LAMB OF GOD

TRIBUTE

An invitation to the sacrament

Η απόφαση είχε ληφθεί εδώ και πολύ καιρό. Ήθελα να γράψω για τους Lamb Of God. Ή καλύτερα, τους Lamb Of Goooooooood! Τη μπάντα με τα περισσότερα φωνήεντα στο logo της μετά τους Slayer. Γιατί όταν προφέρεις το όνομά τους, δεν το λες απλά. Το ουρλιάζεις! Κοινώς, το ματώνεις το λαρύγγι σου. Τί να γράψω για τη μπάντα-προπομπό της μουσικής μας τα τελευταία 20 χρόνια;

Αν τα ’80s ανήκαν στους Metallica (σταυροκοπηθείτε) και τα ’90s στους Pantera (σταυροκοπηθείτε 2 φορές), τότε δικαιωματικά από τα ’00s και μετά κάνουν κουμάντο οι LoG (σταυροκοπηθείτε και με τα 2 χέρια). Είμαι υπερβολικός; Πρώτα θα βρεις στο χάρτη το Richmond της Virginia για να δεις που ανδρώθηκαν αυτά τα καλόπαιδα του Αμερικανικού Νότου. Έπειτα θα παρακολουθήσεις τη μουσική τους εξέλιξη – ωρίμανση από τα πρώιμα χρόνια, μέχρι τώρα (η οποία αποτελεί σημείο αναφοράς όλων των μεγάλων). Μετά θα κάνεις στον εαυτό σου τη χάρη να τους δεις live για να καταλάβεις “τί εστί βερίκοκο” (επίσης σημείο αναφοράς όλων των μεγάλων) και μετά έλα να μου πεις αν έχω δίκιο που εμφανίζομαι τόσο φανατικός LoG-ιστής.

Θα προβώ σε μια ψυχαναλυτική εξομολόγηση γι’ αυτό το “τέρας” που στέκεται “αιμοβόρο” σχεδόν 30 έτη. Βάλε μπύρα να στα πω. Μέσα λοιπόν σε αυτά τα χρόνια παρουσίας τους στη μουσική σκηνή, από το 1994 όταν και δημιουργήθηκαν, οι LoG έχουν κάνει μόνο 3 αλλαγές στο line-up τους, πράγμα που εν μέρει εξηγεί την αξιοσημείωτη σταθερότητα που επιδεικνύουν τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά στις κυκλοφορίες τους.

Αρχικά ήταν η αποχώρηση ενός εκ των δημιουργών τους, Matt Conner (guitar), καθώς και η προσωρινή αντικατάσταση του “θεού” Mark Morton (guitar) από τον Abe Spear. Αυτή η “πολεμική μηχανή” παρέμεινε με το ίδιο πλήρωμα από το 1997 μέχρι και το 2019 όταν και αποχώρησε ο ντράμερ Chris Adler, όπως θα δούμε παρακάτω.

Είμαστε στο σωτήριο έτος 1999 και τα παιδιά εμφανίζονται υπό το όνομα Burn The Priest, με το ομώνυμο ντεμπούτο τους ανά χείρας και είναι λες και τρως μπουκέτο από τον Colossus των X-Men. Μπορεί το όνομα της μπάντας να προκαλεί γέλιο με τη γραφικότητά του, αλλά μέσα στο άλμπουμ τα πράγματα δεν είναι καθόλου αστεία. Μέσα σε 44 λεπτά σε τσαλαπατάνε 14 φορές με αράδες από riffs και έναν Randy Blythe να καταθέτει το λαρύγγι του και να φτύνει τους στίχους χωρίς κενά, λες και σου λέει τον κωδικό του Wi-Fi του σπιτιού του. Κυρίες και κύριοι, καλώς ήλθατε στον παραδεισένιο θόρυβο των Burn The Priest.

“Archaic methods transfer through well in the face of mass denial”

Και επειδή δεν γουστάρουν να τους περνάμε και για τίποτα σατανιστές, άμα λάχει αλλάζουν και το όνομά τους από Burn The Priest σε Lamb Of God και ένα χρόνο αργότερα κυκλοφορούν ένα “New American Gospel” να κάτσουμε να διαβάσουμε, να ακούσουμε, να γίνουμε άνθρωποι. Εδώ συνεχίζουν τον ίδιο χαβά με πριν, με αρκετά metalcore – hardcore στοιχεία, με Panter-ικά riffs τίγκα στα “αναβολικά” (πόσο πια;), με τον ήχο του ταμπούρου να είναι πιο ξερός και από την έρημο της Νεβάδα (ακούς Lars;) και τον Blythe να θυμίζει Anselmo εποχής “The Great Southern Trendkill”, υπό την επήρεια κάποιας άγνωστης ακόμα, εξωγήινης, ουσίας (ώρες ώρες πιστεύω πως ο τύπος έχει καβάντζα άλλα 2 ζευγάρια πνευμόνια, κάπου κρυμμένα μέσα στο σώμα του).

