Έχουν οι ήρωες της εργατικής τάξης δικαίωμα στο μεγάλο όνειρο; Αν επικαλεστεί κανείς την ιστορία της Γλασκόβης, θα απαντήσει αμέσως θετικά. Αρκεί να τηρούν τη σημειολογία ανθρώπων όπως αυτοί οι μουσικοί της ιστορίας μας, που υπέγραψαν το δισκογραφικό τους συμβόλαιο κάτω από τον τεράστιο γερανό Finnieston, στο κέντρο της πόλης. Σήμερα πια το γέρικο θηρίο που κόσμησε και το εξώφυλλο του πρώτου τους άλμπουμ, διατηρείται σαν σύμβολο της μηχανικής κληρονομιάς της.
Ένας πρώην δάσκαλος, ο Ricky Ross, που μετακόμισε από το Dundee στην Γλασκόβη έγινε ο μπροστάρης και βασικός μοχλός του σεστέτου. Ο θρύλος λέει πως ένα τραγούδι των Steely Dan, το υπέροχο “Deacon Blues” του 1977, χάρισε τον ποιητικό του τίτλο στο νεοσύστατο σχήμα το 1985. Κανείς δεν μπορεί να ορκιστεί με σιγουριά για τη σημειολογική τους συνέπεια, όμως το πρώτο τους άλμπουμ κυκλοφόρησε την Πρωτομαγιά του 1987. Ήταν γραμμένο σχεδόν ολόκληρο από τον Ross, διατηρούσε μια concept αισθητική για τον αγώνα της αστικής ζωής και της εργατικής τάξης, τη δουλειά και την ανεργία, τον τόπο. Η πόλη ήταν αναμφισβήτητα η Γλασκόβη, και η γκρίζα φωτογραφία του Oscar Marzaroli με τη θέα της δυτικής άκρης της πόλης μια βροχερή μέρα και την κορυφή του Finnieston, δεν αφήνει περιθώρια. Ο εμβληματικός Σκωτσέζος φωτογράφος, γεννημένος στην Ιταλία, δούλεψε στους δρόμους της πόλης και τα έργα του αναγνωρίστηκαν κυρίως στη δεκαετία του 80. Πέθανε ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του δίσκου, έχοντας όμως προλάβει να φωτογραφίσει και το γκρουπ.
Αν και ο Ross επικαλέστηκε συχνά στην καριέρα τους την επίδραση του Van Morrison και του Bruce Springsteen, εδώ αναμφισβήτητα η μεγάλη επιρροή είναι οι Prefab Sprout. Δεν ήταν άλλωστε τυχαίο πως η παρτενέρ του μικροφώνου, Lorraine McIntosh, (σύζυγος πια του Ross από το 1990) χαρακτηρίστηκε συχνά σαν η Wendy Smith των Σκωτσέζων. Όταν βέβαια αργότερα τιτλοφόρησαν τη συλλογή με τα B’ Sides τους, “Ooh Las Vegas”, κατά το “From Langley Park to Memphis” των Sprouts, ο υπαινιγμός ήταν εμφανής. Κάπου βέβαια η επίδραση λειτούργησε και αντίστροφα, όταν οι Prefab Sprout προσέλαβαν τον παραγωγό του “Raintown”, Jon Kelly για να δουλέψει στο “Langley Park…”.
Το υπέροχο “Dignity” παραμένει, όχι άδικα, μέχρι σήμερα η σημαία του άλμπουμ. Συγκεντρώνοντας όλα τα χαρακτηριστικά του, μια νοσταλγία, μια πίκρα αλλά και μια ελπίδα για καλύτερες μέρες, αποτέλεσε σαν single και πρώτη επίσημη κυκλοφορία τους τον προάγγελό του, αγαπήθηκε πολύ και συνεχίζουν μέχρι σήμερα να κλείνουν με αυτό τις ζωντανές εμφανίσεις του. Το όνειρο ενός οδοκαθαριστή να συνταξιοδοτηθεί και να πάρει ένα μικρό σκάφος για να ταξιδεύει στη θάλασσα, είχε στην πραγματικότητα την αφετηρία του στις διακοπές του Ross στην Ελλάδα, όταν το έγραψε με την επίδραση και της ρακής, όπως αναφέρεται στους στίχους.
