PAVLOV’S DOG

TRIBUTE

Η επιστήμη αλλά και η μουσική, σπάνια έως ποτέ, «συνηγορούν» για τον παράγοντα τύχη, ως γενεσιουργό αιτία επιτευγμάτων, άνευ μεθοδικότητας ή γνώσης, αλλά και ταλέντου για το δεύτερο τομέα, αντίστοιχα.

Ο σκύλος του διάσημου, Νομπελίστα Ρώσου ερευνητή / (ψυχο)φυσιολόγου Ivan Petrovich Pavlov, κατάφερε βέβαια, έστω και «τυχαία», να «γεννήσει» τη θεωρία “Classical Conditioning” (ή “Pavlov Conditioning”), αφετηρία της Πειραματικής Ψυχολογίας και του Συμπεριφορισμού. Τη θεωρία που συνέδεε την έκκριση των σιελογόνων αδένων του, όχι μόνο στη θέα του γεύματος, αλλά και στο ερέθισμα του ήχου του βοηθού του ερευνητή, που του το προσκόμιζε.
{Οποιαδήποτε ομοιότητα με σύγχρονα «δίποδα» και καταστάσεις (μάλλον δεν) είναι επιστημονικά, συμπτωματική.}

Κατά τις περίεργες εκφάνσεις της «συμπτωματικότητας», πολλοί μεταγενέστεροι των τελών του 18ου αιώνα, οπότε και τα παραπάνω έλαβαν χώρα, έμελλαν να μάθουν γι’ αυτήν την ανακάλυψη μέσω μιας μπάντας, που εκτός του ονόματός τους από τον «σκύλο επιστήμονα», θα έφταναν να αποκτήσουν και μία εξίσου ξεχωριστή θέση στην ιστορία της rock {(και της) μουσικής, γενικότερα}. Ήταν λοιπόν και είναι, μνημειωδώς ακόμα, οι ημιαιωνόβιοι πλέον, Pavlov’ s Dog.

Η αρχή του «μίτου» της ιστορίας ή «προσομοίωσης παραμυθιού», όπως θα μπορούσαμε να γράψουμε, γυρνά πίσω στα 1972, στο Saint Louis του Missouri, εκεί όπου ο κιθαρίστας Steve Levin, ο μπασίστας Rick Stockton (R.I.P.), οι Doug Rayburn (R.I.P.) και David Hamilton στα πλήκτρα, ο βιολιστής Siegfried Carver (R.I.P.), ο ντράμερ Mike Safron και φυσικά ο frontman τους David Surkamp, θα σχημάτιζαν τους Pavlov’ s Dog, με αμελητέα ή καλύτερα ανύπαρκτη υποψία, ότι πέντε δεκαετίες μετά, το όνομα αυτό θα συνέδεε, φαινομενικά αταίριαστες έννοιες, όπως η επιστήμη, η μουσική και η προαναφερθείσα, σαν παραμύθι, μουσική ιστορία.

Δεν πέρασε ικανός χρόνος και ο Levin αντικαταστάθηκε από τον Steve Scorfina (πρώην REO Speedwagon), σημάδι χαρακτηριστικό και «προφητικό» ίσως, των πολυάριθμων αλλαγών που θα ακολουθούσαν.

Εξ’ αρχής, η είσοδός τους στα μουσικά δρώμενα, ακολουθούμενη από μία μετεγκατάσταση στη Νέα Υόρκη το 1974, υπήρξε εντυπωσιακή. Το φημολογούμενο εξωπραγματικό συμβόλαιο για νέα μπάντα (Εταιρεία ABC, 1974, 650.000 δολάρια), αποδείχθηκε ένας ακόμα συμβολικός οιωνός για τον αντίκτυπο που θα είχαν με την πρώτη δισκογραφική απόπειρα, το “Pampered Menial” (1974).


Δίσκος ο οποίος έμελε να κυκλοφορεί ταυτόχρονα από δύο εταιρίες, την (σε σύντομο χρονικό διάστημα) πρώην τους, ABC και τη νέα Columbia, «σημάδι» ίσως και τούτο, του μεγέθους εκτοπίσματος, αλλά και «αποτυπώματος», που θα άφηναν, συν τω χρόνω.

To progressive rock τους, συνεπικουρούμενο από έντονο συναίσθημα και μία χαρισματική, μοναδική και ιδιαίτερη φωνή, συνετέλεσαν στη δημιουργία ενός «διαμαντιού» της rock, που ανεξάρτητα τι μπορεί να (έχει) γραφεί, η προσωπική θεώρηση (και πάρα πολλών, βέβαια, ανά τις δεκαετίες) το τοποθετούν σαν ένα από τα σημαντικότερα albums στην ιστορία της rock και αναμφισβήτητα ένα εξαιρετικό ντεμπούτο μπάντας.