Το “NAG” έκανε πάταγο όταν κυκλοφόρησε με το μπάσιμο του millenium αλλά αυτό ήταν μόνο ο αντιπερισπασμός. Το πραγματικό ξύλο βρισκόταν καθ’ οδόν και σε πορεία σύγκρουσης με τον ακροατή. Πέραν του “Black Label” που αποτελεί πλέον σήμα κατατεθέν, highlight του άλμπουμ αποτελούν μεταξύ άλλων τα “Terror and Hubris in the House of Frank Pollard”, “The Subtle Arts Of Murder and Persuasion” και “O.D.H.G.A.B.F.E.”.

“Riff hostility to anyone has made us so much hate”

Αν λάβουμε υπόψη τον κανόνα που λέει ότι το 3ο άλμπουμ κάθε μπάντας είναι και το πιο κομβικό, τότε και εδώ έχουμε την πιστή εφαρμογή του. Το “As The Palaces Burn” του 2003 (2ο άλμπουμ ως LOG), είναι ο συνδετικός κρίκος της ακατέργαστης και ασυγκράτητης ορμής τους και της ωριμότητας των συνθέσεων, που εδώ αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά. Σε αυτό το άλμπουμ σχηματίζεται ο χαρακτηριστικός τους ήχος. Το ότι ο καθένας τους ξεχωριστά είναι μεγάλη παιχτούρα το ξέραμε. Απλώς εδώ αρχίζουν και μπαίνουν οι σφραγίδες στα πτυχία.

Ο Blythe συνεχίζει μεν να τραγουδάει λες και έχει καταπιεί το μικρόφωνο, αλλά πλέον το έχει βάλει σκοπό να ακούγεται πιο στοχευμένος και πιο τρομακτικός. Η ταυτότητα του κιθαριστικού διδύμου των Willie Adler και Mark Morton κάνει θαρραλέα την εμφάνισή της ενώ το στιβαρό rhythm section που αποτελείται από τους Chris Adler και John Campbell σε κάνει να νομίζεις πως έχεις καταπιεί ολόκληρη καμπίνα ενισχυτή Marshall. “Ruin”, “11th Hour”, “For Your Malice”, “A Devil in God’s Country”, είναι μερικά από τα διαχρονικά διαμάντια που στολίζουν τον κατάλογο των Lamb Of God. Ανάμεσά τους όμως, πάντα θα ξεχωρίζω το τραγούδι το οποίο ήταν ο επίλογος που “ανατίναξε” το Fuzz Club εκείνο το βράδυ της 1ης Ιουνίου του 2010, στην πρώτη τους εμφάνιση επί Ελληνικού εδάφους, και δεν είναι άλλο από το υπέρτατο “Vigil”.

“This is the resolution, the end of all progress”

Το πόσο δύσκολο είναι μετά από ένα άλμπουμ ορόσημο να κάνεις την υπέρβαση, δεν θα το απαντήσω εγώ. Να ρωτήσεις αυτά τα ρεμάλια που μέσα σε ένα μόλις χρόνο από το “As The Palaces Burn”, σου πετάνε στα μούτρα έτσι ξετσίπωτα, το “Ashes Of The Wake”, το οποίο προσωπικά θεωρώ το καλύτερό τους με ελάχιστη διαφορά από το “Wrath” του 2009. Το ότι εδώ βρίσκονταν, για αρκετό καιρό, τα περισσότερα συναυλιακά κομμάτια τους, κάτι λέει. “Laid to Rest”, “Hourglass”, “Now You’ve Got Something To Die For”, “The Faded Line” και “Omerta” αποτελούν μία πεντάδα αψεγάδιαστων κομματιών, ένα τρομερό σερί ανεπανάληπτου μουσικού οργασμού. Το ότι οι κ.κ. Mark Morton και Willie Adler παραδίδουν μαθήματα εξάρθρωσης φάλαγγας δαχτύλων στις κιθάρες, επίσης κάτι λέει. Όπως επίσης και η συμμετοχή των Alex Scolnick (Testament) και Chris Poland (ex-Megadeth), που ντύνουν με τα σόλο τους το ομώνυμο κομμάτι, πάλι κάτι λέει. Αυτό που δεν λέει, είναι να αφήσεις αυτό το άλμπουμ να περάσει στα απαρατήρητο. Πάτα το play και άφησέ το να παίζει στο repeat.

