Άρθρο – MARTIN POPOFF: “Sensitive to Light: The Rainbow Story”

ΑΡΘΡΟ

Ο Martin Popoff είναι ένας ενεργός Καναδός μουσικός δημοσιογράφος, κριτικός και συγγραφέας που δραστηριοποιήθηκε γράφοντας βιβλία για σημαντικά ονόματα του hard rock και του heavy metal, περιγράφοντας και αξιολογώντας σημαντικές περιόδους στην ιστορική του εξέλιξη. Υπήρξε επίσης αρχισυντάκτης και συνιδρυτής του “Brave Words & Bloody Knuckles”, το οποίο ξεκίνησε σαν περιοδικό το 1994 και εξελίχθηκε στη γνωστή ιστοσελίδα.

Η πρώτη απόπειρα του Καναδού συγγραφέα να καταγράψει την πολυτάραχη ιστορία των μυθικών Rainbow, κατέληξε στο βιβλίο του με τον τίτλο “English Castle Magic”, το οποίο κυκλοφόρησε το 2005. Φαίνεται όμως πως ακόμα και ο ίδιος θεώρησε πως υπήρχε ακόμα περιθώριο σε πληροφορία, λεπτομέρεια και αποσαφήνιση γεγονότων και αποφάσεων. Έτσι, το 2020 επέστρεψε με το βιβλίο “Sensitive to Light”, μια λεπτομερή επανεγγραφή και ουσιαστικά ιδιαίτερα σεβαστή επέκταση της έκδοσης του 2005. Στην πραγματικότητα, το βιβλίο είναι διπλάσιο από το πρώτο, και εμπλουτισμένο με σπάνιο φωτογραφικό υλικό, επιχειρώντας να συναρμολογήσει μια πλήρη βιογραφία των Rainbow από περισσότερες συνεντεύξεις με τα μέλη του συγκροτήματος στις διάφορες χρονικές του περιόδους.

Για όσους από εμάς το όνομα αυτό ανοίγει άμεσα μια πύλη σε ένα κόσμο με εικόνες ανεκτίμητης φαντασίας αλλά και μια σειρά από πολύτιμες, τρυφερές μνήμες περασμένων χρόνων, η απομυθοποίηση πηγών έμπνευσης, νοημάτων, σημαντικών γεγονότων είναι μια διαδικασία που αποτελεί ουσιαστικά το τέλος μιας παρατεταμένης αθωότητας. Έχουμε βέβαια φτάσει πια σε ένα οροπέδιο όπου τίποτα δεν δύναται να αποκαθηλώσει την πολύπλευρη εξάρτηση με τα διάφορα πρόσωπα του Ουράνιου Τόξου και κάθε τίναγμα της παλιάς χρυσόσκονης απλά μοιάζει με μια αναγκαία είσοδο στην γυμνή αλήθεια.

Το βιβλίο του Popoff αποτελείται από δώδεκα κεφάλαια. Το πρώτο περιγράφει την εξελικτική μουσική περίοδο των Deep Purple που οδήγησε τον Blackmore στην έξοδο, τη συνεργασία με τον Dio, και την απόφαση να δοκιμάσει να εκφραστεί μέσα από ένα νέο μουσικό σχήμα. Ακολουθούν δέκα ξεχωριστά κεφάλαια για κάθε επίσημη κυκλοφορία της μπάντας, με το “Finyl Vinyl” να περιλαμβάνεται σε αυτές. Τέλος, το δωδέκατο κεφάλαιο έχει αναφορές στο παρασκήνιο μιας επικείμενης επανασύνδεσης με τον Dio και τον Powel, όπως είχε ακουστεί λίγο πριν τον πρόωρο θάνατο του τελευταίου, αλλά και στις σπασμωδικές ζωντανές εμφανίσεις και ηχογραφήσεις της τελευταίας μέτριας εκδοχής, με τον Ronnie Romero στο μικρόφωνο.

