Ο Alan Parsons γεννήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1948, και είναι Άγγλος μηχανικός ήχου, συνθέτης, μουσικός και παραγωγός δίσκων. Έχει προταθεί για 13 βραβεία Grammy, με την πρώτη του βράβευση να σημειώνεται το 2019 για το καλύτερο “Immersive Audio Album” για το “Eye in the Sky” (35th Anniversary Edition).
Τον Οκτώβριο του 1967, σε ηλικία 18 ετών, ο Parsons πήγε να εργαστεί σαν βοηθός μηχανικού ήχου στα Abbey Road Studios. Ήταν χειριστής κασετών κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων του “Get Back” των Beatles, και κέρδισε τα πρώτα του credits στο LP “Abbey Road”. Έγινε τακτικός θαμώνας εκεί, δημιουργώντας τον ήχο για έργα όπως το “Wild Life” και το “Red Rose Speedway” των Wings, πέντε άλμπουμ των Hollies και το “The Dark Side of the Moon” των Pink Floyd, για το οποίο έλαβε την πρώτη του υποψηφιότητα για βραβείο Grammy.
Ο Parsons θεωρούσε τον εαυτό του διευθυντή ηχογράφησης, παρομοιάζοντας τη συνεισφορά του στις ηχογραφήσεις με όσα συνέβαλε ο Stanley Kubrick στις ταινίες. Στην μπαλάντα του Al Stewart, “Year of the Cat”, αυτός πρόσθεσε το μέρος με το σαξόφωνο, μεταμορφώνοντας την αρχική folk σύνθεση σε μια μπαλάντα με jazz φλέβα, που έβαλε τον Stewart στα charts.
Έκανε επίσης την παραγωγή σε τρία άλμπουμ των Pilot, ενός σκωτσέζικου pop rock συγκροτήματος, οι επιτυχίες του οποίου περιελάμβαναν το “January” και το “Magic”. Έκανε μίξη στο ντεμπούτο άλμπουμ του αμερικανικού συγκροτήματος Ambrosia και έκανε την παραγωγή του δεύτερου άλμπουμ τους, “Somewhere I’ve Never Travelled”. Ο Parsons προτάθηκε για βραβείο Grammy και για τα δύο άλμπουμ.
Το 1975, αρνήθηκε την πρόσκληση των Pink Floyd να δουλέψει στο “Wish You Were Here”, τη συνέχεια του “The Dark Side of the Moon”, και αντί αυτού ξεκίνησε το Alan Parsons Project με τον παραγωγό, τον συνθέτη και περιστασιακό τραγουδιστή Eric Woolfson, τον οποίο είχε γνωρίσει στο Abbey Road. Το Project αποτελούνταν από μια εναλλασσόμενη ομάδα μουσικών και τραγουδιστών στούντιο, κυρίως τα μέλη των Pilot και (στο πρώτο άλμπουμ) τα μέλη των Ambrosia. Σε αντίθεση με τα περισσότερα rock συγκροτήματα, οι Alan Parsons Project δεν εμφανίστηκαν ποτέ ζωντανά κατά τη διάρκεια της ακμής τους, αν και κυκλοφόρησαν αρκετά μουσικά βίντεο. Η μόνη ζωντανή του εμφάνιση κατά την αρχική τους περίοδο ήταν το 1990. Κυκλοφόρησαν δέκα άλμπουμ, το τελευταίο το 1987. Το Project έληξε το 1990 μετά τον χωρισμό των Parsons και Woolfson, με το προβλεπόμενο 11ο άλμπουμ του Project να κυκλοφορεί εκείνη τη χρονιά σαν σόλο άλμπουμ του Woolfson. Ο Parsons συνέχισε να κυκλοφορεί έργα στο όνομά του και σε συνεργασία με άλλους μουσικούς. Μαζί με τη νέα του μπάντα έκαναν τακτικές περιοδείες σε πολλά μέρη του κόσμου.
