Είναι ένα από τα πιο πολυσυζητημένα άλμπουμ στην ιστορία της ευρύτερης rock μουσικής. Μόνο το γεγονός πως σφράγισε οριστικά την περίοδο της αυθεντικής σύνθεσης των πατέρων του heavy metal αρκεί για να το κάνει ένα ορόσημο στις εξελίξεις του σκληρού ήχου. Κοιτάζοντας όμως πίσω από τη χαρακιά στο χρόνο και την ιστορία που άφησε, το “Never Say Die” κρύβει ένα μοναδικό πλήθος από ιδιαιτερότητες.
Τα τελευταία χρόνια της μυθικής τετράδας των Brummies ήταν ένας ανηλεής αγώνας, πρώτα απέναντι στη μουσική βιομηχανία και τις νομικές της παγίδες, και μετά απέναντι στους ίδιους τους τους εαυτούς, τα πάθη και τις εμμονές τους με το αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Και αν το “Sabotage”του 1975 ήταν ένας εμφατικός καλλιτεχνικός θρίαμβος απέναντι στους δαίμονες των δικαστικών αγώνων, τα σημάδια πάνω τους έμοιαζαν ανεξίτηλα. Ακολούθησε το πειραματικό “Technical Ecstasy” που έδειχνε ξεκάθαρα κυρίως την πρόθεση του Iommi να διαφοροποιηθούν, και για τον λόγο αυτό επέκτεινε τη συνεργασία με τον οργανίστα Gerald Woodroffe. Στο μεταξύ, ο Ozzy είχε αρχίσει να αλληθωρίζει έντονα, ευελπιστώντας σε μια επικείμενη σόλο απόπειρα. Το άλμπουμ ολοκληρώθηκε και ηχογραφήθηκε σε τρεις μήνες, και ακολούθησε μια εξάμηνη περιοδεία προώθησης, που έφερε ουσιαστικά τους μουσικούς στα όριά τους.
Μισός χρόνος ηρεμίας και απραξίας που ακολούθησε, δεν ήταν αρκετός να αποσβέσει τη ζημιά που είχε προκαλέσει η συνεχής υπερκόπωση μιας πενταετίας. Το αλκοόλ και τα ναρκωτικά συνέχισαν να πρωταγωνιστούν και να προκαλούν σοβαρούς τριγμούς στις σχέσεις τους. Το σχέδιο για T-shirt με τη στάμπα “Blizzard of Ozz” που είχε ετοιμάσει ο Ozzy, γρήγορα μεταφράστηκε στην πρώτη του αποχώρηση, με σκοπό να επιχειρήσει το πρώτο του βήμα στη σόλο καριέρα. Απελπισμένος ο Iommi δοκιμάζει να στρατολογήσει τον Dave Walker (πρώην Fleetwood Mac και Savoy Brown, αλλά και στους γείτονες The Redcaps), και οι εναπομείναντες Sabs γράφουν μαζί του κάποιες ιδέες, ενώ εμφανίζονται ζωντανά στην εκπομπή του BBC Midlands “Look! Hear!”, παίζοντας μια πρώιμη εκδοχή του “Junior’s Eyes”. Τρεις μέρες πριν μπουν στο στούντιο με τον Walker, ο Ozzy ειδοποιεί τον Iommi πως θέλει να γυρίσει στο συγκρότημα. Έτσι, επιστρέφει με τον αδιαπραγμάτευτο όρο να μην τραγουδήσει τίποτα από όσα τραγούδια έγραψαν ήδη με τον Walker. Το ήδη έτοιμο υλικό υπέστη νέες επεξεργασίες, ενώ το “Breakout” παρέμεινε instrumental για αυτό ακριβώς τον λόγο, ενώ το “Swinging the Chain” το τραγούδησε ο Bill Ward.
Εκείνη τη στιγμή έρχεται το επόμενο μοιραίο χτύπημα καθώς τον Ιανουάριο του 1978, ο πατέρας του Ozzy πεθαίνει μετά από μάχη με τον καρκίνο. Ο ισχυρός δεσμός που είχε ο madman μαζί του φέρνει τον κλονισμό και τη κατάρρευσή του. Για τρεις μήνες τα πάντα παγώνουν. Στο μεταξύ τα οικονομικά προβλήματα της μπάντας επιδεινώνονται. Ο Iommi έχει κλείσει το στούντιο “Sounds Interchange” στο Τορόντο του Καναδά, καθαρά για φορολογικούς λόγους. Βρέθηκαν εκεί στην καρδιά του χειμώνα, μπαίνοντας στο στούντιο χωρίς να έχουν ουσιαστικά ολοκληρωμένα τα τραγούδια. Έπρεπε να βρουν έναν χώρο για πρόβες και κατέληξαν να πηγαίνουν σε ένα παγωμένο σινεμά στις 10 το πρωί, για να προλάβουν να ετοιμάσουν τα τραγούδια, και να ηχογραφήσουν τελικά το βράδυ. Η ανασφάλεια της πίεσης του χρόνου βάρυνε ξανά κυρίως τον Iommi που άρχισε να αμφισβητεί τα πάντα στη διαδικασία. Παράλληλα, ο Geezer Butler συγκρούονταν συχνά με τον Ozzy για τους στίχους, καθώς ο frontman φαινόταν μονίμως ανικανοποίητος με το υλικό που του έφερνε να τραγουδήσει.