Στο “Looks Like Spencer Tracy Now” υπερβαίνονται τα όρια της πόλης, καθώς έχουμε την ιστορία του Harold Agnew, ενός Αμερικανού πυρηνικού φυσικού που ήθελε να κάνει μια προσωπική συλλογή με φωτογραφίες από τον βομβαρδισμό της Χιροσίμα. Στην πλειοψηφία τους όμως οι ιστορίες του άλμπουμ, οι υπαινιγμοί για τους ανθρώπους της μουσικής βιομηχανίας στο “Loaded”, ή η γλαφυρή περιγραφή μιας σύγχρονης σχέσης στο “Chocolate Girl”, και οι παρούσες συντεταγμένες της ζωής στην πόλη τους, όπως ο καιρός που σε σκέπαζε από την υποβλητική εισαγωγή του “Born In a Storm”, έκαναν τους Deacon Blue το συγκρότημα της διπλανής πόρτας.
Πέρα του φωνητικού ζευγαριού, ο κημπορντίστας James Prime, ο μπασίστας Ewen Vernal, ο ντράμερ Douglas Vipond, και ο κιθαρίστας Graeme Kelling, ηχογράφησαν όλοι μαζί ζωντανά, στον ίδιο χώρο του Air Studios του Λονδίνου, αναπαράγοντας έτσι το δέσιμο και την ενέργεια που είχαν στις ζωντανές τους εμφανίσεις.
Το “Raintown” με τη νοσταλγική αμηχανία του να στέκεται ανάμεσα στον προβληματισμό και την λύπη, αποκάλυπτε μια πολυτελή αξιοπρέπεια για την καθημερινότητα της εργατικής τάξης, με μια εσωστρεφή και σκεπτόμενη pop που άφηνε και υπόνοιες blues και soul να την στηρίξουν. Για τους περισσότερους από τους συνεπείς ακροατές τους, δεν κατάφεραν ποτέ ξανά να αγγίξουν αυτή την κορυφή.
Η μούσα Γλασκόβη έδωσε ουσιαστικά το διαβατήριο να ταξιδέψουν για καιρό περιοδεύοντας, και ανάβοντας το φυτίλι του Ross με όλα τα ερεθίσματα που χαρακτηρίζουν τους πολίτες αυτού του κόσμου. Το νέο κεφάλαιο δουλεύτηκε περνώντας τις μέρες και τις νύχτες στο στούντιο Cava της πόλης τους. Η εξέλιξη του αρχηγού σε έναν πεπειραμένο πια frontman τον έσπρωξε περισσότερο στη ζωντανή φύση τους. Βρήκαν το κουράγιο να αφήσουν πίσω τους κάποιες αποτυχημένες απόπειρες να ηχογραφήσουν στις ΗΠΑ, όπως και κάποια περιστασιακά προβλήματα υγείας και έβαλαν πλώρη να μεγαλώσουν. Σήκωσαν τις κέλτικες ρίζες τους, τη γαλανομάτα pop rock ενέργεια, ακολούθησαν πιο θετικούς διαδρόμους, για κάποιους πρόσθεσαν και μια αντανάκλαση stadium rock, και τον Απρίλιο του 1989 κυκλοφόρησαν τον δίσκο με τον απόλυτα προφητικό τίτλο “When The World Knows Your Name”.
