“Land Yaght Regatta”: ένας ποιητής, ένας μουσικός και ένας παραγωγός. Δεν είναι η αρχή για κάποιο ανέκδοτο, και δεν είναι σίγουρα η πρώτη φορά που η ποίηση εισέρχεται στη μουσική. Μόνο που εδώ βρίσκουμε μια ξεχωριστή προοπτική από γέφυρες τεχνών που κατάφεραν μέσα από μια παγκόσμια συγκυρία να μιλήσουν με μοναδικό τρόπο σε πολλούς ανθρώπους και να αλλάξουν λίγο, πολύ ή περισσότερο τις δύσβατες ζωές τους.
Ο Simon Armitage κρύβεται κάπου ανάμεσα σε ένα γλυκόπικρο χιούμορ και μια αξιοπρεπή σεμνότητα όταν ισχυρίζεται πως μέσω της αποτυχημένης διαδικασίας να γίνει rock star έγινε τελικά συγγραφέας. Είναι ήδη αργά, έχοντας φτάσει στα 57 του χρόνια, να απαρνηθεί την πραγματικότητα πως η ποιητική παράδοση ρέει στις οικογενειακές του φλέβες. Ο πατέρας του, πέρα από ηλεκτρολόγος, πυροσβέστης και δικαστικός επιμελητής, ήταν γνωστός στους κατοίκους του χωριού Marsden, στο δυτικό Yorkshire, επίσης ως συγγραφέας θεατρικών έργων και παντομίμας, η κόρη του Simon, Emmeline, κέρδισε το 2017 έναν εθνικό διαγωνισμό ποίησης για νέους από 13 ως 18 χρόνων, ενώ είναι μέλος του Εθνικού Θεάτρου νέων και τραγουδίστρια.
Από τη στιγμή που έγραψε το πρώτο του ποίημα σε ηλικία 10 ετών, η πένα του γνώρισε σαρωτικές διακρίσεις, γράφοντας για το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, το θέατρο, τον κινηματογράφο, ή απλά και γενικά γράφοντας. Πάντα όμως είχε ένα μάτι στραμμένο στη μουσική, όντας περιστασιακός dj και παθιασμένος ακόλουθος των The Smiths και The Fall, μεταξύ πολλών άλλων. Είχε κάνει και μια συνέντευξη με τον Morrissey για την Guardian το 2010 που δεν πήγε τόσο καλά. Το αλλήθωρο αυτό μάτι του γυάλισε για τα καλά όμως όταν περνώντας κάτι που η γυναίκα του Sue το ονόμασε “κρίση μέσης ηλικίας”, σχημάτισε με τον σχολικό του φίλο Craig Smith, το indie group “The Scaremongers”, που κυκλοφόρησαν το μοναδικό τους άλμπουμ με τίτλο “Born In A Barn” το 2010. Ο πατέρας του είχε ήδη προτείνει να αλλάξουν το όνομα σε “Midlife Crisis”…
Οι πηγές της δημιουργίας των LYR απλώνονται πίσω στο 2009. Ο συνθέτης, τραγουδιστής και πολυοργανίστας Richard Walters, που θαύμαζε ιδιαίτερα τη δουλειά του Armitage, προσέγγισε τον εκδότη του, ελπίζοντας στην πιθανότητα μιας συνεργασίας. Η κατάληξη αυτής της πρώτης επαφής ήταν να περιληφθεί η ποίηση του Simon στο τραγούδι “Redwoods”, στο άλμπουμ “Regret Less” του 2012. Πάνω στις σκέψεις για το επόμενο βήμα της συνεργασίας τους, αντί να διαχωριστούν οι ρόλοι τους, σκέφτηκαν την πιθανότητα δημιουργίας ενός project με απαγγελίες που θα είχε λίγο περισσότερη ζωή από τη συνηθισμένη τακτική της τυπικής μουσικής σύνθεσης. Ο Walters σκέφτηκε άμεσα σαν συνεργάτη τον Pearson που είχε γνωρίσει σαν μέλος μιας βραχύβιας shoegaze μπάντας με το όνομα Liu Bei. Ο Patrick Pearson δέχτηκε με ενθουσιασμό, συμφωνώντας με την προσέγγιση του προφορικού λόγου.
