Καταρχήν, ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Δεν υπάρχει γνήσιος old school μεταλλάς, που να μην γνωρίζει τους Γερμανούς heavy/power metallers Grave Digger. Πιο πολύ για “κομπογιαννίτης” metalhead μου κάνει ή στην καλύτερη να γνωρίζει εξ ονόματος και ευκαιριακά, κάποια μεγάλα ονόματα του χώρου ως “μοδάτος” της εποχής. 43 χρόνια παρουσίας στο heavy metal, 21 album, μία φανταστική τριλογία concept δίσκων, αμέτρητους heavy metal ύμνους, απεριόριστα show ανά την υφήλιο και πολλά εκρηκτικά lives στην χώρα μας που τους έχει “αγκαλιάσει” πραγματικά, είναι πολύ λίγα για να εκφράσουν το πραγματικό μέγεθος της μουσικής κληρονομιάς των Γερμανών και το status τους στον παγκόσμιο metal χάρτη. Ο Chris Boltendahl και η παρέα του, έχει καταφέρει να μυθοποιήσει το όνομα της μπάντας και να το γράψει με χρυσά γράμματα, στο πολυσέλιδο βιβλίο της σκληρής μουσικής. Ας ξεκινήσουμε σιγά σιγά, να ξετιλύγουμε το “κουβάρι” της 43χρονης πορείας των Γερμανών metallers…
Θα πρέπει να γυρίσουμε το χρόνο πολύ πίσω, στον Νοέμβριο του 1980, όταν οι Chris Boltendahl και Peter Mason μοιραζόμενοι τις ίδιες μουσικές ανησυχίες, ενώνουν τις δυνάμεις τους υπό το όνομα Grave Digger. Μετά από πολλές εμφανίσεις σε διάφορα μικρά festival, και κερδίζοντας σε αυτοπεποίθηση, ηχογραφούν δύο κομμάτια που έμελλε να κοσμήσουν την συλλογή “Rock From Hell” του 1983. Αυτό ήταν, η αρχή μόλις έγινε. Την επόμενη κιόλας χρονιά, με την πολύτιμη αρωγή των Willi Lackmann στο μπάσο και Albert Eckardt στα τύμπανα, το ντεμπούτο album τους “Heavy Metal Breakdown” βλέπει το φως της δημοσιότητας. Το 1985 ο Lackmann αποχωρεί από την μπάντα, όμως αυτό δεν μοιάζει ικανό να σταματήσει την κυκλοφορία του δεύτερου δίσκου των Grave Digger με τίτλο “Witch Hunter”. Ο αντικαταστάτης του Lackmann βρέθηκε πολύ γρήγορα μετά την κυκλοφορία του δεύτερου album των Γερμανών, με τον C.F. Brank να μπαίνει στα “παπούτσια” του προκατόχου του. Ακολουθούν πολλές εμφανίσεις σε festival, μία περιοδείας ως special guest με τους Helloween και φυσικά η κυκλοφορία του τρίτου πονήματος του group με τίτλο “War Games” τον Ιανουάριο του 1986. Για την προώθηση του νέου album, οι Grave Digger παίρνουν μέρος σε μία περιοδεία με τριπλό headlining, μαζί με τους Celtic Frost και τους Helloween. Με το τέλος αυτής της περιοδείας, οι κρίσιμες στιγμές της μπάντας κάνουν την εμφάνισή τους. Ο Peter Mason αποχωρεί και το group μετονομάζεται σε Digger, με πιο εμπορικούς ηχητικούς προσανατολισμούς. Ο Uwe Lulis αντικαθιστά τον Mason και το νέο album των Digger πλέον με τίτλο “Stronger Than Ever” κυκλοφορεί το 1987. Η παταγώδης αποτυχία του νέου δίσκου, πυροδοτεί τις εξελίξεις στη μπάντα, με τον Boltendahl να τη διαλύει στο τέλος του έτους. Την επόμενη χρονιά, οι Hawaii είναι το νέο “παιδί” των Boltendahl και Lulis συνεχίζοντας το έργο των Digger, κυκλοφορώντας το demo “Bottles And Four Coconuts” το 1989, ώσπου τελικά το 1991 οι θρυλικοί Grave Digger επιστρέφουν ως όνομα της μπάντας.
