
Για μία μπάντα σαν τους Paradise Lost δεν έχουν μείνει και πολλά πράγματα να γράψει κανείς. Προερχόμενοι από τα «σπλάχνα» του Νησιού και τη μουντάδα του Χάλιφαξ, οι Βρετανοί αποτέλεσαν αρχικά μέρος της «αγίας τριάδας» του Αγγλικού doom death metal μαζί με τους My Dying Bride και τους Anathema (υπό τη σκέπη της Peaceville), χαράσσοντας στη συνέχεια το δικό τους ξεχωριστό δρόμο στον «σκληρό» ήχο. Για τους Paradise Lost τα μουσικά όρια δεν αποτέλεσαν ποτέ εμπόδιο.
Από το πρωτόλειο και «άγουρο» ντεμπούτο του “Lost Paradise”, στο “Gothic” όπου «τόλμησαν» να βάλουν γυναικεία φωνητικά εν έτει 1991 και με μία λέξη να «βαπτίσουν» ένα ολόκληρο ιδίωμα, οι Paradise Lost δε φοβήθηκαν εξ αρχής να δοκιμάσουν νέες ιδέες και έδειξαν έτοιμοι να μην παραμείνουν αποκλειστικά στο «βάλτο» του doom death. Η μεταπήδησή τους στη Music For Nations τους βρίσκει να κυκλοφορούν το 1992 το εξαιρετικό “Shades Of God” με τα death growls του Nick Holmes να έχουν μειωθεί αισθητά και τον goth ήχο να «εισχωρεί» απροκάλυπτα βαθύτερα στο heavy metal.

Αργά αλλά σταθερά, οι Βρετανοί έδειχναν πως η αλλαγή ερχόταν και αυτό θα γινόταν με τον πιο βαρύγδουπο τρόπο μόλις ένα χρόνο αργότερα. Η μπάντα μπαίνει στα Jabos Studios και μεταξύ Ιουνίου και Ιουλίου του 1993 ηχογραφεί το 5ο της ολοκληρωμένο album. Με τον Simon Efemey και πάλι πίσω από την κονσόλα του παραγωγού να ρίχνει κάμποση από τη μαγική «αστερόσκονη» στις συνθέσεις το “Icon” βλέπει το φως της δημοσιότητας στις 28 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους. Είναι η εποχή όπου όλος ο πλανήτης «ταρακουνιέται» ακόμη έπειτα από την κυκλοφορία του “Black Album” και το heavy metal έχει μπει για τα καλά στα μεγάλα «σαλόνια».
Το album των Metallica επηρέασε σε σημαντικό βαθμό τη δημιουργία του “Icon”, ειδικότερα ως προς τον όγκο των κιθαρών και την αμεσότητα των συνθέσεων. Ως ο μοναδικός συνθέτης του δίσκου, ο Greg Mackintosh προσπάθησε και κατάφερε να συνδυάσει τις goth επιρροές του (Sisters Of Mercy, Bauhaus κ.τ.λ.) με τον βαρύ και ασήκωτο τόνο της κιθάρας του και να δημιουργήσει ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Από την εισαγωγή του μεγαλειώδους “Embers Fire” μέχρι και τις τελευταίες νότες του ορχηστρικού “Deus Misereatur”, το “Icon” έχει τη στόφα ενός κλασικού δίσκου που θα μείνει στην ιστορία.
Εδώ ο Holmes έχει αφήσει για τα καλά πίσω του τα growls και έχει «υιοθετήσει» ένα καθαρό τραγουδιστικό στυλ με το αλά James Hetfield «γρέζι» να κερδίζει τις εντυπώσεις. Σε αυτό το δίσκο ξεκινά να χτίζει αυτό που τον κατατάσσει ως μία από τις καλύτερες, χαρακτηριστικότερες και πιο αναγνωρίσιμες φωνές στα 90’s. Οι συνθέσεις του album «ελίσσονται» υποχθόνια σαν φίδι, πότε ανεβάζοντας την αδρεναλίνη και πότε βουτώντας στα τάρταρα αναγκάζοντάς σε να δεις κατάματα το σκοτάδι.