Ταχυδρόμησαν μια συσκευή εγγραφής φωνής στον Simon. Το Dictaphone παρέμεινε αδρανές όμως, μαζεύοντας σκόνη στο γραφείο του για κάποια χρόνια, μέχρι να αποφασίσει πως είχε να πει κάτι σε αυτή. Έτσι, κυρίως στον ελεύθερο χρόνο του, άρχισε να συγκεντρώνει κάποια αχρησιμοποίητα κομμάτια γραφής, κάποια ανάμεσα σε ποιήματα και στίχους για τραγούδια, που παρέμειναν σαν να περιμένουν κάτι πιο κατάλληλο να χρησιμοποιηθούν. Όταν έφτασαν οι φάκελοι από τον Simon, η σύνδεση των στίχων με αυτά που ήδη είχαν δημιουργήσει ήταν συναρπαστική. Είχαν από την αρχή άλλωστε θέσει τον στόχο να είναι ουσιαστικά μια μπάντα και όχι μουσική στην ποίηση.
Μια άλλη ταύτιση των τριών στις αρχικές τους συζητήσεις ήταν η αντίληψη και το ενδιαφέρον της ομορφιάς σαν θόρυβος, ήταν λοιπόν αποφασισμένοι να φτιάξουν ένα πειραματικό, ασύμφωνο άλμπουμ. Όταν ο Simon έλαβε τα ολοκληρωμένα αρχεία, το αποτέλεσμα είχε ξεπεράσει τις προσδοκίες του. Αυτή η υπερβατική αίσθηση είχε να κάνει με το γεγονός πως η συγγραφή, οι στίχοι μένουν περισσότερο στην επιφάνεια. Σε ένα καθαρό ποίημα τα πάντα είναι δεδομένα, δεν υπάρχει η παραμικρή οπισθοδρόμηση και ο χώρος για μια εναλλακτική απόδοση των συναισθημάτων. Εδώ , όλα είχαν μείνει ανοιχτά, ευρύχωρα σε κάποιο άλλο στοιχείο, το οποίο αποδεικνύεται πως γίνεται ιδανικά η μουσική. Αν αυτή είχε απλά μιμηθεί το συναίσθημα των στίχων, το αποτέλεσμα θα ήταν μάλλον συνηθισμένο, αλλά συχνά η μουσική είναι αισθητά αντίθετη και αυτή η ένταση και η συγκίνηση παράγουν κάτι ιδιαίτερο.
Το καταπληκτικό στην ιστορία των LYR, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα και το αποτέλεσμα της πρώτης τους δουλειάς, είναι πως αν και γνωρίζονται μεταξύ τους για μερικά χρόνια, έχουν περάσει ελάχιστο χρόνο και οι τρεις μαζί, καθώς ο Pearson ζει στο Devon και ο Walters στο Hampshire. Η εύκολη, μάλλον πιο δίκαια μαγική, επικοινωνία και χημεία ενός ποιητή, ενός μουσικού και ενός παραγωγού-πολυοργανίστα οδήγησαν κοινό και κριτικούς να μιλήσουν για τη δημιουργία ενός μουσικού ιδιώματος που συνδέει υπερβατικά τόσα είδη. Ένα άλμπουμ με ανάγνωση ποίησης που ακουμπούσε σε έναν περίτεχνο σκελετό από ενορχηστρώσεις εγχόρδων και πιάνου, πειραματικούς ήχους, ambient post περάσματα, jazz υπαινιγμούς, υποβασταζόμενο σε στιγμές με electronica και noise εντυπώσεις αλλά και ήχους από διάφορα παράξενα όργανα, ήταν απροσδιόριστο ως που μπορούσε να φτάσει στις καρδιές και τις ζωές των ακροατών. Το γκρέμισμα των φραγμών και η δημιουργία απροσδόκητων γεφυρών μεταξύ διαφορετικών κόσμων ήταν άλλωστε στον πυρήνα των LYR, διατηρώντας αυτή την ελκυστική αοριστία ως προς τι μπορούν πραγματικά να κάνουν, αποφεύγοντας την ύπαρξη κανόνων.
