
Ο Ingo Ito ξεκίνησε τη μουσική του καριέρα σαν ηχολήπτης στα διάσημα στούντιο Hansa by the Wall στο Βερολίνο. Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 εργάστηκε σαν session κιθαρίστας για διάφορους καλλιτέχνες, μεταξύ άλλων για τους Inga & Anete Humpe (Ideal), Thomas Fehlmann (Ready Made, The Orb) αλλά και σαν ηχολήπτης και παραγωγός για πιο άγνωστες τοπικές μπάντες του Βερολίνου.
Από το 1983 έχει δημιουργήσει με τον George Din τους Bamboo Industry, αρχικά με την πρόθεση να είναι ένα pop-duo, που συνδυάζει industrial ήχους με επιρροές από την παραδοσιακή ασιατική μουσική. Μετά τις πρώτες τους demo κασέτες, πλαισιώθηκαν από περισσότερους μουσικούς και η μουσική ιδέα του σχήματος μετατοπίστηκε σε ένα εναλλακτικό pop συγκρότημα της δεκαετίας του ’80 με μια δόση ασιατικών επιδράσεων. Η αρχική σύνθεση, εκτός των δυο ιδρυτών περιλάμβανε τη Susa Lie στο μπάσο και τον Robin Loxley στα κήμπορντς. Το 1989, το ενδιαφέρον του για τη μίξη ηλεκτρονικών με τροποποιημένους ήχους κιθάρας τον έφερε να συνεργάζεται με τον Heiko Maile του γερμανικού synth-συγκροτήματος Camouflage, και αμέσως μετά προσχώρησε στο σχήμα για το δεύτερο άλμπουμ τους “Methods Of Silence” και την πετυχημένη περιοδεία προώθησης. Για τα επόμενα 6 χρόνια δούλεψε με τους Camouflage σε όλα τα άλμπουμ, τα singles και τις συναυλίες τους και έγραψε επίσης κάποια μουσική και στίχους για αυτούς.
Στο μεταξύ, οι Bamboo Industry, μετά από κάποια χρόνια ζωντανών εμφανίσεων και ορισμένων δισκογραφικών παρουσιών κυρίως με singles, κατέληξαν σε μια νέα σύνθεση, με την παρουσία του πολυμουσικού Gabriel Le Mar, του σαξοφωνίστα-κημπορντίστα Lorenz Allacher, και του ντράμερ Hans Schumann. Δυστυχώς η Ariola, η δισκογραφική τους εταιρεία, δεν ενδιαφέρθηκε να συνεχίσει τη συνεργασία, παρά τις επιτυχημένες ζωντανές εμφανίσεις τους, και το κεφάλαιο Bamboo Industry έκλεισε οριστικά, αφήνοντας πίσω αρκετό ακυκλοφόρητο υλικό. Ο Gabriel Le Mar είχε γεννηθεί στο Βερολίνο από Έλληνες γονείς. Αρχικά έκανε εμφανίσεις σαν επαγγελματίας dj σε διάφορα κλαμπ, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Καλών τεχνών του Βερολίνου, και δούλεψε σαν καλλιτεχνικός διευθυντής σε διάφορα πρακτορεία. Η σταδιακή συμμετοχή του, αρχικά σαν guest, στους Bamboo Industry, τον έφερε σε επαφή με την καλλιτεχνική ματιά του Ingo Ito, και η εξελιγμένη μορφή των Bamboo Industry έφερε στη ζωή τους Rain On Bamboo, με τον Le Mar απόλυτα ενεργό, και την προσθήκη της τραγουδίστριας Lisa Wicklund, στην τελευταία σύνθεση των Bamboo Music. Βρισκόμαστε πια στο 1992.

Είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου για ένα περισσότερο γενναίο και πρωτοποριακό στυλ μουσικής επηρεασμένο από καλλιτέχνες όπως ο Brian Eno, οι King Crimson, ο David Sylvian και ο Ryuichi Sakamoto. Υπήρχε πολύς χώρος για αυτοσχεδιαστικές απόπειρες μέσα στο χαλαρό πλαίσιο των φωνητικών τραγουδιών, του πρώτου τους άλμπουμ “Sleep & Poetry” και η προσέγγιση στην ηχογράφηση θεωρήθηκε σαν έργο τέχνης από μόνη της με τη μουσική να ζωγραφίζει μια πολύχρωμη εικόνα για τη φαντασία του ακροατή. Το πρώτο τους άλμπουμ αποτελεί ουσιαστικά μια εξερεύνηση στο χώρο της ρομαντικής ambient artpop με στοιχεία progressive rock. Η αίσθηση ενός λυτρωτικού φωτός λούζει τη διαδρομή των τραγουδιών οδηγώντας τον ακροατή να αγναντεύει τα ονειρικά τοπία της Άπω Ανατολής, μαζί με συνθετικές συνδρομές σύγχρονων ιδιωμάτων. Δεν είναι περίεργο αν ανιχνεύει κανείς στοιχεία και από τη μουσική των Roxy Music, τους Depeche Mode, ίσως από τον Johnny Warman, την Kate Bush και τον Peter Gabriel. Η μουσική, μέσα στη φωτεινή της παλέτα, δεν ακολουθούσε ποτέ προσιτές πιασάρικες μελωδίες, ήταν ένας έξυπνος pop παράδρομος εμπλουτισμένος με όλα αυτά τα στοιχεία τους, και με τη συνδρομή δέκα συνολικά μουσικών στο στούντιο, μεταξύ αυτών οι φίλοι Heiko Meile (Camouflage) και Hans Behrendt (πρώην Ideal).