Ο Ross μιλούσε συχνά για τιμιότητα τότε και για την επιθυμία του να βάζει αληθινούς ανθρώπους στα τραγούδια τους, όπως στο “Real Gone Kid” που γράφτηκε για την Maria MacKee των Lone Justice, που τον εντυπωσίασε όταν την είδε ζωντανά στο Marquee. Τον ενθουσίαζε ο λόγος ηγετών, όπως ο Jesse Jackson και ο Martin Luther King, πίστευε πως η σπίθα τους περνούσε στη μουσική του και ήθελε να ζωγραφίζει μια εικόνα με τα τραγούδια του, όπως ένιωθε πως έκαναν αυτοί όταν μιλούσαν. Ήταν αποφασισμένος να ανοίξουν το άλμπουμ με το “Queen Of The New Year”, για να δείξουν αμέσως στον κόσμο πως έχουν προχωρήσει σε κάτι νέο που δεν έχουν ξανακάνει, και με αυτή την περίεργη προσέγγιση κάποιου που απευθύνεται στην καρδιά του. Στο “Wage’s Day”, η φιγούρα ενός τύπου που ανάβει ένα πούρο το βράδυ της Παρασκευής, παρά το γεγονός πως αισθάνεται μάλλον άβολα με αυτό, περνά από την εφήμερη ευδαιμονία στη διαπίστωση πως με δουλειά ή χωρίς, συχνά η ζωή είναι έτσι κι αλλιώς απελπιστική. Το “This Changing Light” ήταν τελικά το μοναδικό τραγούδι του άλμπουμ για ταξίδια και αυτό ήταν πάλι για τη Σκωτία!
Το “Orphans” που ο ίδιος χαρακτήρισε συχνά σαν έναν ανεπίσημο εθνικό ύμνο της Σκωτίας, γεννήθηκε από μια ατάκα ενός τυπικού οπαδού ποδοσφαίρου μέσα σε ένα τρένο, μεταφέροντας σκέψεις που έκανε συχνά για την πατρίδα του. Άλλωστε στο “Fergus Sings The Blues”, ο στίχος “αυτή είναι η χώρα μου, αυτοί είναι οι λόγοι μου”, είναι ενδεικτικοί μόλις λίγους μήνες πριν το δημοψήφισμα ανεξαρτησίας.
Πέρα από την αξία της λεπτομέρειας, ο Ross κυνήγησε με επιμονή τα πετυχημένα singles, την επιτυχία, την κορυφή. Οι Deacon Blue ήταν ένα ταλαντούχο, παραπάνω από εργατικό, ζωντανό γκρουπ που ήδη είχε τύχει πολύ καλής υποδοχής, και αυτός είχε το άγγιγμα του Μίδα. Ο δίσκος με μια καταιγίδα από σπουδαία singles απογείωσε τη φήμη τους, σκαρφάλωσε αμέσως στο No 1, εκτοπίζοντας το “Like A Prayer” της Madonna. Τα αμφιθέατρα στα πανεπιστήμια πέρασαν μια για πάντα στο παρελθόν, οι μεγάλοι συναυλιακοί χώροι δεν τους χωρούσαν πια, και όλος ο κόσμος έμαθε το όνομά τους.
Βέβαια ο Ross συνεχίζει να υποστηρίζει σθεναρά πως δεν είχε την κατάλληλη ιδιοσυγκρασία να υποστηρίξει το μέγεθος μιας τέτοιας επιτυχίας ενός άλμπουμ που έμοιαζε να στενάζει κάτω από το βάρος της, και ο ίδιος ένιωθε συχνά την ανάγκη να κρυφτεί τρομαγμένος από την εξέλιξη αυτή. Ήταν η περίοδος που το σχήμα ήταν συνεχώς σε περιοδείες και ταυτόχρονα ήταν τόσο παραγωγικό που έγραψε πάνω από 100 τραγούδια μέσα σε δυο χρόνια. Το φθινόπωρο του 1990 , η εταιρεία κυκλοφόρησε το άλμπουμ “Ooh Las Vegas”, μια διπλή συλλογή από B-sides, ακυκλοφόρητα και τραγούδια που χρησιμοποιήθηκαν στην τηλεοπτική παραγωγή “Dreaming”. Είχε προηγηθεί την 3η Ιουνίου η μνημειώδης εμφάνισή τους στο πάρκο Glascow Green, μπροστά σε 250.000 θεατές, στα πλαίσια της “The Big Day”, της γιορτής της πόλης που εκείνο τον χρόνο είχε τον τίτλο της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης. Ήταν ήδη αρκετά γνωστοί για να τραβήξουν πάνω τους την κατεστημένη γκρίνια του ξύλινου μουσικού τύπου που κατακεραύνωσε τη συλλογή με υπερβολές.