Δεν είναι παράξενο που στις απόπειρες περιγραφής παρέλασαν διάφορα αντιφατικά ονόματα όπως οι Penguin Café Orchestra, οι Choir Of Young Believers, ή οι This Will Destroy You, μέχρι και ο Michael Nyman. Ίσως πιο παράξενο είναι πως κατάφεραν να υπογράψουν ένα σημαντικό δισκογραφικό συμβόλαιο πριν καν πραγματοποιήσουν τις πρώτες ζωντανές τους εμφανίσεις.
Μια εγκαταλελειμμένη πισίνα στο δημιουργικό φακό του φωτογράφου Matthew Thorne γέννησε το εξώφυλλο του πρώτου άλμπουμ των LYR, που κυκλοφόρησε στις 26 Ιουνίου 2020, με τον τίτλο “Call In The Crash Team”. Στις 14 Μάϊου προηγήθηκε η κυκλοφορία του single “Lockdown”, ενός νεότερου τραγουδιού που γράφτηκε μετά το υλικό του άλμπουμ, με τη συμμετοχή της υποψήφιας για Όσκαρ ηθοποιού Florence Pugh και του θρυλικού σαξοφωνίστα Pete Wareham των Melt Yourself Down. Όλα τα έσοδα διατέθηκαν στην οργάνωση “Refuge” που υποστηρίζει γυναίκες και παιδιά, θύματα ενδοοικογενειακής βίας και κακοποίησης.
Ένας στίχος του τραγουδιού “Zodiac T-shirt” έδωσε στο άλμπουμ τον τίτλο του: “Zodiac T-Shirt, Paper clip bracelet, Mercury rising, Call in the crash team”… Σχεδόν κάθε κομμάτι είναι μονόλογος από έναν χαρακτήρα που βρίσκεται σε κάποια κρίση, κρίση σχέσεων, ψυχολογική, υπαρξιακή, κοινωνική. Χωρίς ποτέ τα δεδομένα να είναι απόλυτα καθορισμένα ώστε να επιτρέπουν στον ακροατή να εξερευνήσει και να συσχετιστεί με τον δικό του τρόπο, η αρχική συνολική πρόθεση όλων ήταν να υπάρχει αυτή η κατεύθυνση και η μουσική να την ενισχύει. Όλα τα τραγούδια του προέκυψαν από την εποχή της διαδικασίας του Dictaphone, εκτός από δυο, τα υπέροχα “Great Coat” και “Never Good With Horses” που προστέθηκαν όταν οι τρεις τους συγκεντρώθηκαν στο studio για να ηχογραφήσουν το άλμπουμ.
Η δεδομένη σημασία των λέξεων και των στίχων από τον Simon επεκτείνεται με ένα ελκυστικό σκοτάδι και σε εμπνεύσεις από τον κόσμο της μουσικής και των μουσικών. Η ανάκληση στη μνήμη του Ian Curtis στο τραγούδι “33 ⅓” είναι προφανής, η θλιβερή δύναμη της σιωπής, καθώς ο Curtis βρέθηκε κρεμασμένος με τη βελόνα του πικάπ κολλημένη στο φινάλε του “The Idiot” του Iggy Pop, αναδύεται σε ένα από τα πιο σκοτεινά τραγούδια που σημαδεύεται από τον ήχο του δίσκου που ακόμα γυρίζει.
