
Σε μια εποχή που το heavy metal άρχισε να “φθείρεται” και το metalcore να βρίσκει το “χώρο” να “αναρριχηθεί” στις προτιμήσεις των οπαδών του σκληρού ήχου, πολλές νέες μπάντες με ταλέντο, φιλοδοξίες και “φρέσκες” μουσικές ιδέες “ξεπετάχτηκαν”, δίνοντας νέα “πνοή” στην σκηνή. Κάποιες από αυτές άρχισαν να ξεχωρίζουν και να διαθέτουν αυτήν την ιδιαίτερη “κλάση” ώστε να “κερδίσουν” το κοινό, με τους Avenged Sevenfold να βρίσκονται εξαρχής, “ψηλά” στην “λίστα”. Το “City Of Evil”, το τρίτο album των Αμερικανών, ήταν εκείνο που απέδειξε περίτρανα από τι πρωταγωνιστικό “υλικό” ήταν “φτιαγμένοι” οι A7X, όπως τους αποκαλούν οι οπαδοί τους, και ταυτόχρονα πόσο ψηλά “στόχευαν”, στην “πυραμίδα” του σκληρού ήχου.
Ήταν λίγο πριν το millennium στο Huntington Beach της California, το 1999 συγκεκριμένα, όταν οι Matt Sanders, James Sullivan, Zachary Baker και Matt Wendt, αποφάσισαν να ενώσουν τις “δυνάμεις” τους, σχηματίζοντας μια νέα μπάντα, με metalcore “προσανατολισμό”. Έχοντας ήδη εμπειρία στην μουσική βιομηχανία με τα προηγούμενα group τους, “αναζητούσαν” ένα όνομα που θα μπορούσε να “κεντρίσει” την περιέργεια του κοινού και να προκαλέσει μια πρώτη “σπίθα”. Και δεν άργησαν να το βρούν, με τον Sanders να το “ξεθάβει” απο μια αναφορά στην ιστορία του Κάιν και Άβελ, στο εδάφιο 4:24 του βιβλίου “Γένεσις” της Βίβλου. Αντίστοιχα, η πρώτη τους δημιουργική “απόπειρα” δεν άργησε να έρθει, με ένα demo τριών κομματιών, τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς. Μόλις λίγους μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 2000, οι Avenged Sevenfold παίζουν το πρώτο τους show στο Walnut της California, με την Sadistic Records να διακρίνει το “χάρισμα” τους και να τους προτείνει να συμμετέχουν σε δύο συλλογές. Οι Καλιφορνέζοι metallers συνθέτουν δύο νέα κομμάτια για τον σκοπό αυτό, ενώ παράλληλα επανηχογραφούν και τα προηγούμενα τρία, κυκλοφορώντας ένα νέο, δεύτερο, demo, με την βελγική Good Life Recordings να αποσπά την υπογραφή τους και να τους εντάσσει στο δυναμικό της.

Οι A7X συμμετέχουν σε ακόμη δύο συλλογές, μία της εταιρείας τους και άλλη μία της Novocaine Records, με τον Matt Wendt να αποχωρεί για το κολλέγιο και τον Justin Meacham να τον αντικαθιστά. Στα τέλη του 2000, οι Sanders, Sullivan, Baker και Meacham, “μετατρέπονται” σε M. Shadows, The Rev, Zacky Vengeance και Justin Sane, ξεκινώντας τις ηχογραφήσεις του ντεμπούτου τους. Στις αρχές του 2001, ο Synyster Gates προχωρεί στην μπάντα και επανηχογραφούν το εναρκτήριο κομμάτι του ντεμπούτου τους “To End The Rapture”, για να κυκλοφορήσει στο single/Ep “Warmness On The Soul”, τον Απρίλιο. Το “Sounding The Seventh Trumpet” κυκλοφόρησε τελικά τον Ιούλιο του 2001, αργότερα από ότι είχε αποφασιστεί. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, ο Meacham προσπάθησε να βάλει τέλος στην ζωή του, καταναλώνοντας μεγάλες ποσότητες αντιβηχικού σιροπιού, με το συγκεκριμένο γεγονός να αποτελεί το “ερέθισμα”, ώστε το σχήμα να λάβει μέρος για πρώτη φορά στην Take Action Tour του 2003, μια “δράση” για την καταπολέμηση της εφηβικής αυτοχειρίας. Η κλινήρης κατάσταση του Meacham κατάφερε να “διαβρώσει” την ψυχική του υγεία, με αποτέλεσμα να αποχωρήσει από το group, με τον Frank Melcom να τον αντικαθιστά, ως Dameon Ash, ενώ ποτέ δεν αναφέρεται ως μόνιμο μέλος, σε κάποια κυκλοφορία.
