Το “Combat Rock” είναι το πέμπτο στούντιο άλμπουμ του αγγλικού punk rock συγκροτήματος Clash. Κυκλοφόρησε στις 14 Μαΐου 1982 από τη CBS Records. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το άλμπουμ έφτασε στο νούμερο 2, περνώντας 23 εβδομάδες στα charts και έφτασε στο νούμερο 7 στις Ηνωμένες Πολιτείες, περνώντας 61 εβδομάδες στα charts. Αποτελεί το άλμπουμ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις του γκρουπ, διπλά πλατινένιο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Περιέχει δύο από τα πιο δημοφιλή τραγούδια των Clash, τα singles “Rock the Casbah” και “Should I Stay or Should I Go”. Είναι και το τελευταίο άλμπουμ των Clash με την κλασική σύνθεση.
Κυκλοφορεί μετά το τριπλό άλμπουμ “Sandinista!” (1980), και ο τραγουδιστής/κιθαρίστας Joe Strummer ένιωσε ότι το γκρουπ άρχισε να παρασύρεται δημιουργικά. Ο μπασίστας Paul Simonon συμφώνησε με τη δυσαρέσκεια του Strummer για τον “βαρετό” επαγγελματισμό του “Blackhill Enterprises”, του τότε management των Clash. Ο Strummer και ο Simonon έπεισαν τους συμπαίκτες τους να επαναφέρουν τον αρχικό μάνατζερ του συγκροτήματος Bernie Rhodes τον Φεβρουάριο του 1981, σε μια προσπάθεια να επανακτήσουν το “χάος” και την “άναρχη ενέργεια” των πρώτων ημερών των Clash. Αυτή η απόφαση δεν έγινε δεκτή από τον κιθαρίστα Mick Jones, ο οποίος σταδιακά αποξενωνόταν από τους συντρόφους του. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο ντράμερ Topper Headon κλιμάκωσε την χρήση ηρωίνης και κοκαΐνης. Η περιστασιακή χρήση ναρκωτικών του είχε γίνει πλέον συνήθεια που του κόστιζε 100 λίρες την ημέρα και υπονόμευε την υγεία του. Αυτός ο εθισμός στα ναρκωτικά θα ήταν ο παράγοντας που αργότερα θα ωθούσε τους συμπαίκτες του να τον διώξουν από τους Clash, μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ.
Η μουσική στο Combat Rock έχει περιγραφεί ως post-punk και new wave. Ένα επαναλαμβανόμενο θέμα του άλμπουμ είναι ο αντίκτυπος και οι συνέπειες του πολέμου του Βιετνάμ. Το “Straight to Hell” περιγράφει τα παιδιά που απέκτησαν Αμερικανοί στρατιώτες με βιετναμέζες μητέρες και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκαν, ενώ το “Sean Flynn” περιγράφει τον φωτορεπόρτερ γιο του ηθοποιού Errol Flynn που εξαφανίστηκε το 1970 αφού συνελήφθη από τους Βιετκόνγκ στην Καμπότζη.
Το συγκρότημα εμπνεύστηκε από την ταινία “Apocalypse Now” του Francis Ford Coppola του 1979 για τον πόλεμο του Βιετνάμ, και είχε κυκλοφορήσει προηγουμένως το τραγούδι “Charlie Don’t Surf” στο “Sandinista!”, το οποίο αναφερόταν στην ταινία.
1971– Το “Relics (A Bizarre Collection of Antiques & Curios)”είναι ένα άλμπουμ συλλογή από τον αγγλικό progressive rock θρύλο των Pink Floyd. Η κυκλοφορία του “Relics” έγινε ουσιαστικά επειδή η δισκογραφική εταιρεία του συγκροτήματος, η EMI, ανησυχούσε ότι είχαν πάει στο στούντιο για να ηχογραφήσουν αυτό που θα κατέληγε στο “Meddle” χωρίς τραγούδια ή ιδέες, ξεκινώντας ουσιαστικά από την αρχή. Αυτό, σε συνδυασμό με το διαρκώς αυξανόμενο πρόγραμμα περιοδειών τους, έκανε την εταιρεία να συνειδητοποιήσει ότι δεν θα κυκλοφορούσε νέο υλικό για κάποιο σεβαστό χρονικό διάστημα, πιθανότατα πολύ περισσότερο από ένα χρόνο μετά την ολοκλήρωση του προηγούμενου άλμπουμ τους, “Atom Heart Mother”. Προκειμένου να παρουσιάσουν κάποιο άλλο “προϊόν” για τους ακροατές τους, αποφάσισαν να κυκλοφορήσουν ένα LP συνδυάζοντας πρώιμα singles, B-sides, κομμάτια των άλμπουμ και ένα ακυκλοφόρητο τραγούδι, το “Biding My Time”.