Λυρικές συνθέσεις, απουσία οποιουδήποτε στοιχείου που θα μπορούσε να εκληφθεί ως περιττό, το συναίσθημα να «ξεχειλίζει» σε κάθε νότα του και ο Dave Surkamp, να «στιγματίζει» με την «λεπτή», «δυσθεώρητων υψών» φωνή του, όχι μόνο το πόνημα αυτό και την ιστορία της μπάντας, αλλά αναλογικά και μία εποχή.

Το “Late November”, το “Song Dance” («βαρύ» και «ξεσηκωτικό») και το “Julia”, μεγάλωσαν γενιές και γενιές rock ακροατών, αποτελώντας στιγμές μοναδικής αισθητικής και «ακουστικής», βριθόμενα ανθρώπινων συναισθημάτων, μιας γλυκιάς, «εποικοδομητικής» μελαγχολίας και ευφυών μουσικών συνταιριασμάτων, από folk και rock στοιχεία και μουσικά όργανα, ικανά να προκαλέσουν ρίγη στο άκουσμά τους.


Εξερευνώντας όμως συνολικά το πρώτο αυτό δημιούργημα, ο ακροατής μπορεί να ανακαλύψει και άλλα αριστουργήματα, όπως τα “Natchez Trace”, “Fast Gun”, “Theme from Subway Sue” και το «ηχητικό, καλλιτεχνικό κομψοτέχνημα» και «εστία, εσωτερικής, ανθρώπινης αναζήτησης», “Episode”.

Ο διάσημος πλέον σκύλος του εξωφύλλου, μοιάζει να μην έχει καταλάβει τί τον «χτύπησε»…. Τον υποφαινόμενο, πάντως, το “Song Dance”, συλλήψεως του drummer Mike Safron! Χαρακτηριστικό παράδειγμα εξαιρετικού δίσκου, που δεν έλαβε την αποδοχή που του αναλογούσε στην σύγχρονη εποχή του.

Συνέχεια θα αποτελούσε το “At the Sound of the Bell” (1975). Στην προσπάθεια εναπόθεσης ταιριαστού χαρακτηρισμού δίπλα στον τίτλο, μάλλον το «εξαιρετικά υποτιμημένος», «κολλάει» απόλυτα. Το συναίσθημα παραμένει δεσπόζον και έκδηλο, οι «φόρμες» μετασχηματίζονται σε λιγότερο rock, αλλά η ποιότητα παραμένει σαφής. Σημαντικότατες προσθήκες πολλαπλασιάζουν την ποιότητα, όπως ο σαξοφωνίστας Michael Brecker και ο drummer Bill Bruford (King Crimson, Yes). Ουδόλως «αμελητέος», τουναντίον πολύ καλός δίσκος, που όμως δεν «άγγιξε» τα επίπεδα «μουσικής κοσμογονίας» και παράπλευρης επιρροής, του προκατόχου του.


Θα ήταν όμως και η αρχή του τέλους της πρώιμης εποχής του group, αφού το τρίτο album δεν κυκλοφόρησε σαν συνέχεια (παρότι έτοιμο), τουλάχιστον όχι ακριβώς έτσι (όπως θα δούμε παρακάτω), αλλά μετά από πολλά χρόνια. Η «ευχή» (χάρισμα) μερικές φορές, μετατρέπεται στη ροή της ζωής και σε «κατάρα». Έτσι η φωνή που ξεχώριζε, έφτασε να «σιγήσει» το 1977. Φήμες ακόμα και ότι πέθανε κυκλοφόρησαν {μάλιστα στα αυτιά μας φτάσανε και αστείες «εικασίες», που είχαν να κάνουν με τη «λεπτή και θηλυκή» χροιά της και συνεπακόλουθη αυτοκτονία (lol, μπορούμε να πούμε πλεόν), ενώ και ο ίδιος ο Surkamp πλέον γελάει, έχοντας δηλώσει πώς έμαθε για τη φήμη από την κόρη του}, άλλες λέγανε για την «εταιρική απογοήτευση» λόγω πωλήσεων. Ποτέ δεν είσαι σίγουρος αν υπήρξαν και κάποιες διαφωνίες μεταξύ μελών, η ουσία όμως ήταν ότι επρόκειτο για μία πολυετή παύση.