Οι Chris Boltendahl και Uwe Lulis, μαζί με τους Tomi Göttlich και Jörg Michael που ήταν μέλος των Rage και Running Wild, οι Grave Digger κυκλοφορούν τον “The Reaper” δίσκο της επανένωσής τους το 1993. Το album ήταν μια επιστροφή στις ρίζες των Γερμανών metallers, ενώ μέσα στην ίδια χρονιά η συλλογή “The Best Of The Eighties” παίρνει σάρκα και οστά, παρουσιάζοντας τα καλύτερα κομμάτια του group από την περασμένη δεκαετία. Το 1994 η μπάντα κυκλοφορεί το Ep “Symphony Of Death”, ενώ περιοδεύει στην Γερμανία με τους Manowar ως support και με νέο drummer τον Frank Ullrich. Την επόμενη χρονιά οι Grave Digger κυκλοφορούν το “Heart Of Darkness”, με πιο σκοτεινή ατμόσφαιρα και με επιρροές από τις πρώιμες δουλειές των Καναδών Annihilator. Το 1996 είναι το έτος που σημαδεύει την μετέπειτα πορεία του group, αφού οι Γερμανοί έχουν στα σκαριά την τριλογία των “Μεσαιωνικών χρόνων”, με πρώτο σκέλος την ιστορία της Σκωτίας. Ο Stefan Arnold αντικαθιστά τον Frank Ullrich και το “Tunes Of War” κοσμεί τα ράφια των δισκοπωλείων. Το 1998 με τον Jens Becker στο μπάσο, η μπάντα κυκλοφορεί το “Knights Of The Cross” δεύτερο σκέλος της τριλογίας, με σαφείς αναφορές στην άνοδο και την πτώση των Ναιτών ιπποτών. Η τριλογία κλείνει το 1999 με το “Excalibur”, που εμβαθύνει στο μύθο του βασιλιά Αρθούρου και των ιπποτών της στρογγυλής τραπέζης. Στην περιοδεία που ακολουθεί, οι Grave Digger προσλαμβάνουν τον πληκτρά Hans-Peter Katzenburg, που αργότερα γίνεται μόνιμο μέλος του group.
Με την είσοδο της νέας χιλιετίας, η μπάντα γιόρτασε τα 20στα γενέθλια της με ένα sold out show στο Zeche του Bochum. Σημαντική στιγμή για τους Γερμανούς, καθώς ο Uwe Lulis είχε αποχωρήσει λίγο πριν την εμφάνιση για προσωπικούς και επαγγελματικούς λόγους, σχηματίζοντας τους Rebellion. Ο Manni Schmidt των Rage τον αντικαθιστά και μαζί του έρχεται και η νέα δισκογραφική στέγη των Γερμανών, η Nuclear Blast Records, με την οποία κυκλοφορούν το 2001 το ομώνυμο album “The Grave Digger”. Ως πηγή έμπνευσης του νέου δίσκου, αναφέρεται το έργο του Edgar Allan Poe. Η στιγμή για το πρώτο live album των Grave Digger είχε φτάσει και την επόμενη χρονιά το “Tunes Of Wacken” βλέπει το φως της δημοσιότητας. Οι διαδικασίες σύνθεσης του νέου δίσκου συνεχίζονται και στις 26 Μαΐου του 2003 το “Rheingold” κυκλοφορεί, επικεντρώνοντας στην όπερα του Richard Wagner “Der Ring Des Nibelungen”. Μία νέα περιοδεία ξεκινά, μέχρι τις αρχές του 2004 και αμέσως μετά οι Γερμανοί μπαίνουν στο στούντιο για τον διάδοχο του “Rheingold”. Το “The Last Supper” κυκλοφορεί στις 17 Ιανουαρίου του 2005, φέρνοντας μαζί του θύελλα αντιδράσεων για το εξώφυλλο του. Οι πολλές αντιδράσεις, είχαν ως αποτέλεσμα η μπάντα να βγάλει μια ανακοίνωση που να διαψεύδει τα όποια σενάρια αναφοράς τους στον διάβολο και στον Χριστό, αναφέροντας ότι η μόνη τους διάθεση ήταν να παρουσιάσουν την καταθλιπτική πλευρά του προσώπου του Χριστού λίγο πριν τον θάνατο του. Παρόλα αυτά, το “The Last Supper” απέσπασε θετικές κριτικές από το σύνολο του τύπου και μία νέα περιοδεία με τους Stormhammer και Astral Doors στο Andernach, την ιδιαίτερη πατρίδα του Manni Schmidt.
