ένα όραμα που προερχόταν από τους σκλάβους στην Αίγυπτο, ανθρώπους δεμένους με αλυσίδες, χωρίς ταυτότητα. Οι στίχοι του ευθυγραμμίζονταν ιδανικά με τις ανατολίτικες κλίμακες του Blackmore, και το μοναδικό θαύμα του “Stargazer” πήρε σάρκα και οστά, ένα από τα πιο συγκλονιστικά τραγούδια της ευρύτερης rock ιστορίας, και ότι καλύτερο με διαφορά έκαναν ποτέ οι Rainbow. Η κατάληξη του Μάγου που τελικά συνθλίβεται στο έδαφος αντί να υψωθεί στον ουρανό, ήταν η συμβολική πεποίθηση του Dio πως τελικά οι απλοί άνθρωποι θα επιπλεύσουν πέρα από κάθε δυνάστη, και όπως ομολόγησε ο ίδιος, υπήρχε και ένας παράλληλος υπαινιγμός για τον Richard Nixon και την Αμερική. Μέσα στη μεγαλειώδη θλίψη του τραγουδιού, μέρη του οποίου έγραψε στο τσέλο ο Blackmore υπάρχει και ο απόηχος του χωρισμού του από την κοπέλα του Judith, ένα γεγονός που τον είχε καταβάλει αισθητά.

Αν και όλο το άλμπουμ ακολούθησε την ενστικτώδη, γρήγορη διαδικασία, τα πλάνα για το “Stargazer” ήταν εντελώς διαφορετικά, καθώς ο Blackmore είχε τη φιλοδοξία να του προσδώσει περισσότερη μεγαλοπρέπεια, χρησιμοποιώντας τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Μονάχου. Ο μαέστρος Rainer Pietsch κλήθηκε να αναλάβει την αποστολή, ο οποίος είχε πείρα συνεργασίας με rock μουσικούς από τη δεκαετία του ’60, ενώ είχε δουλέψει και με τους The Who, ενώ από το 1969 δούλευε και σαν παραγωγός. Από τη στιγμή που εγκαταστάθηκε στο Μόναχο εδραίωσε τη φήμη του, ενώ ήταν και συνθέτης και είχε στείλει μάλιστα τραγούδι του στον διαγωνισμό της Eurovision, εκπροσωπώντας τη Γερμανία. Η γνωστή δυσκολία του Blackmore να νιώσει ικανοποίηση χτύπησε ξανά, έτσι βρίσκοντας την ορχήστρα υπερβολική, απομάκρυναν μέρη, απογοητεύοντας τον Rainer που αισθανόταν πραγματικά περήφανος για το μεγαλειώδες συνοδευτικό του έργο, και στην απογυμνωμένη εκδοχή χρησιμοποίησαν Mellotron για να εξομαλύνουν την ορχήστρα που δεν ακουγόταν τόσο συνεκτική και συντονισμένη. Το “Stargazer” παραμένει και σήμερα, με την ίδια δύναμη και εκφραστικότητα, το τραγούδι που ταξιδεύει στους αιώνες και μοιάζει να μην τελειώνει ποτέ. Όταν ο Dio τραγούδησε “I see a rainbow rising”, γεννήθηκε στην πραγματικότητα και ο τίτλος του δίσκου.

Το καταιγιστικό “A Light in the Black”, το οποίο ακολουθεί η φήμη του sequel στο “Stargazer” , είναι ένα τραγούδι επιθετικό με απίστευτη ενέργεια και ίσως το διάστημα του χρόνου στο οποίο οι Blackmore, Powell και Carey μονοπωλούν το ενδιαφέρον του ακροατή. Ένα πολύ δύσκολο τραγούδι να αποδοθεί με την ακρίβεια και την ενέργεια που απαιτούσε ζωντανά, βρήκε το δρόμο του λίγες φορές στη λίστα των ζωντανών τους εμφανίσεων. Δεν είναι σίγουρα το αγαπημένο τραγούδι του Dio, και ίσως να είναι ο λόγος για τον οποίο προτιμά συνολικά το πρώτο άλμπουμ των Rainbow σαν αγαπημένο του.