Το δυνατό χαρτί στην απόπειρα καταγραφής της βιογραφίας ενός μουσικού σχήματος με τόσες αλλαγές στη σύνθεση είναι φυσικά οι άμεσες επαφές και μαρτυρίες όλων των πρωταγωνιστών. Στον παράγοντα αυτό ο Popoff παρουσιάζει έναν ιδιαίτερα υπολογίσιμο πλουραλισμό, εκμεταλλεύεται και ζυγίζει σωστά και την ικανότητα έκφρασης κάποιων μουσικών που ίσως υποτιμώνται συνολικά από τους φίλους της μπάντας. Ο Tony Carey χαρακτηριστικά, έχει κάποιες από τις πιο διαφωτιστικές και ενδιαφέρουσες τοποθετήσεις σε μουσικά και προσωπικά θέματα και αυτός είναι ο λόγος των συχνά εκτεταμένων δικών του παραγράφων. Ο προσεκτικός αναγνώστης, μέσα από τη συνολική εντύπωση και τον συνδυασμό όλων αυτών των συνεντεύξεων έχει μια συναρπαστική ευκαιρία να υφάνει τα δικά του συμπεράσματα. Σημαντική είναι και η τακτική της ανάλυσης του κάθε δίσκου με τη σειρά των τραγουδιών: ο αναγνώστης έχει τη μοναδική ευκαιρία να ανακαλύψει συχνά απρόσμενες πηγές έμπνευσης για τραγούδια κλασικά που άκουσε αμέτρητες φορές στη ζωή του, αλλά μόνο υποθέσεις μπορούσε να κάνει για το πραγματικό νόημα. Σημαντικές είναι και οι καταθέσεις τους για τις ζωντανές εμφανίσεις του γκρουπ, πλατειάζοντας συχνά στην μεταβαλλόμενη και απρόβλεπτη διάθεση του Blackmore. Το συγκεκριμένο κεφάλαιο αναδεικνύει και ένα σοβαρό χάσμα ανάμεσα στην προσωπική εκτίμηση του συγγραφέα με τις εκτιμήσεις των πρωταγωνιστών.

Αρχικά, οφείλω να ξεκαθαρίσω πως ο Καναδός είναι αδικαιολόγητα αυστηρός με την περίοδο του Dio. Εκεί που μάλλον εκτραχύνεται η κατάσταση είναι στην προσωπική τοποθέτησή  του για το “On Stage”, το οποίο χαρακτηρίζει ένα από τα χειρότερα live albums που έχουν κυκλοφορήσει ποτέ. Φροντίζει βέβαια να στρογγυλέψει κάπως την εκτίμησή του, αποδίδοντάς την στην επιλογή των τραγουδιών, ατυχώς για τον ίδιο όμως οι απόψεις των μουσικών για την ένταση, την ποιότητα, και την κατάθεση ψυχής ΚΑΘΕ εμφάνισης των Rainbow, δεν αφήνουν χώρο για απαξίωση απέναντι σε οποιοδήποτε πιθανό setlist. Όσο λοιπόν και αν είναι αναμενόμενη η προσωπική πινελιά του συγγραφέα, οι απόψεις του Poppof είναι συχνά αρκετά περίεργες και με ευγενή χαρακτηρισμό εκκεντρικές. Και δεν θα σταθώ απλά στην εμφατική επισήμανση πως το αγαπημένο του άλμπουμ είναι το “Down to Earth”, καθώς είναι πιθανό πως πολλοί θιασώτες της φωνής του Bonnet μπορεί να συντάσσονται με την επιλογή αυτή. Υπάρχουν όμως στιγμές στις οποίες αναγνώστες που γνωρίζουν και τον τελευταίο ευτελή ήχο στους δίσκους των Rainbow, θα απορήσουν με τις εκτιμήσεις του. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ για παράδειγμα πως θα μπορούσε για κάποιον το “Can’t Happen Here” να αποτελεί ξεκάθαρα την κορυφαία στιγμή του “Difficult to Cure”, ή να διαβάζω υμνικές αναλύσεις για τη σημασία της ζωντανής απόδοσης για κλασικότατα “fillers” του “Straight Between the Eyes”, όπως είναι τα “Power” και “Rock Fever”. Το ίδιο δύσκολο μου είναι να ανακαλύψω το γοτθικό πάθος στο “Danger Zone”, πόσο μάλλον να το τοποθετήσω σε ανάλογη αξία με αυτή του “Eyes of the World”, δίνοντας του μια διαχρονική ανωτερότητα στη διαδρομή της μπάντας. Θεωρώντας επίσης προσωπικά την περίεργη παραγωγή του “Difficult to Cure” στα Sweet Silence Studios στην Κοπεγχάγη, και τη συνδρομή του σχετικά άγνωστου τότε Flemming Rasmussen, έναν παράγοντα που έδωσε χαρακτήρα στο άλμπουμ, αδυνατώ να κατανοήσω μια τόσο επίπεδα και αβασάνιστα αρνητική αναφορά του Popoff σε αυτή. Φυσικά η προσωπική εκτίμηση του καθένα είναι μοναδική και πέρα από φραγμούς, αλλά μέσα από τα χρόνια έχουν παγιωθεί κάποιες σχεδόν συνολικά αποδεκτές αξίες, τουλάχιστον μεταξύ των τραγουδιών τους.