Τον Γενάρη του 2002 αποχωρούν από την Good Life Recordings και υπογράφουν στην Hopeless Records, επανακυκλοφορώντας το ντεμπούτο τους τον Μάρτιο, ενώ συμμετείχαν και στην συλλογή “Hopelessly Devoted To You Vol. 4”, τον Απρίλιο. Οι Αμερικανοί κερδίζουν την αναγνώριση περιοδέυοντας με μεγάλα ονόματα της εποχής, όπως οι Mushroomhead και Shadows Fall, ενώ παίρνουν μέρος και στην Vans Warped Tour, ένα περιοδέυων φεστιβάλ της Αμερικής και του Καναδά. Τον Σεπτέμβριο, ο Dameon Ash αποχωρεί και ο Johnny Christ αναλαμβάνει τα καθήκοντά του, με την μπάντα να μπαίνει συο στούντιο για τον “διάδοχο” του “Sounding The Seventh Trumpet”. Το “Waking The Fallen” κυκλοφορεί τον Αύγουστο του 2003 από την Hopeless Records, με μία πιο ώριμη παραγωγή, με τους Avenged Sevenfold να “κερδίζουν” πλέον θέση στο Billboard και στο The Boston Globe και να λαμβάνουν εκ νέου μέρος, στις Take Action Tour και Vans Warped Tour. Λίγο μετά την κυκλοφορία του δεύτερου δίσκου τους, οι A7X “εγκαταλείπουν” την Hopeless Records και υπογράφουν με την Warner Bros. Records, περιοδέυοντας στην Ευρώπη, για πρώτη φορά στην καριέρα τους. Την επόμενη χρονιά, οι Αμερικανοί παίρνουν και πάλι μέρος στην Vans Warped Tour, ενώ το video για το κομμάτι “Unholy Confessions”, παίζει στο repeat στο Headbanger’s Ball του MTV2.

Και κάπου εκεί, οι Avenged Sevenfold αποφασίζουν να κάνουν το βήμα παραπέρα, δημιουργώντας ένα album, που θα “ταρακουνήσει” τα “θεμέλια” του heavy metal. Οι Αμερικανοί δείχνουν έτοιμοι να “θυσιάσουν” τις metalcore “ρίζες” τους, να ακολουθήσουν πιο heavy “μονοπάτια”, να γίνουν πιο μελωδικοί και ταυτόχρονα πιο τεχνικοί, διατηρώντας την “ορμή” και το “αιχμηρό” songwriting. Ο M. Shadows αφήνει στην “άκρη” τα growls, προσλαμβάνει τον Ron Anderson ως καθηγητή φωνητικών, ενώ επηρεάζεται πάρα πολύ από τις φωνητικές δυνατότητες των Axl Rose και Chris Cornell, αποκτώντας ένα πιο hard rock/heavy metal “ύφος”. Το “City Of Evil” είναι γεγονός, στις 6 Ιουνίου του 2005, “σκαρφαλώνοντας” στην θέση 30 του Billboard 200 και πουλώντας πάνω από 30000 αντίτυπα, μόλις την πρώτη εβδομάδα της κυκλοφορίας του. Οι A7X ήταν ήδη στην κορυφή, πετυχαίνοντας πολύ πιο γρήγορα από ό,τι φαντάζονταν, αυτό που επιθυμούσαν. Το προσωνύμιο οι “νέοι Metallica” που τους “κόλλησαν” μετά την τρομερή επιτυχία τους, αντικατόπτριζε πλήρως την “εικόνα” και τις “διαθέσεις” των Αμερικανών. Αποστολή εξετελέσθη, λοιπόν.