Το στούντιο που είχε κλειστεί από διαφημιστικό φυλλάδιο αποδείχθηκε άλλο ένα μεγάλο πρόβλημα, καθώς είχε έναν νεκρό ήχο, εντελώς μακριά από τον στόχο τους. Δεν μπορούσαν να πάρουν πραγματικό ζωντανό ήχο. Κάποια στιγμή αναγκάστηκαν να σχίσουν και να ξηλώσουν όλα τα χαλιά του και να προσπαθήσουν να κάνουν το αποτέλεσμα όσο πιο ζωντανό μπορούσαν. Υπήρξε διαφορά και ικανοποίηση με αυτό, αλλά χρειάστηκε χρόνος για να γίνει σωστά, καθώς δεν υπήρχαν άλλα στούντιο διαθέσιμα.
Μετά από μια μακροχρόνια ανηφορική μάχη που σημαδεύτηκε από εσωτερικές μάχες, υποβαθμισμένες συνθήκες εργασίας και εξωτερική πίεση από τη δισκογραφική, οι Sabbath κυκλοφόρησαν το “Never Say Die” στις 29 Σεπτεμβρίου του 1978. Το εξώφυλλο ήταν το δεύτερο της μπάντας που σχεδιάστηκε από την περίφημη δημιουργική ομάδα “Hipgnosis” του Storm Thorgerson, μετά το “Technical Ecstasy”. Το συγκρότημα είχε απορρίψει ένα εναλλακτικό σχέδιο με γιατρούς που φορούσαν μάσκες, ένα έργο που χρησιμοποιήθηκε τελικά για το άλμπουμ των Rainbow “Difficult to Cure” του 1981.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το ομότιτλο κομμάτι, που κυκλοφόρησε πολύ πριν από το άλμπουμ san το πρώτο single του συγκροτήματος, έφτασε στο Νο. 21 του chart και χάρισε στο συγκρότημα την πρώτη του εμφάνιση στο Top of the Pops από το 1970, όντας το μοναδικό πετυχημένο τους single μετά το “Paranoid”. Ο δίσκος αντιμετωπίστηκε με τεράστια δυσπιστία από τους κριτικούς, καταλογίζοντας απουσία κατεύθυνσης και ισορροπίας. Όμως το αποτέλεσμα βάλθηκε αισθητά και από τους ίδιους τους δημιουργούς του, οι οποίοι είχαν φυσικά εντελώς διαφορετικούς, βιωματικούς λόγους να επηρεάζουν την κρίση τους. Ο Butler είπε πως όλοι το έκαναν με τη βεβαιότητα πως δεν υπήρχε περίπτωση να ξανασυμβεί αυτό. Όλοι δεν ήταν πραγματικά εκεί, και υπήρξαν μέρες που ήταν τόσο φτιαγμένοι που δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Ο Ozzy σιχαινόταν τις jazz επιδράσεις που εμφανίστηκαν σε κάποιες συνθέσεις, δηλώνοντας περιφρονητικά πως το μοναδικό πράγμα που τον απασχολούσε σε ένα jazz συγκρότημα, ήταν το πόσο μπορούσαν να πιούν. Ο Iommi αντιμετώπισε το μεγάλο στοίχημα να αποστασιοποιηθεί όσο γινόταν από τη συνταγή των ριφ και να αφουγκραστεί μια εποχή αλλαγών και εξελίξεων, ενώ ο Ward ήταν ίσως ο μόνος που είχε το θάρρος να υπερασπιστεί πολλές από τις επιλογές τους, και να δηλώσει περήφανος για τραγούδια όπως το “Johhny Blade” και το “Air Dance”.
Η πάροδος του χρόνου και η απομάκρυνση από όλο το ταραχώδες υπόβαθρο και τις αποπνικτικές συνθήκες δημιουργίας του, έφεραν όπως γίνεται συνήθως διαφορετικές εκτιμήσεις και αναθεωρήσεις σχετικά με την καλλιτεχνική του αξία. Ακόμα και με την εμφανή όψη μιας βαθιά λαβωμένης μπάντας, οι Black Sabbath δεν έδωσαν και λίγα. Δυο πρώτης τάξης singles, όπως το ομότιτλο και το “A Hard Road” ( με συμμετοχή και του Iommi στα φωνητικά), ένα πλούσια πειραματικό αλλά και με εθιστικές μελωδίες “Johnny Blade”, το συγκινητικό και ειλικρινές μεταποιημένο και προσαρμοσμένο στην απώλεια του πατέρα του Ozzy “Junior’s Eyes”, το νοσταλγικό και πολυσχιδές “Air Dance”, ένα από τα πιο απαιτητικά και φορτισμένα τραγούδια τους για τα γηρατειά μιας χορεύτριας μπαλέτου, είναι κάποια από τα αναγκαία μυστικά αυτής της απαραίτητης επιμονής που οφείλει να δείξει κανείς σε ένα παρεξηγημένο έργο.
Όσο άδικο βρίσκω για το “Technical Ecstasy” το κλασικό πια σλόγκαν “ You Can Only Trust Yourself And The First Six Black Sabbath Albums” , το ίδιο σκληρό και άβολο το βρίσκω πια και για το “Never Say Die”.