Αν, τηρώντας κάθε ίχνος τυπικότητας, θεωρήσουμε το άλμπουμ “Grinding Stone” του 1973 το μοναδικό που κυκλοφόρησε από την The Gary Moore Band, τότε η έναρξη της προσωπικής καριέρας του Βόρειο-Ιρλανδού κιθαρίστα καταλογίζεται στο “Back on the Streets” του 1978. Είναι δύσκολο να ξεχάσει κανείς το κλασικό εξώφυλλο, μια φωτογραφία του Chalkie Davies που απεικονίζει τον κιθαρίστα να φεύγει από τις διαβόητες φυλακές Wormwood Scrubs του δυτικού Λονδίνου.
Πέρα από τον Don Airey στα keyboards, τον μπασίστα John Mole, και τον σπουδαίο ντράμερ Simon Phillips, τόσο ο Phil Lynott όσο και ο Brian Downey, είχαν αισθητή παρουσία και συμμετοχή σε τέσσερα τραγούδια, ενώ το tracklist του δίσκου ενισχύθηκε και με το “Don’t Believe a Word” που είχε εμφανιστεί στο άλμπουμ “Johnny the Fox” των Thin Lizzy, το 1976.
Η μπαλάντα “Parisienne Walkways” αποτέλεσε το δεύτερο single του άλμπουμ, και κυκλοφόρησε στις 30 Μαρτίου 1979, φτάνοντας στο νούμερο 8 του UK Singles Chart. Το τραγούδι καθιερώθηκε να παίζεται σαν encore στις συναυλίες του στη διάρκεια όλης της καριέρας του. Μια περίεργη έκπληξη αποτέλεσε για αρκετούς τότε το γεγονός πως ο Gary Moore είχε πιστωθεί τα δικαιώματα εκείνων των τραγουδιών του από κοινού με κάποια Donna Campbell. Η αινιγματική γυναίκα ήταν στην πραγματικότητα μια περιπετειώδης έφηβη που το είχε σκάσει στα 14 από το σπίτι της στο Bridgwater και βρέθηκε με οτοστόπ στο Λονδίνο. Όπως το είχε βάλει στόχο ακούγοντας τους Skid Row του Gary Moore στο ραδιόφωνο, στην εκπομπή του μυθικού John Peel, βρέθηκε στα παρασκήνια του σταθμού και τον γνώρισε. Έζησαν μαζί στο δυτικό Λονδίνο για πέντε χρόνια.
Η Donna ήταν μια ξεχωριστή φιγούρα, χορεύτρια που πάλευε με τη χρόνια αρθρίτιδα, μοντέλο, το κορίτσι της αφίσας για τους Thin Lizzy , και η μούσα του Gary που της έγραψε το “Song for Donna”. Πιθανά, η κίνηση του κιθαρίστα έγινε για να τη βοηθήσει να βιοποριστεί ευκολότερα. Η Donna, και μετά τον χωρισμό της συνέχισε να κάνει αισθητή την παρουσία της στους κύκλους των επωνύμων: κάποτε πληρώθηκε με 1000 λίρες για να χορέψει για τον Sylvester Stallone, εμφανίστηκε στο Top of the Pops, ενώ είχε σύντομες περιπέτειες με τον ντράμερ των The Clash, “Topper” Headon, τον Jimmy Phantom των Stray Cats, ακόμα και με τον Ozzy Osbourne.