Δεν είναι και τόσο ασυνήθιστο για ένα γκρουπ να καταλήξει να αποφεύγει ή σχεδόν να απεχθάνεται τον δίσκο που αποτέλεσε το διαβατήριο για τη μεγάλη επιτυχία και αναγνώριση. Όλα τα σημάδια μαρτυρούσαν πως οι Blue ζούσαν αυτή τη διαδικασία και έτρεχαν μακριά από τους δεσμούς του δεύτερου δίσκου. Έτσι, ο Jon Kelly επέστρεψε στην κονσόλα του παραγωγού. Ο Ross γύρισε την πλάτη στην εκκολαπτόμενη οικουμενικότητα που ύψωσε το “When The World…”, και φρόντισε να μικρύνει ξανά τον χάρτη του.
Μαζί με τη θεματική μεταστροφή ήρθε και η υποχώρηση του μεγάλου ήχου των σταδίων σε έναν πιο φυσικό και ζεστό ήχο, έναν ήχο που προσέγγισε τους πρώιμους Deacon Blue με όπλο τη δεδομένη τους εμπειρία. Η επιστροφή στην αγαπημένη Γλασκόβη και τα καθημερινά της νυχτερινά στιγμιότυπα, σε συνδυασμό με μια blues αλλά και folk ευαισθησία στην πρωτοκλασάτη pop rock φύση τους, ακούμπησε αισθητά όλους αυτούς που τους ένιωθαν σαν μέρος της δικής τους πραγματικότητας.
Το Hampden Park, τα μπουκάλια Tizer, τα κουτιά με τα πυροτεχνήματα, το ουίσκι Bells, τα αμυγδαλωτά, οι γκρίζοι δρόμοι της Γλασκόβης με τους μικρούς της ανώνυμους ήρωες γέμισαν τον δίσκο με δυο είδη εντυπώσεων: οι τυπικοί γκρινιάρηδες σνομπ γραφιάδες των μεγάλων μουσικών εντύπων του Nησιού παραπονέθηκαν πως άκουσαν τα ονόματα επτά οδών μόλις στα πρώτα πέντε τραγούδια… Οι υπόλοιποι εκτίμησαν όλα αυτά που πρόσφεραν πλούσια για ακόμα μια φορά οι Blue, την πρωταρχική σημασία των τραγουδιών, τις ευαίσθητες ορχηστρικές στιγμές να στέκονται απέναντι από ακριβείς, τραχιές και εκρηκτικές αναμνήσεις. Προφανή, υπέροχα έξυπνα singles σκλάβωσαν πάλι άμεσα το ακροατήριο, το ζευγάρι στο μικρόφωνο συγκρούεται και εκθέτει ο ένας τον άλλον όπως οι σύντροφοι ζωής κάνουν και ενισχύουν τις πλούσιες αντιθέσεις. Η Lorraine έλαμψε ολομόναχη πραγματικά στον σχεδόν παραδοσιακό, κέλτικο ύμνο του “Cover From The Sky”. Ένα ακόμα άλμπουμ που φανερώνει πως αξίζει να γράψει κανείς για τις ζωές των πραγματικών ανθρώπων με το γνώριμο ύφος της pop ευαισθησίας τους, κυκλοφορεί τελικά την 3η Ιουνίου του 1991, με τον τίτλο “Fellow Hoodlums”. Το χλωμό κορίτσι στο ρεφρέν του “Twist & Shout”, είναι φυσικά η Lorraine, που μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο στα μέσα της ευρωπαϊκής τους περιοδείας τους το 1990.
