Ο Σκωτσέζος μουσικός Mike Scott ίδρυσε τους The Waterboys το 1983, και εμπνεύστηκε το όνομα από τον στίχο σε ένα τραγούδι του Lou Reed, “The Kids (…And I am the Water Boy…)”. Ακολουθώντας μια σταθερά ανοδική πορεία, το 1985 κυκλοφορούν το τρίτο άλμπουμ τους με τον τίτλο “This Is The Sea”, που ξεπερνά σε πωλήσεις τόσο το ομότιτλο όσο και το δεύτερο άλμπουμ τους, το “A Pagan Place”. Το single “The Whole Of The Moon” γνώρισε τεράστια επιτυχία, καθώς ήταν από τα τραγούδια που ήρθε για να μείνει.
Το μεγαλειώδες επικό rock της μπάντας με τις παγανιστικές αναφορές, τις μεγάλες εικόνες, τους ανοιχτούς ορίζοντες, και τις χρωματιστές ιστορίες έμοιαζε να έχει χτίσει τη δική του λατρευτική rock εκκλησία, και οι πιστοί, ορμώμενοι από την ίδια την έμπνευση του Mike Scott, μιλούσαν πια για τη “Μεγάλη Μουσική” (“I have heard the Big Music, and I’ll never be the same”). Δεν συνέβαινε όμως ακριβώς το ίδιο και στο μυαλό του ηγέτη της μπάντας, που έβρισκε τον εαυτό του να ελκύεται όλο και περισσότερο από τη λαϊκή μουσική της Ιρλανδίας, την country και την gospel. Η προσθήκη του Steve Wickham, του περίφημου Ιρλανδού βιολιστή που είχε συνεργαστεί και με τους U2 στο “Sunday Bloody Sunday”, και τους βοήθησε συμμετέχοντας στο “The Pan Within”, ενίσχυσε σημαντικά αυτή την κατεύθυνση. Την ίδια στιγμή ο Karl Wallinger, αυτός ο σημαντικός πολυοργανίστας και σταθερός συνοδοιπόρος, αποφάσισε πως το μέλλον του μάλλον βρισκόταν κάπου αλλού, και αποχώρησε για να δημιουργήσει το δικό του γκρουπ με το όνομα World Party.
Ο Scott στο μεταξύ μετακόμισε στο Δουβλίνο, ονόμασε το νέο line up του γκρουπ “Raggle Taggle Band”, και μέσα στο 1986 έκανε μια ευρωπαϊκή περιοδεία. Στη διάρκειά της άρχισε πια να φαίνεται ξεκάθαρα πως αποχαιρετούσε οριστικά τη “Μεγάλη Μουσική”, και όπως ο ίδιος παραδέχτηκε, είχε πραγματικά βαρεθεί ακόμα και το πιο ασήμαντο κλισέ της rock μουσικής, τους προδιαγεγραμμένους ήχους στην παραγωγή, ακόμα και τις promo φωτογραφήσεις που έκαναν τα συγκροτήματα. Εκείνη τη δεδομένη στιγμή, όλα αυτά φαινόταν σαν καθαρή τρέλα, μια καλλιτεχνική αυτοκτονία. Όλος ο κόσμος είχε λατρέψει τον ήχο που σφυρηλάτησαν σταδιακά στα τρία πρώτα άλμπουμ, και όλοι ήθελαν κι άλλο. Οι The Waterboys βρίσκονταν στο κατώφλι μιας μεγάλης παγκόσμιας επιτυχίας και καταξίωσης. Ακόμα και το μεγάλο είδωλο του Scott, ο Bob Dylan τον είχε χαρακτηρίσει “το νέο μεγάλο ποιητή του rock & roll”.
Η αρχική σκέψη του Scott ήταν να μείνει στο σπίτι του Wickham στο Δουβλίνο για μερικές εβδομάδες, όμως η αίσθηση της ελευθερίας που ένιωσε “μακριά από τη στεριά και τις πικρές αναμνήσεις της”, τον έκαναν να μετακομίσει μόνιμα εκεί. Η Ιρλανδική μουσική άρχισε πια να αντηχεί μόνιμα μέσα του, η έμπνευση άρχισε να αφήνει τα τραγούδια να ξεχύνονται από μέσα του. Από την πρώτη μέρα της ηχογράφησης του νέου άλμπουμ υπήρχε ήδη περισσότερο από αρκετό υλικό για ολόκληρο άλμπουμ, και το τραγούδι “Fisherman’s Blues” είχε ήδη γεννηθεί. Όμως η διαδικασία ήταν τόσο εμπνευσμένη που οι ηχογραφήσεις συνεχίζονταν χωρίς σταματημό. Αρκετοί μουσικοί και παραγωγοί πέρασαν, με πολλούς από αυτούς να συνεισφέρουν στο τελικό αποτέλεσμα, με αποτέλεσμα αμέτρητα ηχογραφημένα τραγούδια ή διαφορετικές εκδοχές τους. Είναι χαρακτηριστικό πως το τραγούδι “In Search of a Rose” ηχογραφήθηκε 99 φορές, μέσα στην ατέλειωτη αναζήτηση του Scott για την ιδανική αίσθηση.