Για να κατανοήσουμε την σπουδαιότητα του “City Of Evil” τόσο στην καριέρα και στο prestige των Αμερικανών, όσο και στο heavy metal γενικότερα, θα πρέπει να “ταξιδέψουμε” νοερά πίσω στις αρχές του millennium και να αντιληφθούμε πόσο είχε “βαλτώσει” ο heavy ήχος, με το metalcore να αποτελεί το μοναδικό πλέον είδος, που πρόσφερε νέους οπαδούς στον σκληρό ήχο, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Η φιλοδοξία των Avenged Sevenfold, όπως και η επιθυμία τους να ξεχωρίσουν και να επαναφέρουν το heavy metal στην κορυφή, τους ώθησε σε μία τεράστια ηχητική “αλλαγή”, σε μια καινοτόμα, όσο και “φρέσκια” και γεμάτη ρίσκο ηχητική “προσέγγιση”. Οι A7X είχαν βάλει ως στόχο, όχι μόνο “αλλάξουν” το heavy metal “οικοδόμημα”, αλλά και τους ίδιους, τις ιδέες τους, το “όραμά” τους, τα πάντα, και η αλήθεια είναι ότι το κατάφεραν. Η “κορυφή” έμοιαζε να περνά πλέον από το “χέρι” τους, τι ήταν διατεθειμένοι να κάνουν και πόσο να ρισκάρουν. “Άλλαξαν” το μυαλό τους, το πώς έβλεπαν την μουσική, “διάρθρωσαν” ριζικά τον ήχο τους, έγιναν πιο “εύπεπτοι” ηχητικά, πιο τεχνικοί. Το “City Of Evil” είναι πιο μελωδικό, πιο “φρέσκο”, με πιο “πιασάρικα” riff και περίτεχνα solo, ενώ δεν έχασε την “ορμή” και την “αιχμηρότητα”, που αποτελούσε το μεγαλύτερο “όπλο” των Αμερικανών. Οι Avenged Sevenfold “περιηγήθηκαν” με υπομονή, επιμονή και με “ανοιχτά” τα μάτια και τα αυτιά τους, σε όλα τα “σοκάκια” του σκληρού ήχου, “επιλέγοντας” μόνο εκείνα τα “απαραίτητα” στοιχεία, που θα ολοκλήρωναν ιδανικά τις “σκέψεις” τους. Και η αλήθεια είναι, ότι το αποτέλεσμα τους δικαιώνει πανηγυρικά. Το “City Of Evil” ηχητικά, προκάλεσε πολύ περισσότερο “θόρυβο” από τις προηγούμενες δουλειές τους, έδωσε το “φιλί” της ζωής στο “αναίσθητο” heavy metal, έδωσε “πνοή” στον σκληρό ήχο γενικότερα. Στην τρίτη τους δισκογραφική προσπάθεια, οι A7X “τολμούν” να παρουσιάσουν ένα εκρηκτικό “μίγμα” heavy, thrash, progressive, power και metalcore ήχων, που κατόρθωναν να “ζουν” αρμονικά μεταξύ τους και να ισχυροποιούν τον ηχητικό “χαρακτήρα” του group. Ηχητικά λοιπόν, το “City Of Evil” είναι ένα εξίσου σημαντικό album, τόσο για τους ίδιους τους Αμερικανούς και την “αναρρίχησή” τους προς την “κορυφή”, όσο και για το heavy metal “στερέωμα”.