Για το artwork του δίσκου, ο Blackmore κάλεσε τον καλλιτέχνη Ken Kelly, που είχε ήδη συνεργαστεί με τους Kiss. Όπως όλοι οι μεγάλοι άνθρωποι και καλλιτέχνες, ο Kelly όταν αναφερόταν στο μοναδικό αυτό δημιούργημα, δεν είχε διεκδικήσει τίποτα περισσότερο από αυτό που του αναλογούσε:  την εκτελεστική μαγεία του συγκεκριμένου θέματος. Ο Blackmore ήξερε ακριβώς τι ήθελε, αντλώντας την αντίστοιχη έμπνευση από τη μουσική που έγραψε στο άλμπουμ, και είχε στο κεφάλι του την κάθε λεπτομέρεια με εντυπωσιακή ακρίβεια: ουσιαστικά του υπαγόρευσε το εξώφυλλο. Έφυγε από το γραφείο με μια πλήρη ζωγραφιά στο κεφάλι του και αυτό που έμενε να κάνει ήταν να ζωντανέψει το όραμα του κιθαρίστα, πετυχαίνοντας την ένταση και το μεγαλείο της εικόνας και αφήνοντας πίσω τελικά ένα αριστούργημα που συνεχίζει να λατρεύεται από τους φίλους των Rainbow, τόσο ισχυρά και ταιριαστά δεμένο με το μουσικό περιεχόμενο.

Το Rising κυκλοφόρησε στις 17 Μαΐου 1976. Αν και είχε διάρκεια μόλις 33 λεπτά και 28 δευτερόλεπτα, ο Blackmore προφανώς ένιωσε ότι ήταν ολοκληρωμένο, και έτσι κράτησε τραγούδια, όπως το “Kill The King” και το “Long Live Rock’n’Roll”, για το επόμενο άλμπουμ των Rainbow. Εκείνο το καλοκαίρι, ξεκίνησαν μια παγκόσμια περιοδεία που τους πήγε σε τέσσερις ηπείρους σε έξι μήνες. Η περιοδεία δεν ήταν τέλεια. Από τεχνική πλευρά, το τεράστιο, πλάτος 40 ποδιών σκηνικό του ουράνιου τόξου, με τους 3.000 λαμπτήρες, δημιουργούσε προβλήματα στις κιθάρες και τους ενισχυτές. Στο μεταξύ, οι πρώτοι τριγμοί είχαν αρχίσει να φαίνονται μεταξύ των μελών. Ο νυχτερινός τρόπος ζωής των Bain και Carey τους χάρισε το παρατσούκλι “Glimmer Twins”. Ο Blackmore διατηρήθηκε λογικός καταφεύγοντας στις συνηθισμένες του φάρσες και τα αγαπημένα του ουίσκι Johnny Walker πριν από τις εμφανίσεις. Ο πιο ήρεμος Dio, στο μεταξύ, περνούσε πολύ χρόνο απομονωμένος στο δωμάτιό του. Ο Powell είχε σκυμμένο το κεφάλι του αλλά συναναστρεφόταν με όλους. Παρά τους αυξανόμενους διαχωρισμούς, το συγκρότημα έπαιξε μερικές από τις καλύτερες συναυλίες της περιοδείας, όπως αποτυπώθηκαν στο ζωντανό άλμπουμ του 1977 “On Stage”.

Τον Δεκέμβριο του 1976, το συγκρότημα ολοκληρώνει με δυο συναυλίες στο Budokan του Τόκιο μια εξάμηνη περιοδεία προώθησης του “Rising”. Στη σκοτεινή, γεμάτη καπνό υπόγειο ντίσκο του Tokyo Hilton, η νύχτα είναι σε πλήρη εξέλιξη, και τα μέλη του συγκροτήματος χαλαρώνουν και διασκεδάζουν. Μέσα στην επιφανειακή ελαφρότητα και ηρεμία της στιγμής, στο μυαλό του Blackmore οι αποφάσεις για αλλαγές έχουν ήδη παρθεί. Ο μπασίστας Jimmy Bain θα είναι ο πρώτος που θα απομακρυνθεί, και ο κολλητός του Tony Carey θα ακολουθήσει. Κάπως έτσι θα μείνει αιώνια αναπάντητη η απορία τι θα μπορούσε να κάνει άλλο αυτό το απίθανο line up που έγραψε ένα από τα πιο επιδραστικά και ανθεκτικά άλμπουμ στην ιστορία της rock μουσικής. 

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1159 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.