Την 7η Αυγούστου του 1930 ένας όχλος οργισμένων λευκών, κοντά στους δέκα χιλιάδες, άρπαξε από τη φυλακή του Marion της Indiana, τρεις νεαρούς μαύρους άντρες. Οι δύο από αυτούς, ο Thomas Shipp και ο Abram Smith λυντσαρίστηκαν από το πλήθος, ενώ ο 16χρονος James Cameron επέζησε οριακά μετά τον ξυλοδαρμό του.
Την προηγούμενη νύχτα, ο 23χρονος λευκός Claude Deeter είχε πυροβοληθεί, και αφού μεταφέρθηκε στο νοσκομείο, υπέκυψε την επόμενη μέρα. Η αρραβωνιαστικιά του θύματος, η 19χρονη Mary Ball είχε καταγγείλει πως αυτοί που τον πυροβόλησαν την είχαν βιάσει, κάτι που διέψευσε αργότερα. Η αστυνομία είχε συλλάβει τους τρεις νεαρούς μαύρους με τις κατηγορίες του φόνου και του βιασμού. Τα νέα διαδόθηκαν σε όλη την Indiana. Λευκοί έφτασαν κατά χιλιάδες και ενώθηκαν με τους κατοίκους της πόλης έξω από τη φυλακή.
Ο όχλος ζήτησε από τον σερίφη να παραδώσει τους τρεις κατηγορούμενους αλλά αυτός αρνήθηκε. Τότε επιτέθηκαν με βαριοπούλες και εισέβαλαν στη φυλακή. Ο Thomas Shipp ήταν ο πρώτος που έπεσε στα χέρια τους και αφού τον χτύπησαν, τον κρέμασαν αρχικά από τα κάγκελα του παραθύρου της φυλακής. Στη συνέχεια, το πλήθος έσυρε τον Abram Smith στο δρόμο μέχρι το δικαστικό μέγαρο και ετοιμάστηκε να τον κρεμάσει από ένα μεγάλο δέντρο. Αυτός προσπάθησε να βγάλει τη θηλιά από το λαιμό του, αλλά τον μαχαίρωσαν και του έσπασαν τα χέρια, πριν τον κρεμάσουν. Λίγο μετά, έφεραν και το άψυχο σώμα του Shipp να κρεμαστεί δίπλα στον Smith, και φώναξαν έναν τοπικό φωτογράφο, τον Lawrence Beitler, να τραβήξει φωτογραφίες τους δυο κρεμασμένους και το πλήθος.
Ένα μέρος του όχλου επέστρεψε στη φυλακή, άρπαξε τον Cameron και με χτυπήματα τον οδήγησαν για κρέμασμα δίπλα σους άλλους. Μια φωνή από τον κόσμο που πιστοποίησε την αθωότητα του Cameron τον έσωσε την τελευταία στιγμή: μεταφέρθηκε σε άλλη φυλακή όπου και εξέτισε ποινή τεσσάρων χρόνων για συνεργασία στη δολοφονία του Deeter. Παρά τα φωτογραφικά ντοκουμέντα και τις ομολογίες αυτόπτων μαρτύρων, κανείς δεν συνελήφθηκε ποτέ για το λυντσάρισμα.
Ο Abel Meeropol, γιος Ρώσων Εβραίων μεταναστών, δίδασκε αγγλικά στο γυμνάσιο Dewitt Clinton στο Bronx για 17 χρόνια, πριν ασχοληθεί με τη μουσική και τον κινηματογράφο, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Lewis Allan. Ο Meeropol ασχολήθηκε αρκετά με τον συστημικό ρατσισμό της Αμερικής και όταν κάποια στιγμή είδε τη φωτογραφία με το κρέμασμα των δυο λυντσαρισμένων μαύρων εφήβων, έγραψε το ποίημα “Bitter Fruit”. Το ποίημα δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό “The New York Teacher” το 1937, και αργότερα στο μαρξιστικό περιοδικό “The New Masses”, πριν ο Meeropol αποφασίσει να το μελοποιήσει.
Στη συνέχεια, άρχισε να το ερμηνεύει σε πολλές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και χώρους της Νέας Υόρκης, μαζί με τη σύζυγό του αφροαμερικανίδα τραγουδίστρια Laura Duncan. Το τραγούδι, που είχε πια τον τίτλο “Strange Fruit” έπεσε για πρώτη φορά στην αντίληψη της Billie Holiday, όταν εργάστηκε στο νυχτερινό κέντρο Café Society στο Greenwich Village της Νέας Υόρκης. Ήταν Μάρτιος του 1939 και αυτή ήταν 23 χρονών όταν το τραγούδησε για πρώτη φορά. Σύμφωνα με τις αυστηρές οδηγίες της, οι σερβιτόροι σταμάτησαν να σερβίρουν, όλα τα φώτα έσβησαν, εκτός από έναν προβολέα που έπεφτε στο πρόσωπό της. Η φορτισμένη της φωνή άπλωσε τα λόγια : “τα δέντρα του Νότου βγάζουν έναν παράξενο καρπό, αίμα στα φύλλα και αίμα στη ρίζα, μαύρο κορμί που αιωρείται στο νότιο αεράκι, παράξενο φρούτο κρέμεται από τις λεύκες…”
Όταν η Holiday τέλειωσε το τραγούδι, ο προβολέας έσβησε. Όταν τα φώτα άναψαν στο χώρο, αυτή είχε φύγει και η σκηνή ήταν άδεια. Δεν υπήρχε ποτέ encore. Τον πρώτο καιρό, δίσταζε να το τραγουδά γιατί δεν ήθελε να πολιτικοποιήσει τις ζωντανές της εμφανίσεις και δικαίως ανησυχούσε μήπως στοχοποιηθεί. Όμως πέρα από κάποιους που αποχωρούσαν όταν το τραγουδούσε, η θετική ανταπόκριση και τα επίμονα αιτήματα του κοινού ώθησαν σύντομα την Holiday να κλείνει κάθε παράσταση με το τραγούδι αυτό. Υπήρχε και ένας πολύ προσωπικός συνειρμός πίσω από αυτό. Της θύμιζε τον πατέρα της, ο οποίος είχε πεθάνει στα 39 του χρόνια από μια μοιραία πνευμονική διαταραχή, αφού απομακρύνθηκε από το νοσοκομείο επειδή ήταν μαύρος.
