Αποφασίζεις να γράψεις ένα μικρό αφιέρωμα για κάποιο από τα album των Iron Maiden που κυκλοφόρησαν στα 80s και ξαφνικά είναι σαν να βρίσκεσαι μπροστά στο δίλημμα για το ποιο από όλα τα δάχτυλά σου θέλεις να χάσεις. Αυτή τη δεκαετία οι Βρετανοί θέτουν νέα όρια τόσο για τους εαυτούς τους όσο και για ολόκληρη τη heavy metal μουσική, με αποτέλεσμα οι κυκλοφορίες τους να εμφανίζονται σχεδόν ισάξιες σε ποιότητα, με ελάχιστες διαφορές μεταξύ τους.
Αποφάσισα λοιπόν να κλίνω το γόνυ στο υπέρτατο “Somewhere In Time”, το οποίο κυκλοφόρησε στις 29 Σεπτεμβρίου 1986 και που φέτος έχει την τιμητική του, καθώς στη “The Future Past Tour” που βρίσκεται σε εξέλιξη παίζονται αρκετά από τα τραγούδια του. Πάμε όμως λίγο πίσω στον χρόνο και λίγο πριν τις ηχογραφήσεις του album. Ένα χρόνο νωρίτερα, τον Ιούλιο του 1985, και έπειτα από 331 ημέρες και 187 εμφανίσεις, οι Iron Maiden ολοκληρώνουν τη φημισμένη “World Slavery Tour” για την προώθηση του “Powerslave”. Τα αποτελέσματα αυτής της εξουθενωτικής περιοδείας (της μεγαλύτερης που έκανε η μπάντα) ήταν η εκθετική γιγάντωση του ονόματός της, η κυκλοφορία ενός εκ των καλυτέρων live album όλων των εποχών (του “Live After Death” ντε) καθώς και πέντε εξαντλημένοι μουσικοί σε σημείο “καψίματος”. Και αντί αυτοί οι τύποι να καθίσουν να ηρεμήσουν, λίγο καιρό μετά, ξεκινούν τις διαδικασίες για τον διάδοχο του “Powerslave”.
Όντας “στραγγισμένοι” σωματικά και ψυχικά, αναζητούν ποια μουσική κατεύθυνση θα ακολουθήσουν στο επόμενό τους βήμα. Ο Bruce Dickinson ήταν εκείνος που εξουθενώθηκε περισσότερο απ’ όλους και αυτός είναι και ένας λόγος για την πλήρη απουσία του από τη συνθετική διαδικασία του album. Ο ίδιος ήθελε να ακολουθήσουν μια περισσότερο ακουστική κατεύθυνση (είχε έτοιμα τέτοιου είδους τραγούδια), πράγμα το οποίο απορρίφθηκε στη συνέχεια από τους υπόλοιπους. Πίστευε πως είχε έρθει η ώρα η μπάντα να περάσει στο επόμενο στάδιο και να μην παραμείνει στάσιμη, κυκλοφορώντας κατά κάποιο τρόπο το δικό της “Physical Graffiti” ή το “Led Zeppelin IV”.
Σύμφωνα με τον Steve Harris: “Σε αρκετά από τα τραγούδια που υπήρχαν στα σκαριά, υπήρχαν ιδέες οι οποίες ήταν κατά κάποιο τρόπο στα χνάρια των Jethro Tull, τους οποίους αγαπώ αλλά δε φαινόταν η κατάλληλη στιγμή για κάτι τέτοιο”. Συνθετικά αυτή τη φορά, και δίπλα στον σταθερό πάντα αρχηγό, εμφανίζεται αυτή τη φορά ο Adrian Smith, ο οποίος υπογράφει εξ ολοκλήρου τρία από τα τραγούδια του album. Το μνημειώδες “Wasted Years” με αναφορά στο παρελθόν της μπάντας και τις εξοντωτικές περιοδείες. Το πιο “τραχύ” κομμάτι του δίσκου, το “Sea Of Madness” και το αιώνια αγαπημένο μου “Stranger In a Strange Land” με τη μπασογραμμή του Harris να δίνει βήμα και τον Smith να γράφει ένα από τα καλύτερά του solo.
Ένα μέρος του album ηχογραφείται και πάλι στα Compass Point Studios στο Nassau στις Μπαχάμες ενώ το υπόλοιπο στα Wisseloord studios στην Ολλανδία. Παραγωγός για ακόμη μία φορά ο Martin Birch, ο οποίος καταφέρνει να αποδώσει το “φουτουριστικό” στυλ που επιθυμούσε η μπάντα για το album. Ένα στυλ στο οποίο ειδικό βάρος προσθέτει η εκτεταμένη χρήση των synth guitars που χρησιμοποιούνται μέσα σε αυτό.
Η χρήση τους συγκεκριμένα από τους Βρετανούς και ειδικά εκείνη την εποχή ξένισε (και ξίνισε) σε πολλούς. Ο μέσος μεταλλάς εν έτει 1986, ακούγοντας την εισαγωγή του “Caught Somewhere In Time” που ανοίγει τον δίσκο δεν μπορούσε να διανοηθεί / δεχτεί / χωνέψει πως η “ναυαρχίδα” του heavy metal εισήγαγε τότε μια τόσο δραστική καινοτομία κόντρα στον παραδοσιακό της ήχο. Ούτε ακόμη και όταν το “χοροπηδηχτό” trademark riff του τραγουδιού οργώνει τα αυλάκια του πικάπ, οδηγώντας το σε ένα 7λεπτο έπος.
