Q5: “Steel the Light”

ALBUM TRIBUTE

Οι αρχές της δεκαετίας του ’80 αποτέλεσαν μια εποχή έντονων ζυμώσεων και αλλαγών στην ευρύτερη σκηνή της Washington, και ιδιαίτερα στο Seattle όπου ένα κύμα νέων μουσικών θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των τάσεων στο αμερικανικό metal. Ανάμεσα στα καταξιωμένα ονόματα των μουσικών εκείνης της εποχής ξεχωρίζει αυτό του κιθαρίστα Floyd Rose. Όσο και αν έμεινε περισσότερο στις μνήμες μουσικών και ακροατών για την εφεύρεση του τρέμολο με το όνομά του, ο Rose είχε και μια μάλλον παραγνωρισμένη καλλιτεχνική δράση.

Όντας για κάποιο διάστημα μαζί με τον τραγουδιστή Jonathan Scott K. στο τοπικό συγκρότημα C.O.R.E., που είχε ανοίξει και για τον Sammy Hagar, αποφασίζουν κάποια στιγμή το 1982 να ενώσουν τις δυνάμεις του με κάποια μέλη των επίσης ντόπιων ΤΚΟ (περισσότερο γνωστό από την μικρή τους δισκογραφική δραστηριότητα το άλμπουμ “In your Face” του 1984). Με την προσθήκη του κιθαρίστα Rick Pierce, του μπασίστα Evan Sheeley και του ντράμερ Gary Thompson, συμπληρώνουν την σύνθεση του νέου γκρουπ, που παίρνει το όνομα Q5.

Το νεοσύστατο συγκρότημα μπήκε στο στούντιο στις αρχές του 1983 για να ηχογραφήσει ένα demo επτά κομματιών, το οποίο τους τράβηξε την προσοχή του τότε management των Heart.  Συγκεκριμένα, ο μάνατζερ Ken Kinnear εντυπωσιάστηκε από το υλικό τους, και έσπευσε να αναλάβει με συμβόλαιο το management του γκρουπ.  Αμέσως μετά, φρόντισε να εξασφαλίσει για λογαριασμό τους τον βραβευμένο με Grammy παραγωγό Mike Flicker, για να ηχογραφήσουν το πρώτο τους άλμπουμ. Η μπάντα αποφάσισε τελικά να συμπεριλάβει μόνο τρία τραγούδια από το demo μαζί με έξι νέα κομμάτια. Το “Steel The Light”, όπως ονομάστηκε το άλμπουμ, ηχογραφήθηκε κυρίως στο Los Angeles στα Cherokee Studios, με τις τελευταίες πινελιές να προστίθενται στο The Music Source στο Seattle. Η πρώτη του έκδοση έγινε από την Albatross Productions του Kinnear, αλλά γρήγορα η γνωστή δισκογραφική εταιρεία με έδρα το Λονδίνο “Music For Nations” το κυκλοφόρησε το 1984  με το κλασικό εντυπωσιακό εξώφυλλο, ένα έργο του ντόπιου καλλιτέχνη από το Seattle, Rollin C. Thomas, που κατέληξε ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα εξώφυλλα εκείνης της εποχής.

Οι Q5 με την δυνατή προώθηση που είχαν από την εταιρεία κέρδισαν τις εντυπώσεις στο ευρωπαϊκό κοινό, και λόγω μουσικού ύφους, συχνά τους σύγκριναν με τα συγκροτήματα του NWOBHM. Το συγκρότημα χαρακτηρίστηκε επίσης τότε σαν “sci fi metal” από τον συντάκτη του Kerrang, Xavier Russell. Χωρίς να έχουν έντονη συναυλιακή δράση, άνοιξαν στο Seattle για τους Twisted Sister και τους Y & T, στην περιοδεία προώθησης του “Stay Hungry”, όπως και για τη Lita Ford.

Η καλλιτεχνική βαρύτητα του “Steel the Light” βρίσκεται στο γεγονός πως συγκεντρώνει πολλές διαφορετικές τάσεις του ήχου εκείνης της εποχής, γεφυρώνοντας ταυτόχρονα τη μετάβαση από το hard rock των 70’s στο heavy metal των 80’s. Αυτή η μάλλον ακούσια ευστοχία και επιτυχία του υλικού οφείλεται πιθανά στις πολλές επιδράσεις των μουσικών, που μεταφέρονται στις συνθέσεις, μαζί με το φρέσκο ρεύμα της εποχής. Όλα τα παραπάνω γίνονται με ένα σπουδαίο συνθετικό υλικό, που έχει την ευελιξία να καλύψει εντυπώσεις και ιδιώματα, και ταυτόχρονα να συμπληρώσει ένα πολύ ομοιογενές άλμπουμ.