Αν και καταξιωμένος τραγουδιστής, πληκτράς, μπασίστας, κιθαρίστας και φλαουτίστας, ο Parsons τραγούδησε μόνο σπάνια και παρεΐστικα μέρη στα άλμπουμ του, όπως τα πίσω φωνητικά στο “Time”. Ενώ τα πλήκτρα του ακούγονταν πολύ στα άλμπουμ των Alan Parsons Project, πολύ λίγες ηχογραφήσεις διαθέτουν το φλάουτό του. Επέστρεψε για λίγο για να διευθύνει εξ ολοκλήρου τα Abbey Road Studios. Ο Parsons συνέχισε επίσης την επιλεκτική του παραγωγή για άλλα συγκροτήματα.
Από όλους τους συνεργάτες του, ο κιθαρίστας Ian Bairnson δούλεψε με τον Parsons στη μεγαλύτερη διάρκεια, συμπεριλαμβανομένων των άλμπουμ του Parsons μετά το Project: “Try Anything Once”, “On Air”, “The Time Machine” και “The Secret”.
Το 1998 έγινε αντιπρόεδρος του Ομίλου EMI Studios, συμπεριλαμβανομένων των Abbey Road Studios. Σύντομα άφησε τη θέση, αποφασίζοντας να επιστρέψει σε πιο δημιουργικές προσπάθειες. Ο Parsons παρέμεινε σαν δημιουργικός σύμβουλος και συνεργάτης παραγωγός για την ομάδα.
1971– Το “Hot Rocks 1964–1971” είναι ένα άλμπουμ συλλογή των Rolling Stones που κυκλοφόρησε από την London Records. Αποδείχτηκε η πιο πετυχημένη, εμπορικά, κυκλοφορία των Rolling Stones στην καριέρα τους και μια διαρκώς δημοφιλής, αναδρομικά. Το άλμπουμ περιλαμβάνει ένα μείγμα επιτυχημένων singles, όπως το “Jumping Jack Flash”, B-sides όπως το “Play with Fire” και κομμάτια από άλμπουμ όπως το “Under My Thumb” και “Gimme Shelter”, το τελευταίο από τα οποία έγινε ένα από τα πιο δημοφιλή και περιζήτητα τραγούδια των Rolling Stones. Το εμβληματικό εξώφυλλο του άλμπουμ περιλαμβάνει πέντε ένθετες σιλουέτες των προφίλ των μελών του συγκροτήματος που τραβήχτηκαν από τον φωτογράφο ροκ, Ron Raffaelli, το 1969. Μια φωτογραφία της μπάντας στο Swarkestone Hall Pavilion, τραβηγμένη από τον Michael Joseph το 1968, χρησιμοποιήθηκε στο οπισθόφυλλο της κυκλοφορίας του βινυλίου.
2000– Κυκλοφορεί το τρίτο άλμπουμ των Σουηδών neoclassical/power metallers Narnia, με τον τίτλο “Desert Land”, από τη δισκογραφική Canyon International. Διατηρώντας το τυπικό, νεοκλασικό ύφος των δυο πρώτων άλμπουμ, με πολλές πιασάρικες μελωδίες και mid tempo τραγούδια, ο δίσκος τους βρίσκει να σκληραίνουν κάπως τον ήχο τους.
2005– Το “New Year’s Eve 1995 – Live at Madison Square Garden” είναι ένα ζωντανό άλμπουμ από το αμερικανικό rock συγκρότημα Phish που κυκλοφόρησε από τη Rhino. Το άλμπουμ περιλαμβάνει την εμφάνιση του συγκροτήματος στις 31 Δεκεμβρίου 1995 στο Madison Square Garden, που ονομάστηκε από τον Rolling Stone σαν “μια από τις μεγαλύτερες συναυλίες της δεκαετίας του ’90”.
Οι φίλοι τους το θεωρούν ένα από τα καλύτερα σόου των Phish, αλλά και το συγκρότημα το υπολογίζει σαν μία από τις πέντε κορυφαίες συναυλίες του. Η ηχογράφηση περιλαμβάνει διασκευές δύο τραγουδιών από το άλμπουμ των The Who’s, “Quadrophenia”, το οποίο οι Phish είχαν διασκευάσει εξ ολοκλήρου για το σόου τους για το Halloween το 1995, και τραγούδια από τον κύκλο τραγουδιών “Gamehendge” του συγκροτήματος.