PHISH: “Evolve”

ALBUM

Μοιάζει να έχουν περάσει πια αιώνες από την εποχή που τα ταλαντούχα αγόρια από το Vermont συστήθηκαν στο κοινό με το “Junta” του 1989, και τραγουδώντας “let’s go out to dinner and see a movie”. Το σταθερό κουαρτέτο των Trey Anastasio (κιθάρες και βασικά φωνητικά), Mike Gordon (μπάσο, φωνητικά), Jon Fishman (τύμπανα, τρομπόνι και φωνητικά) και Page McConnell (πλήκτρα, φωνητικά), αποδείχθηκε μια από τις πιο ανθεκτικές σημαίες του ευρύτερου σύγχρονου rock.

Δεν είναι και το ευκολότερο εγχείρημα να μεταδώσεις το εκτόπισμα των Phish σαν μπάντα σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, το κοινό της οποίας μοιάζει να τους αγνοεί πλήρως. Και όμως, σαράντα χρόνια και δεκαέξι άλμπουμ μετά, με τη μεσολάβηση δυο μικρών διακοπών, οι Phish επιμένουν να μεταφέρουν  όλα όσα τους εδραίωσαν σαν μια από τις μεγαλύτερες σύγχρονες rock μπάντες, ιδιαίτερα στην απέναντι πλευρά του ωκεανού. Από το ξεκίνημα μιας συναρπαστικής διαδρομής, κατάφεραν να επιβληθούν σαν οι περισσότεροι επίκαιροι αλλά και δημοφιλείς πρεσβευτές ενός αμαλγάματος από improvisation rock, funk, jazz fusion, psychedelic αλλά και progressive rock. Με χιούμορ, φαντασία, απαιτητικό παίξιμο, αλλά και το άγγιγμα του Μίδα που έφερνε άμεσα και εύκολα μια ευρεία καταξίωση, οι Phish μπορούν να καμώνονται πως μετέφεραν την αύρα του κλασικού rock, μαζί με έξυπνες, καλοβαλμένες ενισχύσεις για χρόνια, κάνοντας μεγάλες μερίδες ακροατών να αγαπήσουν και να σεβαστούν μια προσέγγιση τόσο στη σύνθεση όσο και στον ήχο που μοιάζει να περιφρονεί στουντιακές προκάτ τακτικές και τεχνολογικά τεχνάσματα.

Η αφοπλιστική φρεσκάδα που αποπνέει το “Evolve”, πέρα από μια συνθετική ευστοχία που αποκαλύπτει, οφείλει πολλά σε καθιερωμένες συνταγές της μπάντας, πριν ακριβώς μπει στο στούντιο για να ηχογραφήσει τα νέα του τραγούδια. Συχνά οι συνθέσεις δοκιμάζονται σε ζωντανές αποδόσεις και η κατάληξη είναι μια φανερή βελτίωση, ενώ για το “Evolve”, o Trey Anastasio έφτιαξε πριν μια προσωπική σόλο ακουστική εκδοχή του άλμπουμ, αφού έπαιξε τα νέα τραγούδια ζωντανά. Το έκανε για να κοιτάξει κάθε τραγούδι άλλη μια φορά και να βεβαιωθεί ότι ήταν στον σωστό τόνο, όλοι οι στίχοι ήταν ιδανικοί, όλη η έκφραση ήταν αρμονική. Και έτσι όλα τα τμήματα ολοκληρώθηκαν. Μετά, επέστρεψαν όλοι μαζί στα τραγούδια, και έπαιξαν τα πάντα άλλη μια φορά, ζωντανά. Τέλος, πήγαν κατευθείαν στο στούντιο και ηχογράφησαν όλο το άλμπουμ σε δύο μέρες. Υπήρξε ουσιαστικά μια τεράστια προετοιμασία για το υλικό, ιδιαίτερα τα φωνητικά, τα δεύτερα φωνητικά, τη σύνθεση των τραγουδιών και τη δομή τους.  

Με τα χνάρια της παραδοσιακής ηχογράφησης να οδηγούν λοιπόν στον κατάλληλο προορισμό, οι Phish ετοίμασαν άλλη μια περίοπτη δόση από όλα αυτά τα μεζεδάκια που τόσο μας έχουν κακομάθει. Συμπαγείς ως συνήθως, γυρίζουν τις σελίδες, άλλες φορές έκδηλα ρυθμικοί και φωτεινοί, αλλού περισσότερο σοφιστικέ, ίσως και ελαφρώς μελαγχολικοί, εύκολα ελκυστικοί σε επίκαιρες σύντομες rock αφηγήσεις με ένα περίτεχνο pop άγγιγμα, και καταλήγουν να έχουν κάτι για άλλους. Είναι αισθητή αυτή η επιμονή στις φωνητικές γραμμές που καταλήγει να λειτουργεί άμεσα, χτυπώντας διάνα στις ανάλογες διαθέσεις. Με την εμπειρία τόσων απαιτητικών δίσκων, είναι βέβαια δύσκολο να τραβήξουν το νέο μεγάλο κόλπο από το ευρύχωρο καπέλο τους, έχουν όμως τα κότσια αλλά και την έμπνευση να απλώσουν το αλάνθαστο ταμπεραμέντο τους στην οικουμενική rock αρένα και να φέρουν καινούρια δελεαστικά τραγούδια να κουμπώσουν με τις νέες μας μνήμες. Μπορεί και να είναι προσωπική εμμονή, αλλά πάντα μου ακούγεται σαν οι οροσειρές και οι λίμνες του Vermont φύσηξαν μέσα στην ψυχή της μουσικής τους ένα διαβατήριο για φυγή, ένα παράθυρο για τη φύση, ένα εξιτήριο για μια μοναχική εμπειρία. Αλλά αυτά όλα είναι μόνο προσωπικές εικασίες. Οι Phish δεν έχουν χάσει κόκκο από την πολυσχιδή λειτουργία τους.

 Έτσι, αυτός που θέλει να γκρουβάρει αβασάνιστα τη νύχτα του με μπύρες και να απελευθερωθεί έστω και στιγμιαία από δεσμά, θα βολευτεί υπέροχα στο εναρκτήριο “Hey Stranger” και στο εθιστικό και ελαφρά southern “A Wave of Hope”, και αυτός που θέλει να στοχαστεί γύρω από την αιώνια λήθη θα έχει την πολυτέλεια να το κάνει με ένα από τα ομορφότερα singles της χρονιάς, to “Oblivion”. Όποιος θέλει να πλησιάσει το δημιουργό και να αφουγκραστεί τη φωνή του, θα ήταν ιδανικό να το κάνει σε κάποια ερημιά με το υπέροχο ομότιτλο να κυλά σαν ρυάκι στο σκοτάδι, ενώ αυτός που θέλει να μοιραστεί τις φοβίες του θα συμπλεύσει συγκινητικά με το “Monsters”. Κάπως έτσι συνεχίζουν να γυρίζουν οι σελίδες του “Evolve”, με μια οικουμενική αφοσίωση, θεραπευτική και ανθρώπινη, μια μουσική γειτονική και πλανητική, μια προσφορά πολύχρωμη και διεισδυτική. Και αναρωτιέμαι πως το κάνουν ακόμα.

“Τραγουδάω τώρα πάνω από τον φόβο. Και θυμάμαι πως οι αλλαγές έρχονται στο δρόμο”.

Είδος: Rock / Jazz Fusion / Psychedelic / Progressive
Εταιρεία: JEMP Records
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 12 Ιουλίου 2024

Website
Facebook

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1188 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.