Συνθέσεις όπως το “Remembrance” με τη γιγαντιαία απλότητά του, το “Forging Sympathy” με το Metallica riff-κομπρεσέρ αλλά και το καταθλιπτικό “Joys of the Emptiness” με την υπέροχη μελωδία πίσω από το ρεφρέν, είναι κάποιες από αυτές που ευθύνονται για τον ήχο-ταυτότητα των Βρετανών. Οι ιδιοφυείς μελωδίες του Mackintosh ταιριάζουν σαν ένα και μοναδικό κομμάτι από παζλ με τα ρυθμικά μέρη του Aaron Aedy, του οποίου η λιπόσαρκη, σχεδόν «βιβλική» φιγούρα, μου φαινόταν από τότε ως η πιο οικεία από όλη τη μπάντα. Ξέρεις, είναι τελείως διαφορετικό όταν βιώνεις ένα album την εποχή ακριβώς που κυκλοφορεί. Έτσι κάπως είναι και με το “Icon”, καθώς βλέπαμε σε πραγματικό χρόνο μια μπάντα να πετάει σαν ερπετό το παλιό της «δέρμα» φορώντας το γυαλιστερό αλλά καθόλα δηλητηριώδες νέο της «κοστούμι».
Ακούς το «χοροπηδηχτό» drumming του Matt Archer στο “Widow”, στο τελευταίο του album με τους Paradise Lost, το μπάσο του Stephen Edmondson που πάνω του «χτίζονται» οι «κολοσσιαίες βροχές» αλλά και το υποβλητικό “Christendom” με τα αιθέρια φωνητικά της Denise Bernard και κατά κάποιο περίεργο τρόπο γνωρίζεις πως ακούς να γράφεται ιστορία εν τη γενέσει της. Ένα ακόμη δυνατό σημείο της μπάντας, το οποίο ενισχύθηκε και αναδείχτηκε περαιτέρω είναι και το στιχουργικό κομμάτι. Οι προσωπικοί, ποιητικοί και πολλές φορές ασαφείς στίχοι του Nick Holmes λειτουργούν καταλυτικά «πάνω» στις μελωδίες και σε ωθούν πολλές φορές να τους τραγουδάς, έστω κι αν δεν ξέρεις αν αναφέρονται σε κάτι συγκεκριμένο και αν ναι, τι είναι αυτό. Πες μου πως δεν έχεις μιμηθεί ποτέ την οργή του “…don’t run away, from the pain. A claim that you deal with…” στο “Embers Fire” ή πως δεν τραγούδησες με την ίδια απόγνωση που προτάσσει ο στίχος “…all I want is the same, a true belief…” κι εγώ με τη σειρά μου δεν θα σε πιστέψω.
Όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος χαρακτηρίστηκε από τον τύπο της εποχής ως gothic metal. Όπως θυμάται ο Nick Holmes σε δηλώσεις του το 2008 στο περιοδικό “Kerrang”: «Ήμασταν σχεδόν το πρώτο συγκρότημα που δημιούργησε αυτόν τον όρο (gothic meta), οπότε δεν έχω πρόβλημα με αυτήν την ταμπέλα. Έχουμε κάνει πραγματικά πιο gothic albums από το “Icon”, αλλά αν ο κόσμος θέλει να πει ότι συνοψίζει κάτι που μας ταιριάζει, τότε είμαι ok με αυτό. Εκείνη την εποχή υπήρχε επίσης το black metal, το thrash metal και όλοι ήθελαν να περιγράψουν τι είδος ήταν η κάθε κυκλοφορία, οπότε είπαμε “ok, έχουμε στοιχεία από The Sisters of Mercy στη μουσική μας, ας το πούμε gothic metal».
Η αλήθεια είναι ότι η καθολική αναγνώριση για τους Paradise Lost ήρθε το 1995 με το επόμενο τεράστιο album τους, το “Draconian Times”. Μπορεί ως θαυμαστής της μπάντας να θεωρείς όποιο album θέλεις ως κορυφαίο της δισκογραφίας τους. Είτε το “Gothic” ως απαύγασμα της doom death εποχής τους, είτε την προαναφερθείσα τελειότητα του “Draconian Times”, είτε κάποιο από την περισσότερο electro περίοδό τους. Το γεγονός όμως είναι πως οι βάσεις τοποθετήθηκαν με το “Icon”. Ένα album που τελειοποίησε τα στοιχεία των 3 πρώτων τους δίσκων, λειτούργησε ως «βατήρας» τουλάχιστον για τα 2 επόμενα και δημιούργησε τους Paradise Lost όπως τους γνωρίζουμε σήμερα, γαλουχώντας επί της ουσίας μια ολόκληρη γενιά. Κοιτάζοντας το ραγισμένο είδωλο στον καθρέπτη, βλέπω τον έφηβο γράφοντα να πιστεύει το ίδιο αφού και ο ίδιος ήταν εκεί από την αρχή.
“Time, time is the father, in my corrupt mind
Pain, echoes, in the silent sky
Remember life now?
Do you remember life now?”
(Remembrance)