Οι στίχοι στο “Parisienne Walkways” γράφτηκαν αποκλειστικά από τον Lynott, ενώ η μουσική και από τους δυο μαζί. Στην αρχική παρτιτούρα του τραγουδιού, η πρώτη γραμμή των στίχων ήταν “I remember Paris in the fall tonight”. Ο Lynott όμως άλλαξε τον στίχο και το τραγούδι έχει ηχογραφηθεί ξεκινώντας με τα λόγια “I remember Paris in the ‘49”. Ο Lynott είχε γεννηθεί το 1949 στο Birmingham, ο νόθος γιός του έγχρωμου Cecil Paris από τη Βρετανική Γουιάνα και της ανύπαντρης μητέρας του, Philomena, που αναγκάστηκε αρχικά να μετακομίσει σε ένα ίδρυμα για ανύπαντρες μητέρες. Η Philomena βρέθηκε για λίγο στο Manchester και έφερε στη ζωή ακόμα δυο παιδιά, τα οποία έδωσε για υιοθεσία. Οι αποτυχημένες προσπάθειες να γεφυρώσει τη σχέση της με τον πατέρα του Phil, άφησαν τον μικρό να μεγαλώνει με τον παππού του Frank, και τη γιαγιά του Sarah στο Δουβλίνο.
Όσο μεγάλωνε, ανέπτυξε για ξεχωριστή μυθολογία για τον πατέρα που ποτέ δεν γνώρισε πραγματικά. Τον Ιανουάριο του 1976, ο Lynott φιλοξενήθηκε στο εβδομαδιαίο περιοδικό Titbits. Η παρουσίαση αυτή, και η αναφορά του Phil για την αναζήτηση του πατέρα του, τράβηξε την προσοχή του Cecil Parris και οδήγησε στη συνάντηση των δύο για πρώτη φορά. Στο στούντιο των ηχογραφήσεων στο Λονδίνο, με τον Scott Gorham αρχικά παρόντα, μπήκε ένας τύπος με λευκό καπέλο, λευκό κοστούμι και λευκά λουστρίνια. Και οι δυο τους τον κοίταξαν με απορία. Η αμηχανία και των δυο φίλων ήταν έκδηλη, αλλά κάποια στιγμή ο Gorham σκέφτηκε πως έπρεπε να τους αφήσει μόνους για να μιλήσουν, και έφυγε παρά τους δισταγμούς του Phil. Μόλις πέρασαν δέκα λεπτά, έφυγε και ο πατέρας του Phil, και η συνάντηση τέλειωσε γρήγορα και άδοξα. Τον έδιωξε λέγοντας πως δεν τον χρειαζόταν τότε, γιατί δεν τον είχε ποτέ πριν. Η αλλαγή του στίχου στο “Parisienne Walkways” μοιάζει να είναι μια προσπάθεια ανασυγκρότησης του χαμένου ρομαντισμού για την αινιγματική φιγούρα που δεν γνώρισε πραγματικά ποτέ, προσπαθώντας μέσα από την τέχνη του να απαντήσει στη σκληρή πλευρά της ζωής.
Ο Lynott συνάντησε τον πατέρα του τότε για λίγες στιγμές στα 26 του χρόνια και δέκα χρόνια αργότερα, πέθανε στα 36 από πνευμονία και καρδιακή ανεπάρκεια, ενώ ο Cecil πέθανε το 2012 στα 86 χρόνια του. Βέβαια, η ζωή δεν σταματά να παίζει τα περίεργα παιχνίδια της, και το Νοέμβριο του 2019, εμφανίστηκε ο 37χρονος Kevin Finnie από το Liverpool, και ισχυρίστηκε πως είναι ο χαμένος γιος του Phil Lynott. Ο 37χρονος πατέρας τεσσάρων παιδιών ενημερώθηκε για πρώτη φορά από τους ανάδοχους γονείς του πως ήταν νόθος γιος του χαμένου θρύλου των Thin Lizzy, όταν ήταν μόλις επτά χρονών. Όσο περνούσαν τα χρόνια σκεφτόταν όλο και περισσότερο την απόφαση να αποκαλύψει στον κόσμο πως ο Phil Lynott ήταν ο πατέρας του, ζητώντας μάλιστα να υποβληθεί σε τεστ DNA, κάνοντας την ταραγμένη ιστορία της ζωής του μεγάλου μουσικού να μοιάζει να μην τελειώνει ποτέ.