Τον Οκτώβριο του 2005, η μπάντα κυκλοφορεί το live DVD “25 To Live”, που ηχογραφήθηκε στο Sao Paulo, σημαίνοντας τα 25α γενέθλια του group. Τον Ιανουάριο του 2007 οι Grave Digger κυκλοφορούν το “Liberty Or Death” και αμέσως μετά ξεκινούν μία περιοδεία με διπλό headlining με τους Therion από το Essen της Γερμανίας. Τον Φεβρουάριο του 2008 η μπάντα ξεκινά τις ηχογραφήσεις του νέου δίσκου, με τον Thilo Hermann ως δεύτερο κιθαρίστα και στις 9 Ιανουαρίου του 2009 το “Ballads Of A Hangman” κυκλοφορεί από την Napalm Records. Ήταν το πρώτο album των Γερμανών metallers με δύο κιθάρες. Τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους ο Thilo Hermann αποχωρεί λόγω “επιπλοκών στη σκηνή”, ενώ τον Οκτώβριο οι διαφωνίες του Manni Schmidt με τον Chris Boltendahl, οδηγούν σε νέο διαζύγιο με τον Schmidt. Τον Ιανουάριο του 2010 οι Grave Digger προσλαμβάνουν τον Axel Ritt ως κιθαρίστα, αφού τον γνώριζαν από την περασμένη περιοδεία. Τον Οκτώβριο του 2010 στην Ευρώπη και λίγο αργότερα στην Αμερική, το “The Clans Will Rise Again” κυκλοφορεί και αποτελεί ένα είδος συνέχειας του “Tunes Of War”, όχι τόσο ως concept όσο για την αναφορά στην Σκωτία, τον μυστικισμό και τους ανθρώπους της. Στις 11 Σεπτεμβρίου του 2011, η μπάντα δημοσιεύει το video για το κομμάτι “Highland Farewell”. Στις 27 Ιουλίου του 2012, οι Γερμανοί metallers κυκλοφορούν το Ep “Home At Last” ως προπομπό του νέου δίσκου τους “Clash Of The Gods”, που θα κυκλοφορήσει στις 31 Αυγούστου του ίδιου έτους. Περιοδεύουν από τις αρχές ως τα τέλη του 2012 στην Αγγλία και την Ευρώπη, ενώ το 2013 ξεκινούν μία εκτεταμένη περιοδεία στην Ευρώπη και στην Βραζιλία για την προώθηση του δίσκου.
Τον Φεβρουάριο του 2014 η μπάντα ξεκινά τις ηχογραφήσεις του νέου album, ενώ στις 11 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς κυκλοφορεί το “Return Of The Reaper”. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, ο H.P. Katzenburg αποχωρεί από το group για να αφιερωθεί στα υπόλοιπα project του και αντικαθίσταται από τον Marcus Kniep. Τον Οκτώβριο του 2015 η μπάντα κυκλοφορεί το “Exhumation- The Early Years”, μία συλλογή με τα κλασικά κομμάτια του group επανηχογραφημένα. Τον Ιούνιο του 2016 οι Grave Digger μπαίνουν στο στούντιο για να ετοιμάσουν τον διάδοχο του “Return Of The Reaper”, που κυκλοφορεί στις 13 Ιανουαρίου του 2017 υπό τον τίτλο “Healed By Metal”. Ξεκινούν μία περιοδεία με τους Blind Guardian στην βόρεια Αμερική, ενώ τον Μάρτιο του 2018 επιστρέφουν στο στούντιο για να ηχογραφήσουν νέο δίσκο. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 2018 το 19ο album της μπάντας κυκλοφορεί με τίτλο “The Living Dead, ενώ τον Γενάρη της επόμενης χρονιάς ξεκινά μία νέα περιοδεία στην Ευρώπη. Στις 25 Ιουνίου του 2018, ο Stefan Arnold αποχωρεί από την μπάντα και αντικαθίσταται από τον Marcus Kniep. Ο COVID επηρέασε και την δισκογραφική συνέχεια των Grave Digger, με αποτέλεσμα το νέο album με τίτλο “Fields Of Blood” να κυκλοφορήσει στις 29 Μαΐου του 2020, στα 40στα γενέθλιά των Γερμανών. Το 21ο πόνημα της μπάντας “Symbol Of Eternity” μπορεί να άργησε δύο χρόνια αφού κυκλοφόρησε στις 26 Αυγούστου του 2022, έφερε όμως χαμόγελα αισιοδοξίας με τις εξαιρετικές κριτικές που δέχθηκε από το σύνολο του μεταλλικού τύπου.
Facebook: https://www.facebook.com/gravediggerofficial
Official Page: https://grave-digger.de/