Το τρίτο τους album με ομώνυμο τίτλο (“Third”), αλλά και παράλληλο τον “St. Louis Hounds”, κυκλοφόρησε αρχικά χωρίς το όνομα της μπάντας, σαν bootleg από κλεμμένες master tapes, εν έτει 1980. Τα τραγούδια ήταν όλα γραμμένα και ολοκληρωμένα εκείνη την εποχή. Επίσημα, η μπάντα κατάφερε να το κυκλοφορήσει το 2007, με τίτλο “Has Anyone Here Seen Siegfried?”. Θα μπορούσαμε εύκολα να μιλήσουμε για ένα ακόμα ικανοποιητικό album, με ανάμεικτα στοιχεία, κάτι σαν σύζευξη και «μπόλιασμα» των 2 προηγούμενων, με μία αίσθηση εμφανούς ωριμότητας και αυτοπεποίθησης.

Το 1990 ο Surkamp και το αρχικό (και επί χρόνια) μέλος της μπάντας, μελλοτρονίστας Doug Rayburn (πλέον στο μπάσο), επανασυνδέουν τη μπάντα και ηχογραφούν το δίσκο “Lost in America”. Με ακραιφνώς καλλιτεχνική διάθεση, συνταιριάζοντας πολλά στοιχεία και πάλι (ακόμα και pop), προσθέτοντας διάφορες «επιτυχημένες πινελιές» (όπως ήχο σαξόφωνου), καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα «ταξιδιάρικο δημιούργημα», απόδειξη ότι (όπως επικοινωνούν), πάντα αρεσκόντουσαν στη «μουσική εξιστόρηση».

Εν έτει 2004, έλαβε χώρα μία επετειακή και φιλανθρωπική παράσταση στο Saint Louis. Αυτή μεταδόθηκε live από τη Microsoft, με το θετικό της ανταποκρίσεως και της κινητικότητας που προηγήθηκε, να οδηγούν τον Surkamp σε σαφή και δυναμική επανενεργοποίηση της μπάντας, μαζί με τη σύζυγό του Sara Surkamp και τον αρχικό drummer Mike Safron, μία ενεργοποίηση που κατάφερε να φτάσει στις μέρες μας και να ολοκληρώνει (έστω και με μεγάλες διακοπές), πορεία σχεδόν 50 ετών.

Την κυκλοφορία του solo album (Surkamp και συζύγου) “Dancing on the Edge of a Teacup”, θα ακολουθήσει το 2010 ο δίσκος “(The Adventures Of) Echo & Boo (And Assorted Small Tails)”, ως πρώτη κυκλοφορία για το συγκρότημα μετά από 20 χρόνια. Πολύ ξεχωριστός και ιδιόμορφος δίσκος, αρκετά διαφορετικός από αυτά που μέχρι τότε είχαν επιχειρήσει. Οι παραμυθένιοι ήχοι παραμένουν, μάλλον περισσότερο «δυναστεύουν» τον ακροατή και εγκαθιδρύουν μία παραμυθένια εξιστόρηση, σχεδόν απαρνούμενη πλήρως, rock φόρμες και στεγανά. Θα μπορούσε ιδανικά, να χαρακτηριστεί ως μία «παιδική ταινία», μιας νοσταλγικής εποχής.

Το 2014 εκδίδουν το εν έτει 1973 (Ναι, προ “Pampered Menial”!!) ηχογραφημένο (στο Golden Voice Studio) δίσκο, που έλαβε τον τίτλο “The Pekin Tapes”. Το studio είχε καεί και εθεωρείτο ότι οι κόπιες είχαν χαθεί, για να βρεθούν πάλι το 2013. Σημαντική κυκλοφορία, λόγω συμπερίληψης αρχικών εκδόσεων κομματιών (όπως τα 4 έξτρα κομμάτια, ουσιαστικά τα πρώτα demos της μπάντας), που εισήχθησαν υπό άλλη μορφή σε επόμενες κυκλοφορίες (όπως η πρώτη τους), αλλά και της πλήρους «εκτέλεσης» του “Preludin”, που μίκρυνε υπερβολικά στον πρώτο δίσκο.


2018 και κυκλοφορούν την τελευταία τους μουσική πρόταση, το “Prodigal Dreamer”, λαμβάνοντας πολύ καλές κριτικές από τον τύπο, με ιδιαίτερη επιτυχία / «υποδοχή» μάλιστα στη Γερμανία. Ο Surkamp εμφανίζεται, όπου σταθεί και όπου βρεθεί, ενθουσιασμένος για την ευκολία ηχογραφήσεώς του, αλλά και την ουσία του αποτελέσματος.

Πιστό στην παρακαταθήκη των Pavlov’ s Dog, σεβάσμιο στις καταβολές τους και με «ψήγματα» έτερων ιδιωμάτων όπως τα jazz, blues και country (!!) στοιχεία, αποπνέει μία αύρα «έντονης φρεσκάδας» για τη σύγχρονη σύνθεση της μπάντας, αποτελώντας μία πολύ καλή προσπάθεια, που δε μπορεί βέβαια να πλησιάσει συνολικά, τα «υψίπεδα» του “Pampered Menial”. Συνθέσεις βέβαια όπως τα εξαιρετικά “Paris” και “Aria”, στοιχειοθέτησαν δημιουργήματα που δικαιωματικά και δεδομένα θα μπορούσαν να λάβουν μέρος στα sets των μελλοντικών τους εμφανίσεων.