Ήταν ήδη στην προνομιακή ζώνη όπου οι αριθμοί δεν άλλαζαν εύκολα. Πέρα από τέσσερα νέα singles, με τα “Your Swaying Arms” και “Twist & Shout” να παραμένουν στην κλειστή λίστα των κλασικών τους, το άλμπουμ έφτασε στο No2 των charts του Νησιού.
Ένας άνθρωπος που είχε ήδη δεχτεί αυστηρούς χαρακτηρισμούς από σημαίνοντα ονόματα του αγγλικού μουσικού τύπου, με τις λέξεις “πομπώδης” και “ρηχός” να αποτελούν τις ελαφρύτερες κατηγορίες του, ένας ταλαντούχος συνθέτης που έκανε υποτιμητικά για κάποιους τα άλμπουμ που οι Prefab Sprout, οι Waterboys, και ο Springsteen μαζί, δεν έκαναν ποτέ, ένας στιχουργός με έντονη πολιτική φλέβα, δεν φοβήθηκε να πάρει την δραστική στροφή, ακριβώς τη στιγμή που ένιωσε εγκλωβισμένος από όλα τα κλισέ που οι άλλοι απέδιδαν στη μουσική του.
Σε μια περίοδο που ανακάλυψε πως η Lorraine ήταν έγκυος, οι δυο τους είχαν αναμιχθεί ενεργά σε συγκεντρώσεις και συναντήσεις, προσθέτοντας τις φωνές τους στους Artists For Independence και Scotland United για την ανεξαρτησία της Σκωτίας, και οι Deacon Blue είχαν κάνει πολλές εμφανίσεις συμπαράστασης , ο Ross άγγιξε την απόλυτη απελπισία. Έχοντας σαν αφετηρία το “Sleeper”, μια συλλογή τραγουδιών που γράφτηκαν παράλληλα με το “Fellow Hoodlums”, αλλά σε μια πιο ωμή, ανήσυχη και ενοχλητική κατεύθυνση, και με οδηγό μια ταραγμένη και σκοτεινή ενέργεια, γράφει για όλα τα άσχημα όνειρα και τα πράγματα που τον ενοχλούν.
Η μεγάλη αλλαγή έρχεται όμως όταν επιλέγει να συνεργαστεί με την ομάδα “Perfecto”, των dj παραγωγών Steve Osborne και Paul Oakenfold, που απολάμβαναν τα εύσημα από τις συνεργασίες τους με καλλιτέχνες όπως οι Happy Mondays, Moby, Massive Attack, Madonna, New Order, The Cure, και φυσικά U2. Στους τελευταίους επικεντρώνεται και η επίθεση στο ασημένιο κοστούμι του Ross, και στις προσπάθειες από τους στυλίστες του να αναδείξουν τον θεό του rock στην αναγεννημένη μορφή του. Την ίδια στιγμή κανείς από τη μπάντα δεν αρνήθηκε τη δελεαστική απόχρωση των U2 τότε, με μια εναλλακτική χορευτική εκδοχή, αλλά φυσικά οι Blue και ο Ross δεν θα άφηναν σε καμιά περίπτωση τα Perfecto boys να τους υπαγορεύσουν τι να κάνουν στο στούντιο. Η πραγματικότητα ήταν πως έψαχναν ένα διαφορετικό όνομα που θα έμπαινε μαζί τους και θα τους προκαλούσε αναστάτωση με νέες προκλήσεις, και είχαν σημειώσει κάποια ονόματα, με εξέχον αυτό του David Burn, πριν καταλήξουν οριστικά στον Steve ( που ήταν ο βασικός συντελεστής του τελικού ήχου) και τον Paul.