Η Holiday πλησίασε την κανονική δισκογραφική της, Columbia, για την ηχογράφηση του τραγουδιού, αλλά της είπαν ότι δεν ήθελαν να πάρουν το ρίσκο. Έτσι, κατέληξε στην ανεξάρτητη jazz εταιρεία Commodore Records, που ηχογράφησε το τραγούδι με την Holiday και τους Café Society Band το 1939.
Παρά την έντονη αντίδραση, ειδικά από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς του Νότου που αρνήθηκαν να παίξουν το “Strange Fruit”, το τραγούδι ανέβηκε στα charts, πουλώντας τελικά ένα εκατομμύριο αντίτυπα και έγινε ο δίσκος με τις καλύτερες πωλήσεις στην καριέρα της Holiday.
Έγινε γνωστό σαν ένας εμβληματικός ύμνος διαμαρτυρίας που εξόργισε τη συντηρητική κυβέρνηση των ΗΠΑ σε μια εποχή που άρχιζε να χτυπά τους ύποπτους κομμουνιστές στη βιομηχανία του θεάματος και όχι μόνο. Η ανταπόκριση ήταν γρήγορη, ειδικά όταν ο ρατσιστής επίτροπος του Ομοσπονδιακού Γραφείου Ναρκωτικών Harry Anslinger αποφάσισε να το κάνει σκοπό του να καταστρέψει την τραγουδίστρια και να σβήσει το μήνυμά της απέναντι στις διακρίσεις και τον ρατσισμό. Αφού η Holiday αρνήθηκε να σταματήσει να ερμηνεύει το τραγούδι μετά το αίτημα του Anslinger, έβαλε πράκτορες από το τμήμα του να της πουλήσουν ηρωίνη. Στάλθηκε στη φυλακή για περισσότερο από ένα χρόνο και της αφαίρεσαν την άδεια ζωντανών εμφανίσεων από τις αρχές μετά την απελευθέρωσή της το 1948, τερματίζοντας ουσιαστικά την καριέρα της στα νυχτερινά μαγαζιά.
Η Holiday συνέχισε να εμφανίζεται σε συναυλιακούς χώρους, όπως στο Carnegie Hall, αλλά στοιχειωμένη από τη βίαιη παιδική της ηλικία, τελικά υπέκυψε για άλλη μια φορά στη χρήση ναρκωτικών. Νοσηλεύτηκε το 1959 με καρδιακά, πνευμονικά και ηπατικά προβλήματα που προκλήθηκαν από τη χρόνια κατανάλωση αλκοόλ και ναρκωτικών. Αποφασισμένος να εκτελέσει την αποστολή του μέχρι τέλους, ο Anslinger έστειλε τους πράκτορες του στο νοσοκομείο της Νέας Υόρκης για να βάλουν χειροπέδες στη Holiday και απαγόρευσε στους γιατρούς να συνεχίσουν την αναγκαία θεραπεία. Πέθανε κάποιες μέρες αργότερα, στις 17 Ιουλίου 1959 σε ηλικία 44 ετών.
Παρά τον τραγικό χαμό της, η Holiday έχει μια αιώνια κληρονομιά στον κόσμο της τζαζ και της ποπ μουσικής. Κέρδισε 23 Grammy μετά θάνατον και το “Strange Fruit” ανακηρύχθηκε “τραγούδι του αιώνα”. Θα παραμείνει για πάντα ένα από τα καθοριστικά της έργα, στο οποίο πήρε μια έκφραση πολιτικής διαμαρτυρίας και το μετέτρεψε σε έργο τέχνης για εκατομμύρια ανθρώπους.
“Southern trees bear a strange fruit,
Blood on the leaves and blood at the root,
Black body swinging in the Southern breeze,
Strange fruit hanging from the poplar trees.
Pastoral scene of the gallant South,
The bulging eyes and the twisted mouth,
Scent of magnolia sweet and fresh,
And the sudden smell of burning flesh!
Here is a fruit for the crows to pluck,
For the rain to gather, for the wind to suck,
For the sun to rot, for a tree to drop,
Here is a strange and bitter crop”.