Όσοι ανδρώθηκαν μουσικά στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, είχαν το γραφικό προνόμιο να βιώσουν την άνθηση του μουσικού χουλιγκανισμού. Αν και τα χαρακώματα μεταξύ των ιδιωμάτων είναι μια μακριά ιστορία, σίγουρα σήμερα οι αντιπαραθέσεις είναι χλωμές και το ποσοστό των ακροατών που δεν στέκονται σε διαχωρισμούς είναι πια πολύ μεγαλύτερο.
Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, η διαίρεση των ακροατών ανάλογα με τα αντίστοιχα ιδιώματα ήταν μια διαμάχη με πολύ σοβαρή αιμορραγία σε όλα τα επίπεδα, καθώς το σύνολο της λεγόμενης ξενόφερτης μουσικής είχε να αντιμετωπίσει ένα ολόκληρο, πανίσχυρο κατεστημένο, αυτό της λεγόμενης λαϊκής μουσικής παράδοσης, που είχε βέβαια με τη σειρά του τις δικές του υποδιαιρέσεις, όλες ενωμένες απέναντι στον “ξένο” εχθρό.
Έτσι, ενώ η πρώιμη post punk, indie, alternative και metal σκηνή στη χώρα, είχε να αντιμετωπίσει τα τεράστια προβλήματα της έλλειψης εξοπλισμένων στούντιο με καταρτισμένους παραγωγούς, την απουσία σοβαρών χώρων για ζωντανές εμφανίσεις, και φυσικά τη μηδενική συναυλιακή δράση στη χώρα με ελάχιστες εξαιρέσεις, είχε όλο το χρόνο και τη διάθεση να φάει τις σάρκες της. Όσο και αν από απόσταση πια, όλα αυτά αποκτούν μια ρομαντική γραφικότητα, είναι η τραγική πραγματικότητα μιας εποχής στην οποία έλειψε αισθητά η διορατικότητα και η θεώρηση από απόσταση. Ο φανατισμός μουσικών και ακροατών, δυστυχώς πολύ συχνά ενισχύθηκε από την τακτική των μουσικών γραφιάδων της εποχής στα λιγοστά έντυπα. Σίγουρα ήταν πιο ελκυστικό να συντηρείς μια κόντρα με ερωταπαντήσεις στη στήλη των γραμμάτων του περιοδικού, παρά να επιχειρήσεις να πείσεις για την ανοησία και τη ματαιότητα του πράγματος. Έτσι, όσο οι μεταλλάδες συνέχιζαν να γράφουν υποτιμητικά τους Duran Duran σαν “Durex Durex” στα γράμματά τους, το πρώτο βιολί της αντίπαλης παράταξης, ο Γιάννης Μαλαθρώνας αναλωνόταν στην απόπειρα να αποδομήσει το ολόφρεσκο τότε “Powerslave” με έναν τρόπο που σήμερα θα προκαλούσε μόνο γέλια με τα επιχειρήματά του.
Και όμως η παγωμένη γύμνια στους στίχους του Curtis δεν ήταν πολύ μακριά από τον μυθικό συμβολισμό των προσωπικών μοναχικών αγωνιών πολλών metal στιχουργών. Βρισκόμασταν όμως στην εποχή που στη μουσική η διαίρεση ήταν ο απόλυτος βασιλιάς, μια διχαστική μηχανή που σημάδεψε τις σχέσεις των μουσικόφιλων για χρόνια. Και αν το σκεφτείς λίγο καλύτερα, μοιάζει να είναι η εποχή που η διαίρεση έβαλε τις δραματικές και επιδραστικές βάσεις της σε πολλά επίπεδα. Όσο και αν η μουσική διένυε μια εποχή που σε συνάρτηση με την τεχνολογική της εξέλιξη και τη διαφορετική μορφή της μουσικής βιομηχανίας, προώθησε ένα πλήθος νέων ερεθισμάτων, ο κόσμος συνέχιζε να σκάβει τα χαρακώματά του. Όταν ο νέος συνήθιζε να ενισχύει την αποστροφή του για έναν συγκεκριμένο ήχο με τις σεξουαλικές προτιμήσεις του τραγουδιστή, η ίδια η νεολαία που έπρεπε να αποχωριστεί από την άρρωστη συστημική γερουσία και να καθιερώσει νέες ηθικές, κατακερματιζόταν τόσο άδικα. Πόσο ειρωνικό και αμήχανο είναι πια μετά από τόσα χρόνια για εκείνον που χλεύαζε τον Morrissey λέγοντας πως του ήταν εντελώς απίθανο να επικοινωνήσει με ένα τραγούδι που είχε τίτλο “William, It was Really Nothing”, να ακούει τον ίδιο τον Metal God να αποκαλύπτει τα ερωτικά του γούστα, σε ένα θέμα που δεν θα έπρεπε να απασχολεί κανέναν.