Ανάλογο “βαρος”, φαίνεται ότι οι Avenged Sevenfold “έριξαν” και στην συνθετική “προσέγγιση” του δίσκου. Εκεί, που η ηχητική “στροφή” άνοιξε την συνθετική “παλέτα” του σχήματος, δίνοντάς τους ένα ευρύτερο φάσμα “επιλογών”. Οι Αμερικανοί έδειχναν να απολαμβάνουν αυτήν την νέα “πρόκληση”, να “ωριμάζουν” συνθετικά και να μοιάζουν πολύ πιο δημιουργικοί, πολύ πιο “ζωηροί”. Οι A7X διατήρησαν την ενέργεια και την δυναμική των συνθέσεων τους, ενώ έγιναν πιο μελωδικοί, πιο heavy/hard, πιο “εύπεπτοι” για το κοινό. Ο M. Shadows “παράτησε” τα harsh φωνητικά και τα growls, άρχισε να “ακολουθεί” τα φωνητικά “πεπραγμένα” μεγάλων rockstar της εποχής, όπως ο Axl Rose και ο Chris Cornell, και κατάφερε να φτάσει σε κάποιες από τις πιο σπουδαίες ερμηνείες του. Τα κομμάτια είχαν το ίδιο “αιχμηρό” songwriting, μόνο που εδώ έμοιαζαν πιο εμπνευσμένα, πιο “ζωντανά”, “κουβαλούσαν” μια τεράστια “ιστορία” στην “πλάτη” τους. Τα riff “στροβιλίζονταν” μεταξύ των heavy, thrash, progressive και power “ιδεών” και επιρροών του group, ενώ τα solo έγιναν πιο τεχνικά, διατηρώντας την “εκρηκτικότητά” τους. Η hard ‘n’ heavy “αλητεία” των “Bat Country”, “Beast And The Harlot”, η “αδάμαστη” thrash-ιά των “Burn It Down”, “Trashed And Scattered” και “The Wicked End”, η “προοδευτική” “ματιά” των “Blinded In Chains”, “Sidewinder”, “Betrayed” και “M.I.A.”, ο “συναισθηματισμός” των “Seize The Day” και “Strength Of The World”, ήταν όλα εκείνα τα ιδανικά “κομμάτια”, ενός “παζλ” που “έψαχνε” την “ολοκλήρωσή” του και τελικά την “βρήκε”. Φαντάζομαι, και οι ίδιοι οι Avenged Sevenfold δεν θα μπορούσαν να “νοιώθουν” πιο “ολοκληρωμένοι” συνθετικά, όσο με το “City Of Evil”.
Από την άλλη, αν και οι A7X “κινήθηκαν” σε πιο κλασικές heavy metal “φόρμες”, τόσο το εξώφυλλο, όσο και η παραγωγή, διακρίθηκαν για την πιο μοντέρνα “υφή” τους. Φαντάζομαι, ότι οι Αμερικανοί δεν ήθελαν να “αποξενωθούν” εντελώς από την εποχή τους, δεν επιθυμούσαν να “τεντώσουν” και άλλο το “σχοινί”, ενώ ήταν δεδομένη η “λαχτάρα” τους να “μιλήσουν” στο “νεανικό” μεταλλικό κοινό, να αποδείξουν ότι το heavy metal δεν γνωρίζει “εποχές”.
Το “City Of Evil” αποτελεί ένα σπουδαίο, ένα σημαντικό “επίτευγμα”, τόσο για τους Avenged Sevenfold, όσο και για το “οικοδόμημα” του heavy metal. Ήταν εξίσου καινοτόμο και επιδραστικό, σε μια εποχή που το heavy metal έμοιαζε “βαλτωμένο” και προσπαθούσε να “πιαστεί” από οπουδήποτε. Οι Αμερικανοί “τόλμησαν” και τελικά εδραιώθηκαν στην συνείδηση των απανταχού σύγχρονων μεταλλάδων, κυκλοφορώντας ένα “μνημείο” του μοντέρνου σκληρού ήχου. Δεν ξέρω αν είναι “οι νέοι Metallica”, όμως η “ιστορία” του heavy ήχου πλέον, τους έχει “γράψει” με “χρυσά γράμματα”. Στις 7 Ιουνίου, οι A7X θα επισκεφθούν την χώρα μας για πρώτη φορά, στα πλαίσια του Release Athens Festival και ελπίζουμε οι “ύμνοι” του “City Of Evil”, να “ταρακουνήσουν” τον Αττικό ουρανό.
Είδος: Heavy Metal
Δισκογραφική: Warner Bros. Records
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 6 Ιουνίου 2005
Facebook
Website