Για μένα όμως, η κυρίαρχη, η βασική ένσταση για το βιβλίο του Poppof είναι η αναρχία του στον τρόπο της παρουσίασης συμβάντων, χαρακτήρων, μουσικών δεδομένων και ζωντανών ντοκουμέντων. Επιχειρώντας να δημιουργήσει μια εναλλακτική δομή στον συνδυασμό αυτού του όγκου πληροφοριών που έχει να διαχειριστεί, νομίζω πως πολύ συχνά κουμπώνει απλά τα δεδομένα, χωρίς να τα προσαρμόσει σε μια σφιχτή και ελκυστική ροή. Το μοντάζ που επιλέγει συχνά να κάνει είναι προβληματικό για τη ροή της ανάγνωσης. Υπάρχουν συχνά εμβόλιμα αποσπάσματα συνεντεύξεων, αρχικά για να φωτίσουν ένα συγκεκριμένο θέμα, που παίρνουν συχνά μια άλλη, μακριά και άσχετη διαδρομή. Αυτό γίνεται συχνά κυρίως με τις δηλώσεις του Blackmore, από τον οποίο μάλλον είχε σημαντικό φορτίο, και δεν άντεχε να αφήσει αδημοσίευτο. Για πολλούς βέβαια, κάθε γραμμή παραπάνω έχει ανεκτίμητη αξία, απλά θα ήταν προτιμότερη μια περισσότερο λογοτεχνική αφομοίωση στο συνολικό έργο.

Αξίζει λοιπόν τελικά να αποκτήσει ή απλά να διαβάσει κανείς το βιβλίο του Καναδού συγγραφέα; Η δική μου απάντηση, μαζί με έναν σεβαστό σωρό ενστάσεων, είναι σίγουρα ναι. Αποτελεί μια σταθερή πηγή πληροφοριών για να ανατρέχει κανείς σε κάποια περίοδο της μπάντας, την οποία μπορεί να συνοδεύσει με κάποιες άγνωστες, σπάνιες φωτογραφίες, μυρίζοντας έτσι την αύρα μιας άλλης εποχής.  Είναι ενδιαφέρουσα επίσης η σκιαγράφηση της προσωπικότητας κάποιων μη πρωταγωνιστών μέσα από τα λόγια τους. Φυσικά, η πιο πλούσια σύνθεση πληροφοριών έχει να κάνει με τον ίδιο των Blackmore, μέσα από προσωπικές ομολογίες αλλά και από τις μαρτυρίες των άλλων, που συχνά μπορεί και να σοκάρουν. Όμως, περισσότερο από όλα, είναι μια έγκυρη ματιά στο τσίρκο της μουσικής βιομηχανίας με σημαντικές ενδείξεις του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν τα πράγματα.

Ίσως ο ιδανικός τρόπος να κλείσει η αναφορά στο “Sensitive to Light” είναι το  χαρακτηριστικότερο παράδειγμα για αυτούς τους μυστικούς μηχανισμούς της, ένας χειρισμός ντοκουμέντο για τον τρόπο που καθορίστηκε το τέλος των Rainbow μετά την κυκλοφορία του “Bent Out Of Shape” και ταυτόχρονα επισπεύστηκε η επιστροφή των Deep Purple με το άλμπουμ “Perfect Strangers”. Θα το ανακαλύψετε κάπου προς το τέλος του. Καλή ανάγνωση.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1214 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.