Και η πάσα του Morrissey είναι ιδανική για να ψηλαφήσουμε λίγο τα επίπεδα διαίρεσης, που ξεπερνούσαν και ξεπερνούν ακόμα σήμερα το μουσικό πεδίο και απλώνονται από τον αθλητισμό μέχρι την πολιτική. Σε αυτά η διαίρεση είναι πια βαθιά καθιερωμένη και τυφλή, είναι δεδομένη χωρίς απαιτήσεις και προβληματισμούς, χωρίς σκέψη. “Κρεμάστε τον dj, γιατί η μουσική που παίζει συνέχεια δεν μου λέει τίποτα για τη ζωή μου”, τραγουδούσε λοιπόν εμφατικά ο Morrissey στο “Panic”, και σήμερα ακόμα νομίζω πως ο στίχος αυτός εξακολουθεί να αντηχεί πάνω σε κουφούς.
Χρωματισμένες σημαίες σηκώνονται χρόνια τώρα σε γήπεδα και πλατείες με την ίδια εγκληματικά τυφλή προσήλωση στη διαίρεση. Και αν έστω και δύσκολα μπορώ να φτάσω σε μια θεμιτή αφετηρία να αγαπάς την ομάδα ή την πολιτική σου παράταξη, δεν μπορώ να τσαλακώσω και να εξοστρακίσω κανόνες, όρους, ιδέες, προϋποθέσεις, στόχους, όνειρα και περισσότερο από κάθε άλλο την ανάγκη για μια ανθρώπινη επιβίωση. Αν το παιχνίδι χάσει την ουσία του επειδή φιλτράρεται από νέα δεδομένα που κάνουν την επικράτηση με κάθε τρόπο πρώτο στόχο, η παραμονή στην εξέδρα που συντηρεί τη διάβρωση είναι ψήφος στην αιώνια διαίρεση. Αν η ζωή είναι μια καθημερινή αγωνία, αλλά μου αρέσει να αγωνιώ όταν μου το επιβάλλει αυτός που έχω επιλέξει, ενώ δαιμονίζομαι όταν ακριβώς τα ίδια νομοθετεί ο αντίπαλός του, είμαι δηλητηριασμένος από το φαρμάκι της διαίρεσης μέχρι το μεδούλι.
Πιάνω τον εαυτό μου να μας παρατηρεί να περιφερόμαστε λοιπόν σαν ζαλισμένοι χούλιγκαν της μουσικής της δεκαετίας του ’80, τριάντα χρόνια αργότερα. Αν κάποτε πίστευα πως ο σύγχρονος άνθρωπος θα μπορέσει να αποτινάξει τα δόγματα και να απομακρύνει την ομίχλη από την κορνίζα της αντίληψης, αρχίζω να κουράζομαι πια από την αναμονή. Σε μια συμβολική πράξη αντίστασης, εξακολουθώ να επιμένω στο φρέσκο άλμπουμ των Sleep Token, μια παροιμιώδη συνύπαρξη ακόμα και συγκρουόμενων ιδιωμάτων, κάπου εκεί που τα αυτιά του φίλου του R&B, του djent και του ambient θα γυρίσουν στην ίδια κατεύθυνση. Δεν ήρθε ακόμα η στιγμή να επιλέξει ο άνθρωπος με κριτήριο αυτά που ανακουφίζουν τη ζωή του;
Δεν ήρθε ακόμα η στιγμή να περάσει η διαίρεση στην ιστορία σαν μια απλή μαθηματική πράξη;