Όπως προτιμούσε να λέει τότε ο Ross, κάποιες μπάντες πρέπει πρώτα να διαλυθούν για να τολμήσουν οι καλλιτέχνες τους να δοκιμάσουν νέα πράγματα, αυτοί είχαν την πολυτέλεια και την αντοχή να εξελιχθούν όλοι μαζί. Το νέο άλμπουμ ήταν πραγματικά μια δύσκολη δοκιμασία για όλους τους παραδοσιακούς οπαδούς αλλά και μια ευχάριστη πρόκληση και έκπληξη για τους ευέλικτους. Μέσα βέβαια σε αυτό τον μοντέρνο, συχνά ζοφερό, ευρωπαϊκό ήχο που ίσως επιμένει περισσότερο στην επιβολή του ρυθμού, υπάρχει πάντα το κλίμα των Deacon Blue, ένα μουσικό πνεύμα ενδοσκοπικό, ανήσυχο, διανοητικό και βαθιά συναισθηματικό. Ένα από τα αρτιότερα και πιο έντονα τραγούδια που έγραψαν ποτέ, το εκπληκτικό “Your Town” είδε την χορευτική εκδοχή του να σοκάρει το κλασικό κοινό τους. Το ανθεμικό “Peace And Jobs And Freedom” βρίσκει τον Ross στα γνώριμα στιχουργικά του μονοπάτια, ενώ από την άλλη το “Will We Be Lovers” ήταν η απαίτηση της Lorraine για ένα άμεσο κατανοητό τραγούδι αγάπης με το οποίο μπορούσε να ταυτιστεί. Το αινιγματικό ‘Last Night I Dreamed Of Henry Thomas” προκάλεσε την πιο συχνή ερώτηση για το ποιος ήταν ακριβώς ο πρωταγωνιστής του: ένας σκοτεινός blues τραγουδιστής από τη δεκαετία του ’20, η φωνή του οποίου ακούγεται με sample στο τραγούδι. Δεν υπήρχε κάποια ιδιαίτερη ιστορία μυστηρίου γύρω από τη ζωή του, ήταν απλώς μια αντανάκλαση, μια εικόνα, καθώς το τραγούδι ήταν στην πραγματικότητα για τη ζωή και τον θάνατο.
Το άλμπουμ κυκλοφόρησε την 1η Μαρτίου 1993 με τον τίτλο “Whatever You Say, Say Nothing” και δεν άγγιξε τα προηγούμενα εμπορικά επιτεύγματα ακουμπώντας το No4 . O Ross απάντησε απέναντι στους αυστηρούς επικριτές του με τον απόλυτο Deacon Blue τρόπο: “νομίζω ότι λόγω της ηλικίας μου – ήμουν 28 όταν έκανα τον πρώτο δίσκο – ένιωθα πάντα ότι μου τελείωνε ο χρόνος! Αλλά όχι οι ιδέες. Οπότε ό,τι και να πείτε, πείτε κάτι … άλλο”
Ανεξάρτητα από ενστάσεις, γκρίνιες και απογοητεύσεις, ακολούθησε ακόμα μια sold out περιοδεία στο Νησί και σχεδόν ένα χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε η συλλογή “Our Town”, που περιλάμβανε σχεδόν όλα τα προηγούμενα singles της μπάντας καθώς και τρεις νέες συνθέσεις. Η συλλογή στρογγυλοκάθισε γρήγορα στο Νο 1 των charts.
Λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία της, στις 27 Απριλίου του 1994, ο Ricky Ross ανακοινώνει τη διάλυσή τους, σοκάροντας τους φίλους τους. Με μια πικρή ειρωνία ανέφερε: “ο George Harrison είχε πει κάποτε πως όλα τα πράγματα πρέπει να περνούν, όλοι μας συμφωνούσαμε πως οι Deacon Blue θα ήταν κάτι με περιορισμένο χρόνο, και μετά από πολλή σκέψη αποφασίσαμε πως έφτασε η στιγμή… δεν μπορούμε καν να κατηγορήσουμε τη Yoko Ono”… Ο ντράμερ Dougie Vipond είχε αποδεχτεί την πρόταση της σκωτσέζικης τηλεόρασης να εργαστεί σαν παρουσιαστής, και παράλληλα ο κημπορντίστας Jim Prime σκεφτόταν σοβαρά να μεταναστεύσει στην Αμερική.