“See who gives a fuck”

Οι Lamb Of God στα ’00s, θυμίζουν τράγο σε περίοδο αναπαραγωγής, τόσο μέσα όσο και έξω από το στούντιο. Μέσα σε αυτό, ό,τι ηχογραφούν χαρακτηρίζεται ως “διαμάντι”. Έξω από αυτό έχουν σχηματίσει, και όχι άδικα, την εικόνα ενός γκρουπ το οποίο είναι ασταμάτητο πάνω στη σκηνή. Απόδειξη όλων αυτών, είναι και η κυκλοφορία του live CD και DVD “Killadelphia”, στο πλαίσιο της περιοδείας του “Ashes Of The Wake”, που είναι και η πρώτη επίσημη της μπάντας. Τους βλέπεις live στην ολότητά τους. Κλείσε το στόμα γιατί θα μπει καμιά μύγα.

Έχουν περάσει 3 ολόκληρα χρόνια από την τελευταία στούντιο δουλειά τους, αλλά με πολλά κιλά…εμπειρίες στις αποσκευές τους, κυρίως λόγω των live εμφανίσεών τους (δες οπωσδήποτε το live από την “Unholy Alliance” περιοδεία μαζί με Slayer (σταυροκοπηθείτε ανάποδα). Έτσι πυροβολούν στουντιακά για 5η φορά με το “Sacrament” (2007) και πλέον τους μαθαίνουν και οι πέτρες.

Μην τα ξαναλέμε. Η πεντάδα το χαβά της τόσο συνθετικά, όσο και στιχουργικά. Σε αυτό το δίσκο εμφανίζεται και η διαφαινόμενη εδώ και καιρό μουσική ωρίμανση, με περισσότερα μελωδικά περάσματα αλλά και ατμόσφαιρα. Ο ήχος τους πλέον αποτελεί σήμα κατατεθέν και το riffing, το drumming και τα φωνητικά φέρουν φαρδιά πλατιά την υπογραφή τους. Εδώ θα πάρει τη θέση του το τραγούδι που δεν έγραψαν ποτέ οι Pantera (!?), που εκτός από έπος έχει και ένα από τα καλύτερα videos που έχουν γυριστεί ποτέ.

“You can tell the same lie a thousand times but it never gets anymore true”

Και αν νομίζεις ότι έχουν ακουμπήσει ταβάνι μάλλον γελιέσαι, γιατί οι Αμερικανοί φαίνεται να μην έχουν τέτοιο. Στο “Wrath” του 2009 υπάρχουν όλα τα προηγούμενα στοιχεία πολλαπλασιασμένα επί 6(66) φορές, κάνοντας το άλμπουμ Ολυμπιακή σφύρα στα μούτρα κάθε μεταλλά. Μελωδία, blast beats, solos όπου και όπως πρέπει, riffάρες απ’ την αρχή μέχρι το τέλος και άλλες τέτοιες “χεβιμεταλλικές επιστημονικές ορολογίες”, για ένα άλμπουμ που δεν “κωλώνει” και δεν χάνει από πουθενά. Η εκπληκτική εισαγωγή του ορχηστρικού “The Passing” σε οδηγεί νοητικά πίσω στο “Master Of Puppets”και δίνει τη θέση της στο “In Your Words” με το υπέρβαρο downbreak.

Το διαχρονικό “Set to Fail”, το εξοντωτικό “Contractor”, η τελειότητα το “Grace”, το επικό κλείσιμο του “Reclamation” αποτυπώνουν ξεκάθαρα τον δημιουργικό οίστρο των LoG εκείνη την εποχή. Ακόμα και τα 2 bonus κομμάτια στην digipack έκδοση είναι καθαρά 10άρια, ανεβάζοντας τον αριθμό της τελειότητας στο νούμερο 13. Πραγματικά άλμπουμ ορόσημο, που η “στάμπα” του “τσουρουφλίζει” ακόμα σχεδόν15 χρόνια μετά. Η περιοδεία, τους έφερε για πρώτη φορά στη χώρα μας και όσοι βρέθηκαν εκεί, καταλαβαίνουν πολύ καλά τί εννοώ.

