
Ο θάνατος του Ιωάννη Βασιλόπουλου αφαίρεσε ένα σπουδαίο κομμάτι του δημιουργικού artwork του ευρύτερου μουσικού rock χώρου. Σε μια εποχή στην οποία η σημασία των επιμέρους στολιδιών του φυσικού προϊόντος στη μουσική υποβαθμίζεται διαρκώς, τα κενά στους χώρους αυτών που θα μας αναγκάσουν να κρατήσουμε τα έργα τους σε μια παράλληλη εκτίμηση με τη μουσική που συνοδεύουν, αυξάνονται συνεχώς.
Γεννημένος στου Ζωγράφου στην Αθήνα, μετανάστευσε όσο ήταν παιδί ακόμα με την οικογένειά του στην Αμερική το 1967. Από την παιδική ηλικία επηρεάστηκε αισθητά από τα αμερικανικά κόμικς, τα κινούμενα σχέδια, την τέχνη του φανταστικού αλλά και από την rock μουσική. Οι πρώτες βαθιές γραμμές πλεύσης για να βρει το δικό του ύφος, χαράχτηκαν από τα έργα του Roger Dean και του Storm Thorgerson της περίφημης Hipgnosis.

Ξεκίνησε να σχεδιάζει όταν ήταν ακόμα στο λύκειο. Μόλις στα 18 του χρόνια, η πρώτη παραγγελία ήταν για μια metal μπάντα που ονομαζόταν “Legend” το 1979. Οι κόπιες του πρωτότυπου βινυλίου πωλούνται τώρα πια για περισσότερο από 3000 δολάρια. Το πρώτο του όμως έργο σε δισκογραφική εταιρεία ήταν για την Colombia/Epic, για μια μπάντα που ονομαζόταν “Art” το 1983. Την ίδια χρονιά έκανε την καλλιτεχνική διεύθυνση του πρώτου του βίντεο στο MTV για τη Sony Records.
Με σεβασμό και αφοσίωση στην παραδοσιακή βάση της τέχνης του, ξεκίνησε με εικονογραφήσεις σε καμβά χρησιμοποιώντας ακρυλικά και αερογράφο, καθώς και μελάνια και χρωστικές ουσίες σε καμβά. Αργότερα, πριν από το Photoshop, εξειδικεύτηκε στον χρωματισμό φωτογραφιών και αργότερα εργάστηκε ψηφιακά με αυτό στη δημιουργική του πτυχή. Στα επόμενα χρόνια, με την εξέλιξη της τεχνολογίας στο αντικείμενο, ασχολήθηκε και με λογισμικά για διατάξεις και συναρμολόγηση. Κάποια στιγμή άρχισε να τραβά τις δικές του εικόνες και να ασχολείται έντονα με τη δημιουργία εικόνων για ιστοσελίδες, iPad κ.λπ.

Σε μια προσωπική εξομολόγηση ο ίδιος ζύγισε με ακρίβεια τις επιδράσεις που καθόρισαν το ύφος του. Οι επιδράσεις της παιδικής ηλικίας παρέμειναν καθοριστικές και στη συνέχεια και εμπνεύστηκε βαθιά κυρίως από τα έργα τέχνης των κόμικς, τα κινούμενα σχέδια, τη φαντασία τα έργα τέχνης επιστημονικής φαντασίας. Αυτοί ήταν οι ήρωές του και, παρόλο που στη σχολή καλών τεχνών έμαθε να εκτιμά τους μεγάλους δασκάλους, δεν τον συγκίνησαν ποτέ όπως οι ήρωες των παιδικών του χρόνων. Έτσι, στην τέχνη, ήταν οι Frazetta, Giger, Dean, Barry Windsor Smith, Jeff Jones, Moebius, Drulliet, Chris Foss, Patrick Woodruff, Corbe, όπως και τα animation του Ralph Bakshi, της Disney και ιαπωνικά έπη όπως το Ghost in the Shell και το Akira. Στα εξώφυλλα, φυσικά οι Hipgnosis, Dean, Huge Syme, και τόσοι πολλοί άλλοι. Στην αναφορά για τη μουσική που τον ταξιδεύει πραγματικά, συνήθιζε να ονομάζει συνθέτες όπως ο Vangelis, οι Tangerine Dream της δεκαετίας του ’70, ο Jean Michelle Jarre, ο Eno, οι Future Sound of London.