Οι ηχογραφήσεις έγιναν στα Riet Studios στο Βερολίνο, όπως και στο στούντιο του Ito, το Itofarm. Εκείνη την εποχή ο Gabriel Le Mar έγραφε την ημέρα τη διπλωματική του εργασία και το βράδυ δούλευε στο στούντιο με τους υπόλοιπους το άλμπουμ. Είναι πολύ πιθανό ο τίτλος να προήλθε από το ομότιτλο ποίημα “Sleep and Poetry” του 1816 του Άγγλου ρομαντικού ποιητή John Keats, ενώ στο τραγούδι “Painted by Eisen” υπάρχει προφανής αναφορά στον Γιαπωνέζο ζωγράφο Keisai Eisen που ειδικευόταν στους πίνακες όμορφων γυναικών. Άλλωστε το “Sleep & Poetry”, με υπέροχη κορυφή τις ελικοειδείς φωνητικές γραμμές του “No Burning Soul” ήταν ένα ευάλωτο άλμπουμ με τραγούδια αγάπης που κυκλοφόρησε το 1994, και δεν πήρε ποτέ όση αγάπη έδωσε.
Το δεύτερο άλμπουμ των Rain On Bamboo “Suburban Skirmish” ηχογραφήθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από τον Ingo Ito σαν multitrack στούντιο άλμπουμ, και έκανε σχεδόν όλη τη δουλειά μόνος του, λόγω της έλλειψης χρόνου από τους περισσότερους συναδέλφους μουσικούς. Μόνο οι βασικές ηχογραφήσεις για δύο τραγούδια έγιναν με τριμελές συγκρότημα με τους Ito στην κιθάρα, τον drummer Sven Küster (Legendary Golden Vampires, Space Kelly) και την μπασίστρια Lisa Wicklund (7th Heaven, Kuusimäki).

Το άλμπουμ ολοκληρώθηκε στο Αμβούργο στο στούντιο των Camouflage και ο Heiko Maile πρόσθεσε μερικούς ήχους από τη διάσημη, παλιομοδίτικη συλλογή των συνθεσάιζερ του. Όπως προϊδεάζει και ο τίτλος του, το δεύτερο έργο τους είναι μακριά από την ευγένεια και γλυκιά ειρήνη της Άπω Ανατολής. Μοιάζει περισσότερο με ένα ηχητικό αντίστοιχο ενός φιλμ νουάρ με πτώματα, μυστικά, λαμπερές, λάγνες γυναίκες στα πίσω καθίσματα μαύρων λιμουζίνων, αδίστακτους μαφιόζους, και ο ήχος έχει προσαρμοστεί σε μια αστική, σκοτεινή μετάλλαξη με πολλούς ενδιαφέροντες επιμέρους ήχους. Η καρδιά του άλμπουμ είναι αναμφισβήτητα το δεκάλεπτο “The Wild Wind” ένα επικό, υφέρπον κτήνος που ζητά τα πάντα ή τίποτα, αγγίζοντας αδίστακτα οριακές αποφάσεις: “ήρθε η ώρα να θερίσουμε τον άγριο άνεμο και να γευτούμε το τέλος”.

Ο δίσκος κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1996, και ήταν εξίσου υπέροχος με τον πρώτο, αλλά με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο. Όμως η ευστοχία του απέναντι στο θέμα και η εμπνευσμένη διάταξη των τραγουδιών κατάφερναν να διατηρούν αυτό το εναλλακτικό art pop ύφος, ιδανικό για τα στερητικά των φίλων του Sylvian και όσων λάτρεψαν την επιστροφή των Japan σαν Rain Tree Crow. Οι Rain On Bamboo συνέχισαν όμως να είναι ένα πολύ βαθιά κρυμμένο μυστικό του underground.
Το 1998 και το 2002 ο Ito εργάστηκε στη σύνθεση ambient μουσικής για εκθέσεις του Γερμανού ζωγράφου Karmers στο Λονδίνο και το Αμβούργο, και το 2004 έγραψε τη μουσική στο πολύ γνωστό audio book “Kokain”, ένα διπλό CD για τη ζωή και τον θάνατο του Γερμανού ποιητή Walter Rheiner (1895-1925). Εδώ και αρκετό καιρό ζει στην Ισπανία, και με το όνομα Zen Hanami, κυκλοφορεί άλμπουμ ambient μουσικής.
Συχνά σκαλίζει τα αρχεία του με τους θαμμένους θησαυρούς και κάπως έτσι προκύπτουν ακυκλοφόρητα τραγούδια των Bamboo Industry και Rain On Bamboo, δυναμώνοντας ακόμα περισσότερο τη νοσταλγία.
Facebook
Website
Bamboo Industry bandcamp
Rain On Bamboo bandcamp