“Sunken, sooner or later we crawl our way back into our favorite hole”

Αφού φτάσαμε και στο 7ο τσάκρα με την live αυτή εμπειρία, περίμενα πώς και πώς το επόμενο στούντιο άλμπουμ, το οποίο και κυκλοφόρησε το 2012 με τον μονολεκτικό και πάλι τίτλο “Resolution”. Αυτή τη φορά, το “χαστούκι” δε σου ξεκολλάει το κεφάλι απ’ τη θέση του, παρά μόνο σου αλλάζει θέση στα εγκεφαλικά ημισφαίρια. Οι συνθέσεις παραμένουν σε υψηλότατο επίπεδο, με τη γνωστή επιτυχημένη συνταγή, χωρίς όμως να φτάνουν σε καμία περίπτωση τον προκάτοχό του. Αυτό δεν σημαίνει ότι το άλμπουμ ακούγεται βαρετό, απλώς δεν “πίνεται” μονορούφι όπως τα προηγούμενα.

Για κάποιους έχουν ήδη “ξεπουληθεί”, λόγω της διαφορετικότητας με την οποία προσεγγίζουν πλέον τη μουσική τους (;;;). Βέβαια για κάθε ένα συγκλονιστικά διαφορετικό “King Me”, θα υπάρχει πάντα ένα “Desolation” για να θυμίζει στους αντιφρονούντες πως οι μπάντες εξελίσσονται σύμφωνα με τα δικά τους θέλω κι όχι του κοινού. Όπως και για κάθε ένα λιγότερο γνωστό “The Number Six” θα υπάρχει πάντα το γ@μημένο “Ghost Walking” με ένα από τα καλύτερα solo που σκαρφίστηκε ποτέ ο Morton.

“You lived through hell, now you’re trying to die
The skin is healed, but you’re bleeding inside”

Στο ενδιάμεσο, ανακοινώνεται η επιστροφή τους για συναυλία στη χώρα μας (χαίρετε και αγαλλιάσθε) και μετά από λίγο ακυρώνεται (αντίο και μπινελικώστε), αφήνοντάς μας με το…χαμόγελο στα χείλη. Μετά από λίγο, περνάνε και την περιπέτεια με τη φυλάκιση του Randy Blythe και η μπάντα “μπαίνει” για κάποιο διάστημα στον πάγο. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας τους, ο Blythe συλλαμβάνεται από την Τσέχικη αστυνομία τον Ιούνιο του 2012 με την κατηγορία της πρόκλησης σωματικών βλαβών από πρόθεση. Ο λόγος; Σε μια συναυλία τους το 2010 στη Πράγα, ένας νεαρός, ο 19χρονος Daniel Nosek, προσπαθεί να ανέβει πάνω στη σκηνή, με τον τραγουδιστή της μπάντας να φέρεται να τον σπρώχνει από αυτή.

Ο 19χρονος πέφτοντας, χτυπάει το κεφάλι του στο έδαφος και λίγες εβδομάδες αργότερα φεύγει από τη ζωή. Ο Blythe μένει 38 ημέρες στη φυλακή προτού αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση. Τον Μάρτιο του 2013 το δικαστήριο αποφαίνεται πως ο τραγουδιστής είναι αθώος και δεν μπορεί να καταδικαστεί για εγκληματική ενέργεια. Το περιστατικό αυτό, όπως είναι φυσικό, επηρέασε όλη την μπάντα εκτός βέβαια από τον ίδιο τον Randy Blythe. Βασικά άλλαξε πολλά πράγματα όσον αφορά τέτοιες καταστάσεις στα live αλλά αυτό είναι κάτι που ίσως εξετάσουμε σε κάποιο άλλο άρθρο.

Η σκοτεινή αυτή περίοδος για την μπάντα λήγει όταν οι “αναγεννημένοι” πλέον LoG κυκλοφορούν, το 2015, το όγδοο άλμπουμ τους με τίτλο “VII: Sturm Und Drang”. Με νέα διάθεση, ανανεωμένοι σωματικά (δες τον Willie Adler) και ψυχικά, με συνεργασίες και φωνητικά που σε πολλούς “ξένισαν”, μας προσφέρουν ένα ακόμα εξαιρετικό και ώριμο άλμπουμ και ο Randy μερικές από τις πιο συγκλονιστικές ερμηνείες της καριέρας του. Highlight φυσικά το “512” όπου αναφέρεται στην περιπέτεια του τραγουδιστή στις Τσέχικες φυλακές, με τον τίτλο του τραγουδιού να είναι ο αριθμός του κελιού που τον “φιλοξενούσε” εκείνες τις μέρες.