Στο κατώφλι της πεντηκονταετίας λοιπόν, εκκίνησαν μόλις την σχετική περιοδεία τους από την Αμερική, με δύο εμφανίσεις, πριν προχωρήσουν στις ισάριθμες, πρώτες Ευρωπαϊκές, σε Αθήνα (Τρίτη 10/9, Κύτταρο) και Θεσσαλονίκη (Τετάρτη, 11/9, Principal Club), και ακολουθήσει το υπόλοιπο σκέλος, σε Βέλγιο και Γερμανία, εκεί όπου παραδοσιακά διαθέτουν ιδιαίτερο έρεισμα, όπως επίσης παραδοσιακά, προσφέρουν αξέχαστες βραδιές στο κοινό τους.


Σημαντικό, πρόσθετο λόγο, ακόμα και για κάποιον που τους έχει ξαναδεί, στοιχειοθετεί η πολυάριθμη σύνθεση με την οποία θα μας επισκεφθούν, η οποία περιλαμβάνει τον David Hamilton στα πλήκτρα, μέλους του μνημειώδους, πλέον, “Pampered Menial”.

Πλέον των δύο ζωντανών εμφανίσεων, θα υπάρξουν και δύο “Meet & Greet” sessions συνοδευόμενα και με εκτέλεση acoustic versions, κάποιων εκ των επιτυχιών τους. Τα εισιτήρια εξαντλούνται, ενώ έχουν μείνει πολύ περιορισμένα και για την ειδική εκδήλωση, με κόστος όπως στον κατωτέρω σύνδεσμο.

Αθήνα – Facebook Event
Θεσσαλονίκη – Facebook Event

Εισιτήρια – Αθήνα – VIP Upgrade
Εισιτήρια – Θεσσαλονίκη – VIP Upgrade

Οι Pavlov’s Dog στο διαδίκτυο:
Facebook
Official Website

Avatar photo
About Σταύρος Βλάχος 512 Articles
Born in a shiny, Athens West Coast’ s town …. την χρονιά που κυκλοφόρησαν κάποια «μνημεία» της metal και rock (“Let There Be Rock”, “Bad Reputation”, “Sin After Sin”, “Spectres” and “Love Gun”). Πορεύθηκε μεταξύ Metallica, Sepultura, Iron Maiden, Raw Silk, Sacred Reich, Black Sabbath, DIO, Whitesnake, Obituary, Led Zeppelin, Megadeth, Savatage, AC DC και Rainbow, πριν «χαθεί» στον «κόσμο» του Jim Matheos, των Fates Warning και φτάσει να «ανακαλύψει» τον «τόπο» καλύτερων ανθρώπων, μέσω των The Paradox Twin. Ευχαριστεί τον μεγαλοδύναμο που έχει ακούσει live τον DIO, τους Black Sabbath και τους AC DC εν έτει 2009 και που πιτσιρίκος «έλιωνε» τα αγαπημένα του “....And Justice for All”, “Parallels”, “Silk Under the Skin” και “Rust in Peace”. Η ζωή γίνεται ομορφότερη αν στοχάζεσαι ότι «Ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα», και επιχειρείς να εφαρμόσεις το “Carpe Diem”, προσπαθώντας να παραμείνεις άνθρωπος, σε μία εποχή που αυτό φαντάζει η σημαντικότερη πρόκληση και η μόνη «επανάσταση». Αν η ζωή ήταν ταινία, θα έπρεπε να είναι ένα «μείγμα» του «Ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών» και της «Λίστας του Σίντλερ» και να «εμποτίζεται» συνεχώς με την πανέμορφη εικονοπλασία του λόγου του Καζαντζάκη στο «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται». Τί κι αν έχει αντικρύσει ουρανούς σε ωκεανούς και πόσες θάλασσες, εκείνος ο μοναδικός, από το μπαλκόνι της παιδικής του ηλικίας στο ορεινό Ρωμανό κοντά στο Σούλι, θα παρέχει πάντα την σημαντικότερη, πιο «μεστή» γαλήνη ψυχής. Όταν δεν ψάχνει μουσικές, θα «σκάει» τη στρογγυλή «θεά», που «εκτόξευσε» ο goat MJ ή θα «ψυχοθεραπεύεται» πάνω σε μία “forty eight”, ατραπό για την «σωτηρία της ψυχής».