Η διαδρομή από την “Raintown” στην ‘Your Town” είχε συμπληρώσει τον κύκλο της.
Χρειάστηκε να περάσουν πέντε χρόνια και ένα reunion gig για να οδηγηθούν στη δεύτερη περίοδο, εμφανώς με πιο αργούς ρυθμούς σε ζωντανή και στουντιακή δράση. Από τότε κυκλοφόρησαν επτά άλμπουμ με τη γνώριμη απόχρωση που τους καθιέρωσε, ταξιδεύοντας σταθερά πάνω σε αυτό το παλιό “πλοίο της αξιοπρέπειας”.
Το πιο δυνατό χτύπημα της διαδρομής τους το δέχτηκαν στις 10 Ιουνίου του 2004, όταν ο κιθαρίστας Graeme Kelling υπέκυψε οριστικά στην πενταετή μάχη με τον καρκίνο του παγκρέατος. Όταν ο Ross είχε την ισχυρή εντύπωση πως η επίσκεψη στον φίλο του στο νοσοκομείο ήταν μια από τις τελευταίες, ακούγοντας στο κεφάλι του την περίεργη αντανάκλαση των στίχων του “Real Gone Kid” (“And I’ ll show you all the photographs that I ever took”), γέμισε μια τσάντα με παλιές φωτογραφίες από τη διαδρομή των Blue και πήγε κοντά του. Ήταν ουσιαστικά το τελευταίο βράδυ, ο Graeme ξύπνησε για λίγο, είδαν μαζί τις φωτογραφίες, και με κάποιες γέλασε πολύ. Ήταν πάντα ένας πολύ αστείος και γενναίος τύπος που αντιμετώπισε τη μοιραία περιπέτεια της υγείας του με μοναδικό θάρρος ως το τέλος.
Σήμερα οι Deacon Blue και ο Ricky Ross μοιάζουν λίγο με τον γερανό Finnieston, κάτω από τον οποίο υπέγραψαν εκείνο το πρώτο δισκογραφικό συμβόλαιο πάνω στο καπό μιας παλιάς Cadillac. Από μια περίεργη σύμπτωση, ο προ-θείος της Lorraine, όχι μόνο είχε οδηγήσει τον γερανό, αλλά πέθανε πάνω σε αυτόν και έπρεπε να τον μεταφέρουν από εκεί. Τώρα που η σκόνη κάθισε πια, ο Ross είναι ευγνώμων για τον τρόπο με τον οποίο η μουσική του έχει καταγράψει τη ζωή.
Με το “Dignity” να αποτελεί ακόμα και σήμερα ένα μέρος του οικοδομήματος της σκωτσέζικης ζωής, ένα από αυτά τα σπάνια τραγούδια που ξεπερνούν το δημιουργό τους, έχει συνηθίσει να το ακούει στο ποδόσφαιρο, στο ραδιόφωνο, στα καταστήματα, στους γάμους και τις κηδείες και τα ξενύχτια.
Θυμάται ένα απόγευμα με πολύ πάγο: “κατά τη διάρκεια του soundcheck όλοι αυτοί οι εργαζόμενοι στο δήμο γλιστρούσαν στον πάγο. Όλοι στηρίζονταν στις σκούπες τους και μας παρακολουθούσαν, και κάποιος φωνάζει: “Ricky, θα παίξετε το Dignity;” Τώρα πια, δεν κάνουμε ποτέ αυτό το τραγούδι σε soundchecks. Αλλά είπα: “Ξέρεις τι; Ας το κάνουμε!.” Έτσι, για περίπου τρία ή τέσσερα παιδιά και όποιον άλλο ήταν στην πλατεία George στις τέσσερις το απόγευμα, παίξαμε την πιο συγκινητική απόδοση του Dignity που θυμάμαι. Αυτά τα παιδιά μάλλον δεν το κατάλαβαν, αλλά αυτό σήμαινε περισσότερο για μένα από οτιδήποτε άλλο”.