“Six bars laid across the sky, four empty walls to fill the time”.

Διανύσαμε 20 χρόνια δισκογραφικής πορείας και φτάνουμε στο 2018 όπου, υπό το όνομα Burn The Priest για 1η φορά μετά από το 1999, κυκλοφορούν ένα άλμπουμ διασκευών (κι άλλο δείγμα μεγάλης μπάντας), με τον τίτλο “Legion: XX”. Για σκέψου μπάντες, αντίστοιχου βεληνεκούς, που κυκλοφορούν ολόκληρο άλμπουμ αφιερωμένο στις επιρροές τους ή τα ακούσματά τους και μάλιστα μετά από τόσα χρόνια καριέρας (γκούχου – γκούχου “Garage Inc.”). Πρόκειται για ένα άλμπουμ διασκευών σε punk / hardcore μπάντες που επηρέασαν τον ήχο των LOG, όπως οι Melvins, S.O.D., Ministry, Agnostic Front, Cro-Mags κ.α. Πρόκειται επίσης για το τελευταίο άλμπουμ με τον ντράμερ και αδερφό του Willie Adler, Chris στη σύνθεσή τους, ο οποίο αποχώρησε επίσημα από την μπάντα τον Ιούλιο του 2019.

Η αποχώρηση του Chris Adler ήταν η πρώτη αλλαγή στο line-up από το 2000 και ο ίδιος υπήρξε ιδρυτικό μέλος ήδη από το 1994 και τους Burn the Priest. Βέβαια αρκετό καιρό πριν την επίσημη ανακοίνωση, ο Chris δεν συμμετείχε στην μπάντα και είχε αντικατασταθεί από τον πρώην ντράμερ των Winds of Plague και Prong, Art Cruz. Με αυτό το line-up εμφανίστηκαν για δεύτερη φορά στη χώρα μας στις 3 Ιουλίου 2019 και κατεδάφισαν ακόμη ένα venue.

Το πρώτο τους άλμπουμ με τον Cruz κυκλοφορεί τον Ιούνιο του 2020, εν μέσω πανδημίας, και φέρει για τίτλο το όνομα της μπάντας. Στο “Lamb Of God” υπάρχουν και πάλι guest συμμετοχές από φίλους της μπάντας. Αυτή τη φορά είναι Jamie Jasta των Hatebreed που τραγουδάει στο “Poison Dream” και ο Chuck Billy των Testament στο “Routes”. Το άλμπουμ λαμβάνει πολύ καλές κριτικές οι οποίες επικεντρώνονται κυρίως στο εξαιρετικό drumming του Cruz που γεμίζει πανάξια τα παπούτσια του Adler. Δεν το λες και λίγο πράγμα να αντικαθιστάς ένας από τους βασικούς κρίκους της αλυσίδας του DNA των Αμερικανών.

“Make America hate again and bleed the sheep to sleep”

Όπως ήταν φυσικό, την περίοδο που κυκλοφόρησε το άλμπουμ δεν μπόρεσε να υποστηριχθεί και με μια περιοδεία αφού όλα ήταν υπό τη σκιά της πανδημίας. Αυτό μείωσε κάπως τη δυναμική του ή μπορούμε να πούμε πως δεν έκανε τον κρότο που έκαναν άλλες κυκλοφορίες τους. Τουλάχιστον δεν πέρασε απαρατήρητο, αφού και οι LOG (όπως και όλοι σχεδόν οι μουσικοί) βρήκαν εναλλακτικούς τρόπους για να προωθήσουν τη μουσικής τους. Είτε με κλειστά ολιγάριθμα show, είτε με την κυκλοφορία κάποιων διασκευών, όπως το θρυλικό “Wake Up Dead” των Megadeth με τη συμμετοχή του ίδιου του Dave Mustaine, οι Αμερικανοί κατάφεραν να διατηρήσουν το όνομά τους στην επικαιρότητα. Αν και εδώ που τα λέμε, και τίποτα να μην έκαναν απ’ όλα αυτά, είναι τέτοιο πλέον το status της μπάντας που οποιαδήποτε κίνησή τους προκαλεί άμεσα την ενεργοποίηση του μουσικόφιλου κοινού.