Η συγκυρία της πανδημίας που επηρέασε και τη δημιουργία του “Call In The Crash Team”, δημιούργησε και μια αμφίδρομη σχέση και με τους δέκτες. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που το θεώρησαν την ιδανική συλλογή μουσικής που, ακούσια ή όχι, καταγράφει τέλεια τις ανησυχίες και τις ατομικές κρίσεις των τελευταίων μηνών. Το τρίο με τη σειρά του δημιούργησε ένα ιδιαίτερο βίντεο για το “Never Good With Horses”, που αποτελεί στην πραγματικότητα την περιγραφή της απογοήτευσης μιας γυναίκας για το σύντροφό της που παρουσιάζει τα παραδοσιακά ανδρικά χαρακτηριστικά ανευαισθησίας και έλλειψης συναίσθησης. Στο βίντεο, η έναρξη του ποιήματος τοποθετείται στο χωριό Eyam στο Derbyshire Dales, 30 μίλια μακριά από το σπίτι όπου ζει ο Simon με τη σύζυγό του και την κόρη του, εκεί ακριβώς που ξέσπασε η βουβωνική πανούκλα του 17ου αιώνα, εξαιτίας ενός μολυσμένου με ψύλλους πανιού από το Λονδίνο. Η ιστορία του Eyam με τις πολλές πτυχές αυτοθυσίας από πράγματα που συνέβησαν στο βαθύτερο παρελθόν μας κάνει να νιώθουμε λιγότερο μόνοι.
Είναι τελικά οι LYR το βαθύ απωθημένο του Armitage να είναι σε μια μπάντα, που ουσιαστικά προϋπήρχε πριν την ποίηση; Θα ακούσουμε ξανά σύντομα από αυτούς; Είναι πια αρχές Απριλίου 2021 όταν οι LYR κοινοποιούν ένα νέο τραγούδι τους, το “Winter Solstice”. Για άλλη μια φορά ο Armitage αποδεικνύεται πολύ διαβασμένος: με προφανή αναφορά στο καταπληκτικό τραγούδι “Desire As” από το άλμπουμ “Steve Mc Queen” των Prefab Sprout, χρησιμοποιεί έναν συγκεκριμένο στίχο με τις ευλογίες του μεγάλου Paddy McAloon, ενώ ενεργοποιεί ξανά και τη φωνή της Wendy Smith, της διακριτικής, μυστηριώδους φωνητικής συνοδού του Paddy, που ζωντανεύει τον συγκεκριμένο στίχο με τη φωνή της. Η συνέχεια φαντάζει το ίδιο απαιτητική.
Έτσι, φέτος τον Ιούνιο, προέκυψε η συνέχεια της σύμπραξης των τριών συνεργατών, ένα νέο άλμπουμ, με τον τίτλο “The Ultraviolet Age”. Άλλη μια όμορφη, βαθιά πρόταση που σε απορροφά τόσο εύκολα μέσα της, νομιμοποιώντας τόσο άμεσα την ποιητική τους ευαισθησία. Η κλιματική αλλαγή, ένα χαμένο αεροπλάνο που συνετρίβη και τελικά αποκαλύφθηκε με το λιώσιμο των πάγων, οι επικίνδυνες συνέπειες του αλαζονικού πολιτικού δημοτικισμού, και φυσικά η πανδημία, διατρέχουν θεματικά το άλμπουμ, με ένα από τα πιο συγκλονιστικά του σημεία να κρύβεται στο “The Song Thrush and the Mountain Ash”, μια συγκινητική απεικόνιση της επίσκεψης ενός θολωμένου ηλικιωμένου συγγενή στη διάρκεια της πανδημίας που δεν μπορεί να καταλάβει γιατί είναι αδύνατη η ανθρώπινη επαφή. Υπάρχουν κάποιες φωτεινές αχτίδες ενός χιούμορ με θέμα έναν αφοσιωμένο φίλο της παλιάς μουσικής, και αναφορές στην κουλτούρα της διαφήμισης.
Οι LYR, παρά τον ενθουσιασμό και τον θόρυβο της αφετηρίας, δεν έχασαν ίχνος από το βάθος, την ζωντάνια, τον ποιητικό ρεαλισμό και τον πλούτο τους.
Στο τέλος, και οι τυπικοί μουσικόφιλοι θα αρχίσουν να διαβάζουν Armitage.