Οι ηχογραφήσεις κράτησαν από τις 30 Μαρτίου 1986 ως τις 2 Ιουνίου 1988, και έγιναν όλες στο Spiddal House του Galway, δημιουργώντας μια πολύτιμη, πανέμορφη ανάμνηση για τον Scott και τους μουσικούς. Το περιβάλλον ήταν ειδυλλιακό και τα μέλη του συγκροτήματος έμεναν σε διάφορες εξοχικές κατοικίες γύρω από το Galway, πηγαίνοντας με το ποδήλατο για τις ηχογραφήσεις. Το τραγούδι “Fisherman’s Blues” ηχογραφήθηκε στη διάρκεια της πρώτης μέρας στο Windmill Lane Studio στο Δουβλίνο, και ουσιαστικά συναρμολογήθηκε ζωντανά εκεί, καθώς ακόμα και κάποιοι στίχοι που έλειπαν στον Scott γράφτηκαν επί τόπου. Δούλευαν τότε πολύ με αυτόν τον ημι-αυτοσχεδιαστικό τρόπο, που βασιζόταν στη διαίσθηση και τη ικανότητα μουσικών, όπως ο Wickham, ο Thistlethwaite στο μαντολίνο και σαξόφωνο, και ο μπασίστας Trevor Hutchinson, ο οποίος ήταν απίστευτος στους αυτοσχεδιασμούς.
Στην πραγματικότητα, ο Scott είχε αρχίσει να γράφει το συγκεκριμένο τραγούδι σε μια πτήση από τη Νέα Υόρκη στο Λονδίνο, στην επιστροφή από την περιοδεία του γκρουπ στη Βόρεια Αμερική, τον Νοέμβριο του 1985. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Νέα Υόρκη, είχε μια συνάντηση με τον μάνατζερ του συγκροτήματος, Gary Kurfirst, που επιβεβαίωσε πως η σχέση του μαζί του βρισκόταν σε οριστική παρακμή, και ήθελε να φύγει. Ακουμπισμένος στη θέση του αεροπλάνου, έγραψε όσα ένιωθε σε στίχους, στο πίσω μέρος της κάρτας επιβίβασης, και εκείνες οι γραμμές έγιναν η αρχή του τραγουδιού. Μερικοί από τους στίχους ήταν εμπνευσμένοι από το ποίημα του W. H. Auden “The Night Mail”.
Τελικά ο Mike Scott, απέναντι σε κάθε δυσοίωνη πρόβλεψη, θριάμβευσε με τη νέα του μουσική στροφή. Το “Fisherman’s Blues”, μετά από μια οδύσσεια ηχογραφήσεων, που κράτησαν σχεδόν δυο χρόνια, κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1988, και έγινε το άλμπουμ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις για το γκρουπ. Ο Scott το διασκέδασε και με το παραπάνω σε μια sold out περιοδεία στη απέναντι πλευρά του ωκεανού, επιλέγοντας για κάθε εμφάνιση μια διαφορετική τοπική μπάντα που ταίριαζε στο ύφος, μέχρι και μια μπάντα Ινδιάνων.
Το “Fisherman’s Blues” έγινε ουσιαστικά το τραγούδι-γέφυρα για τη νέα μορφή και κατεύθυνση των The Waterboys. Είναι το τραγούδι που έχει διασκευαστεί περισσότερες φορές από όλα τα κομμάτια του Scott, με κάποιες από αυτές στα Γαλλικά, Νορβηγικά και Ισπανικά, ενώ οι μουσικές παραλλαγές φτάνουν μέχρι το hip hop, και το punk. Χρησιμοποιήθηκε αρκετές φορές σε διάφορες ταινίες και τηλεοπτικές εκπομπές.
Η φρέσκια, τσιγγάνικη, Ιρλανδική καρδιά του Mike Scott άφησε πίσω την εποχή της “Μεγάλης Μουσικής” με έναν θρίαμβο.