Μια τέτοια κίνηση ήταν και η κυκλοφορία του ένατου άλμπουμ τους “Omens” τον Οκτώβριο του 2022 (μπορείτε να διαβάσετε το review εδώ). Μπορεί οι LOG να βρήκαν την ευκαιρία και να έγραψαν το άλμπουμ εν μέσω πανδημίας κάνοντας τους θαυμαστές τους να νομίσουν πως τα πράγματα εδώ έγιναν βιαστικά για να κερδίσουν το “χαμένο έδαφος”. Μέγα λάθος. Στους Αμερικανούς δεν χαρίστηκε τίποτα και από κανέναν. Οι ικανότητές τους και η σκληρή δουλειά τους έφεραν εδώ που είναι σήμερα και τους έκαναν να κυκλοφορήσουν εν έτει 2022 ένα άλμπουμ σαν το “Omens”. Μια αρκούντος τσαντισμένη εκδοχή του πλέον ώριμου εαυτού τους. Ένα υψωμένο εφηβικό μεσαίο δάχτυλο από πέντε χαρισματικούς πενηντάρηδες.

“You demand a life you haven’t earned
Entitled, soft, and soon to learn
There’s no shoulders here for crying!”

Το 2024 συμπληρώνονται 30 χρόνια από τότε που οι Lamb Of God ξεκίνησαν το ταξίδι τους με σκοπό το ανελέητο σφυροκόπημά τους στον ακραίο ήχο. Μαζί με άλλες μπάντες του λεγόμενου New Wave Of American Heavy Metal των 00s, όπως οι Slipknot, Avenged Sevenfold, Killswitch Engage, Chimaira κ.α. έχουν καταφέρει να τεθούν ως μία από τις μπάντες που ηγούνται του συγκεκριμένου ήχου. Προσωπική μου άποψη είναι πως αυτοί είναι οι ηγέτες του αυτή τη στιγμή καθώς όλα αυτά τα χρόνια έχουν να επιδείξουν αξιοσημείωτη συνέχεια και συνέπεια στην καριέρα τους.

Δεν θέλω να φανώ “ιερόσυλος” προβαίνοντας σε ατυχείς συγκρίσεις μεγεθών αλλά περισσότερο σε συγκρίσεις αποφάσεων, μουσικής εξέλιξης και εν τέλει καριέρας. Και κάποιοι άλλοι, στο Σαν Φρανσίσκο το μακρινό 1983, είχαν από την αρχή συνειδητοποιήσει τις δυνατότητές τους και άρχισαν να ξεφεύγουν από τους υπόλοιπους ήδη από το δεύτερό τους άλμπουμ. Ήταν οι ίδιοι που όποτε εμφανίζονταν ζωντανά έπαιρναν παραμάζωμα ό,τι έβρισκαν στο διάβα τους. Ήταν αυτοί που για αρκετά χρόνια κυκλοφορούσαν μόνο διαμάντια. Ε λοιπόν, ετούτοι εδώ κατάφεραν και τους έφτασαν στα πλαίσια του μέτρου που τους αναλογεί. Γι’ αυτό και μία θέση στο “πάνθεο” των συγκροτημάτων δίπλα στους “Μεγάλους παλαιούς” δικαιωματικά τους ανήκει.

Avatar photo
About Νίκος Κορέτσης 500 Articles
Γεννήθηκε τη χρονιά που ο Dio δημιουργούσε ποίηση, τραγουδώντας “The world is full of kings and queens, who blind your eyes and steal your dreams…it’s Heaven and Hell”, “σφυρηλατήθηκε” μουσικά ακούγοντας τον Araya να ουρλιάζει “War ensemble” και συνέχισε την ενήλικη πλέον ζωή του διερωτώμενος “How did it come to this? Narcosynthesis” πατώντας στα χνάρια του αείμνηστου Dane. Διανύοντας πλέον την 4η δεκαετία της ζωής του, δηλώνει πιστός υπηρέτης του heavy metal και ανοιχτός σε νέα μουσικά μονοπάτια (με μέτρο), συνδυάζοντας αυτά τα δύο με καλή παρέα και τη συνοδεία άφθονης μπύρας. Θα μπορούσε κάλλιστα να είχε γίνει γιατρός, καθώς προσπαθεί με χειρουργικές κινήσεις να αποφεύγει τις κακοτοπιές που εμφανίζονται στη ζωή του, έχοντας στην κατοχή του το καλύτερο “ιατρικό εργαλείο” που ονομάζεται “ΜΟΥΣΙΚΗ”.