1981– Το “Breaking All the Rules” είναι το έβδομο στούντιο άλμπουμ του πολυτάλαντου αγγλοαμερικανού συνθέτη/μουσικού/τραγουδιστή και παραγωγού Peter Frampton που υιοθέτησε μια ακατέργαστη live προσέγγιση στο στούντιο όπως ο προκάτοχός του, “Rise Up”, που ήταν μια βραζιλιάνικη κυκλοφορία για την προώθηση της περιοδείας του Frampton στη Βραζιλία το 1980. Το άλμπουμ παίχτηκε αρκετά στο ραδιόφωνο χάρη στο ομότιτλο κομμάτι-ύμνο, το οποίο γράφτηκε από κοινού με τον στιχουργό των Procol Harum, Keith Reid.
1984– Το “Chicago 17” είναι το δέκατο τέταρτο στούντιο άλμπουμ του αμερικανικού συγκροτήματος Chicago. Ήταν η δεύτερη κυκλοφορία του γκρουπ για την Full Moon/Warner Bros. Records, το δεύτερο άλμπουμ τους σε παραγωγή David Foster, και το τελευταίο τους με τον ιδρυτικό μπασίστα/τραγουδιστή Peter Cetera. Τέσσερα singles κυκλοφόρησαν από το άλμπουμ, τα οποία βρέθηκαν όλα στα 20 στο Billboard Hot 100 chart. Η επιτυχία των singles έκανε το άλμπουμ έξι φορές πλατινένιο. Το “Chicago 17” παραμένει το άλμπουμ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στην ιστορία του συγκροτήματος.
1996– Το “Slang” είναι το έκτο στούντιο άλμπουμ του αγγλικού ροκ συγκροτήματος Def Leppard. Το άλμπουμ σηματοδότησε μια μουσική απόκλιση από τον χαρακτηριστικό ήχο τους. Η παραγωγή έγινε από το συγκρότημα και τον Pete Woodroffe και ήταν το πρώτο τους άλμπουμ από το 1980 χωρίς τη συμμετοχή του Robert John “Mutt” Lange. Το “Slang” είναι το πρώτο άλμπουμ με νέο υλικό που περιλαμβάνει τον κιθαρίστα Vivian Campbell (ο Campbell είχε παίξει προηγουμένως στη συλλογή “B-side Retro Active” του 1993 και στο νέο τραγούδι “Vault”, ένα χρόνο νωρίτερα). Έφτασε στο Νο 14 στο Billboard 200 και στο Νο 5 στο UK Albums Chart. Είναι επίσης το μόνο άλμπουμ των Def Leppard που δεν έχει το κλασικό λογότυπο με τη γνώριμη γραμματοσειρά τους στο εξώφυλλο του άλμπουμ, αν και όλα τα singles του εξακολουθούσαν να φέρουν το κλασικό λογότυπο.
Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί και το τρίτο στούντιο άλμπουμ του φινλανδικού metal συγκροτήματος Amorphis, με τον τίτλο “Elegy”. Είναι η πρώτη τους που έχει την επικράτηση των καθαρών φωνητικών, από τον νέο τραγουδιστή Pasi Koskinen. Η μουσική και οι στίχοι είναι εμπνευσμένοι από παραδοσιακές φινλανδικές μπαλάντες και ποιήματα από το “Kanteletar” του Elias Lönnrot το 1840.
2002– Το Vapor Trails είναι το δέκατο έβδομο στούντιο άλμπουμ του καναδικού rock συγκροτήματος Rush. Κυκλοφόρησε από την Anthem Records και ήταν η πρώτη τους κυκλοφορία στο στούντιο μετά το Test for Echo (1996), το μεγαλύτερο κενό μεταξύ δύο άλμπουμ των Rush. Μετά την ολοκλήρωση της περιοδείας του Test For Echo, τον Ιούλιο του 1997, ο ντράμερ και στιχουργός Neil Peart έχασε την κόρη του και μετά τη γυναίκα του σε δυο απανωτές τραγωδίες. Αποφάσισε να απομονωθεί και να ταξιδέψει για μεγάλο χρονικό διάστημα, και το γκρουπ πέρασε σε μια εκτεταμένη παύση κατά την οποία δεν ήταν βέβαιο ότι θα συνέχιζε. Τελικά ενώθηκαν ξανά τον Ιανουάριο του 2001 για να κάνουν πρόβες σε υλικό για ένα νέο άλμπουμ, η ηχογράφηση του οποίου διήρκεσε μέχρι τον Νοέμβριο. Για πρώτη και μοναδική φορά μετά το Caress of Steel (1975), το γκρουπ δεν χρησιμοποίησε synths και πλήκτρα στη μουσική του, ενσωματώνοντας πολλά στρώματα κιθάρας, μπάσου και ντραμς. Ο Geddy Lee είχε πει χαρακτηριστικά τότε ότι το άλμπουμ δεν έγινε απλά για να γράψουν νέα μουσική, αλλά για την ψυχολογική υγεία και τόνωση και των τριών τους, οι οποίοι είχαν περάσει μια πολύ δύσκολη περίοδο.