Ήταν από τους δημιουργούς που συζητούσε από το ξεκίνημα πολλά με το συγκρότημα ή τον μουσικό. Πέρα από μια αρχική αίσθηση συμφωνίας που υπάρχει από τη στιγμή που σε επιλέγουν γνωρίζοντας τη φύση της δουλειάς σου, συζητιούνται διεξοδικά έννοιες, ανταλλασσόμενες ιδέες, ακόμα και πιθανές διαφωνίες για μουσική, στίχους και θέματα. Η εικόνα που θα επιλεγεί μπορεί να είναι φωτογραφική, ψηφιακή, artwork, οτιδήποτε μεταφέρει την ατμόσφαιρα και το μήνυμα του αντίστοιχου μουσικού έργου. Ο ίδιος άλλωστε θεωρούσε πως τα πιο επιτυχημένα του κομμάτια είχαν προέλθει τις περισσότερες φορές από τη συνεργασία και την δουλειά με τους ίδιους τους καλλιτέχνες, κάτι που ήταν και ένας από τους λόγους που τον είχαν προσελκύσει στον συγκεκριμένο χώρο. Θεωρούσε πως το δικό του έργο τέχνης βελτίωνε και ολοκλήρωνε την εμπειρία του ακροατή με την αντίστοιχη μουσική, αλλιώς το συγκρότημα είχε σπαταλήσει τα χρήματά του και αυτός είχε αποτύχει. Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο θεωρούσε αδιανόητο να φανταστεί κανείς τους Yes χωρίς τον Roger Dean, τους Pink Floyd χωρίς τον Storm Thorgerson, τους Iron Maiden χωρίς τον Derek Riggs.
Στο δίλημμα αν κάποιο έργο του μπορεί να αυτονομηθεί από τη μουσική που συνοδεύει στη συνείδηση κάποιων και μπορεί να αρέσει ή να μην τους αρέσει ανεξάρτητα από το αν τους αρέσει η μουσική στο δίσκο, ο ίδιος θεωρούσε πως όσο κι αν πονάει να ισχυριστεί κανείς πως είναι ένας τρόπος διαφήμισης, το artwork είναι στην πραγματικότητα ένα έργο που δημιουργήθηκε για να πουλήσει ένα προϊόν, στην προκειμένη περίπτωση τη μουσική ενός συγκροτήματος. Μπορεί συχνά να σταθεί και μόνο του, όπως μπορεί, ειδικά στο παρελθόν, να οδηγήσει κάποιον να αγοράσει ένα άλμπουμ μόνο και μόνο λόγω του έργου τέχνης.

Ο Ioannis υπήρξε από αυτούς τους δημιουργούς που έκανε την τέχνη του με σκοπό να έχει τη λειτουργία του “branding”, δηλαδή να δημιουργήσει ή να βοηθήσει τον καλλιτέχνη να βρει μια συγκεκριμένη οπτική ταυτότητα, ένα ύφος που θα διευκολύνει το κοινό να τον αναγνωρίζει. Συνεργάστηκε με πολλά και μεγάλα ονόματα της ευρύτερης rock σκηνής, όπως οι King Crimson, Lynyrd Skynyrd, Allman Brothers Band, Biohazard, Deep Purple, Styx, Saga, Uriah Heep, Fates Warning, Blue Oyster Cult, Dream Theater, Bob Weir, Starship, Yngwie Malmsteen, Sepultura, Voivod, Quiet Riot, Dokken, Johnny Winter, Extreme, UFO, Overkill, The Tubes, Eddie Money, Jon Anderson, Warrant και πολλούς άλλους. Σε μια στιγμή προσωπικής εξομολόγησης και δύσκολης επιλεκτικής απόπειρας, διάλεξε το “Wake the Sleeper” των Uriah Heep και το “Awaken the Guardian” των Fates Warning σαν αυτά που θεωρεί αρκετά πετυχημένα, τόσο σε σχέση με τον αντίκτυπο στο κοινό, όσο και προσωπικά αγαπημένα.
Με βολικό ακρωτήρι την τελευταία αυτή προτίμηση, αποχαιρετούμε την πολύχρωμη παιδική ψυχή και την μαγεμένη πένα του Ιωάννη. Έχουμε πια τη βεβαιότητα πως ακολουθήσαμε τους απόκοσμους στίχους του John Arch, περνώντας τους χρυσούς πυλώνες της γνώσης, και μακριά από τη θάλασσα του δύοντος ηλίου, κρατώντας για οδηγό μας την αλάνθαστη εικαστική του πυξίδα. Έναν αντικατοπτρισμό που φρόντιζε να κάνει τα πάντα γειτονικά στο πιο πολύτιμο όνειρο.