Στο πρώτο μέρος του, το “Steel the Light” αναδύει την περισσότερο σκληρή του πλευρά, ανοίγοντας με έναν δυναμίτη που ελίσσεται ανάμεσα σε αντηχήσεις πρώιμου power και το αμερικανικό κλασικό metal, το επιβλητικό “Missing in Action”. Το “Lonely Lady” είναι ένα καταπληκτικό εν δυνάμει single, με ένα δυναμικό εθιστικό ριφ πανούργα χειραφετημένο από την ελκυστική φωνητική μελωδία του, ένας μοναδικός οδηγός για τα μαγικά αποτελέσματα που μπορεί να έχει ένας τέτοιος φονικός συνδυασμός. Στην μεγαλοπρεπή επική επέλαση του ομότιτλου τραγουδιού θα μπορούσαν εύκολα να ταυτιστούν οι εραστές του “Kashmir” και του χρονικά γειτονικού “Egypt (The Chains Are On)” , άλλη μια ένδειξη της γέφυρας που αποτελεί ο δίσκος. Η εκπληκτική παράσταση του Jonathan στα φωνητικά συνεχίζει να ενισχύει τη συνολική αίσθηση, και στο επίσης δυναμικό “Pull the Trigger” ακούγεται σαν Brain Johnson με στεροειδή.

Στο δεύτερο μέρος του άλμπουμ, ακολουθώντας την αντίστοιχη μοιρασιά του βινυλίου, υπάρχει αισθητά μια περισσότερο hard rock αισθητική στο ύφος των τραγουδιών, διατηρώντας ένα ζηλευτό επίπεδο που μπορεί να συγκινήσει ταυτόχρονα τους οπαδούς των Pretty Maids, των AC DC αλλά και των Krokus. Τα δυνατά ρεφρέν κρατούν με συνεργό την σπουδαία παραγωγή ψηλά την αδρεναλίνη στα “Ain’t no Way to Treat a Lady” και “Teenage Runaway”, ενώ το “Rock On” αλληθωρίζει ξανά προς το αυστραλιανό ευαγγέλιο του rock & roll. Μια ιδιαίτερη ευγενική mid tempo πρόκληση, με ξεχωριστό μυστήριο, αισθησιασμό και έξοχες φωνητικές γραμμές προσφέρει το “In the Night”, ξεδιπλώνοντας μια αριστοκρατική, μεγαλόψυχη αλητεία στον επίμονο ρυθμό του. Η άμεση, συγκινητική ομορφιά του “Come and Gone” το κρατά αλώβητο απέναντι σε κάθε κλισέ που παραμονεύει σε ανάλογες απόπειρες μιας heavy rock μπαλάντας, και υψώνεται σαν μια επιπλέον επιβεβαίωση ενός ισχυρού συνθετικού ταλέντου.

Με το πέρασμα των χρόνων μπορεί κανείς να επικαλεστεί τη διάγνωση μιας προειδοποίησης στην hard rock κυριαρχία του δεύτερου μέρους, σε ότι έχει να κάνει με τη συνέχεια της πορείας του γκρουπ. Οι Q5 υπέγραψαν συμβόλαιο με την Polygram για τη δεύτερη κυκλοφορία τους, το  “When The Mirror Cracks” του 1986. Ακριβώς με την ίδια σύνθεση, αλλαγμένο όμως λογότυπο, εμφανή μεταστροφή σε περισσότερο AOR ύφος και ήχο, και με τον μπασίστα Evan Sheeley να έχει αναλάβει ταυτόχρονα τα κυρίαρχα πια keyboards, το συγκρότημα μάλλον έχασε έδαφος με το νέο του στοίχημα. Οι εσωτερικές συγκρούσεις και μουσικές διαφορές σε συνδυασμό με την πίεσης της δισκογραφικής εταιρείας, έφεραν το πρόωρο τέλος.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1282 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.