Οι Iron Maiden όμως προσφέρουν δωρεάν επιγονατίδες για όλους. Προσκυνήστε ελεύθερα. Ο Harris συνεχίζει και εδώ το χαβά του συνθέτοντας μακροσκελείς συνθέσεις όπως το “The Loneliness Of the Long Distance Runner” που δημιουργεί σχολή με τον ήχο του και το συναυλιακό “Heaven Can Wait” στο οποίο το χορωδιακό σημείο στη μέση του κομματιού, εύχεσαι να μην τελειώσει ποτέ. Από κοντά και το διαχρονικό διαμάντι “Deja Vu”, το μοναδικό που λαμβάνει credits και ο Dave Murray και το οποίο κάποιοι προσπερνούν (αν είναι δυνατόν να προσπερνάς τραγούδι εδώ μέσα).
Κλασικά στο τέλος ο Harris αναλαμβάνει να ολοκληρώσει το album με το επικό τραγούδι του δίσκου, όπως συμβαίνει από το “The Number Of the Beast” και ύστερα. Αυτή τη φορά είναι το “Alexander the Great” που κλείνει το album και αποκτάει (ειδικά στη χώρα μας) χαρακτήρα απωθημένου καθώς δεν είχε παιχτεί ποτέ ζωντανά…μέχρι φέτος όπου ελέω της περιοδείας (η οποία δεν περνάει από τα μέρη μας) μπήκε για πρώτη φορά στο setlist.
Μπορεί αρκετά από τα τραγούδια του “Somewhere In Time” να έχουν σχέση με τον χρόνο, παρ’ όλα αυτά δεν πρόκειται για ένα concept album καθώς δεν υπάρχει μία ενιαία ιστορία που να εξιστορείται μέσω αυτών. Το αριστουργηματικό εξώφυλλο ανήκει για άλλη μια φορά στον Derek Riggs. Αυτή τη φορά επηρεασμένος από την ταινία “Blade Runner” μεταμορφώνει τον Eddie σε cyborg σε ένα εκπληκτικό artwork που βρίθει λεπτομερειών και που κατά την ταπεινή μου άποψη είναι το καλύτερο που έχει δημιουργήσει για τους Iron Maiden.
Την εποχή που κυκλοφόρησε το album δεν έλαβε την αποθέωση που του άξιζε, κυρίως λόγω των προκατόχων του αλλά και της ηχητικής προσέγγισης του συγκροτήματος (συγγνώμη που δεν μας ρώτησαν τι θα παίξουν). Σήμερα αποτελεί μέρος της “αγίας επτάδας” κυκλοφοριών τους στη δεκαετία του 1980, τότε που οι Iron Maiden ήταν μία ασταμάτητη δύναμη που παρήγαγε heavy metal υψηλότατου επιπέδου.
Και μερικά extras
Το ομώνυμο τραγούδι είναι επηρεασμένο από την ταινία του Nicholas Meyer “Time After Time” του 1979 με πρωταγωνιστή τον Malcolm McDowell. Στην ταινία, ο Βρετανός συγγραφέας H.G. Wells χρησιμοποιεί μία χρονομηχανή για να καταδιώξει τον Τζακ τον αντεροβγάλτη στον 20ο αιώνα.
Ολόκληρο το artwork (εξώφυλλο – οπισθόφυλλο) διαστάσεων 38Χ80 εκατοστών χρειάστηκε 3 μήνες για να ολοκληρωθεί και σύμφωνα με τον Riggs τον έφθειρε πολύ καθώς υποτίμησε την πολυπλοκότητά του λόγω των αμέτρητων λεπτομερειών που υπάρχουν σε αυτό. Ακόμα και τώρα όμως εγώ αναζητώ και (ξανά) ανακαλύπτω όλες εκείνες τις παραπομπές του D. Riggs, όπως ακριβώς έκανα τότε που ήμουν έφηβος και τις έβλεπα για πρώτη φορά.
Τα δύο singles που κυκλοφόρησαν ήταν τα “Wasted Years” και “Stranger In a Strange Land” αμφότερα συνθέσεις του Adrian Smith. Το πρώτο είναι και το μοναδικό τραγούδι του δίσκου στο οποίο δεν χρησιμοποιήθηκαν synth guitars.
Στο εξώφυλλο του “Wasted Years” single φαίνεται το μισό πρόσωπο του Eddie γιατί, κατά τον Derek Riggs: “Η μπάντα δεν ήθελε να αποκαλυφθεί η νέα cyborg εκδοχή του Eddie λίγες εβδομάδες πριν την κυκλοφορία του album”.
Είναι η εποχή όπου ακόμη τα singles αποτελούν “χρυσωρυχεία” μουσικής . Έτσι, στο “Stranger In a Strange Land” single υπάρχουν ως B-sides δύο εκπληκτικές διασκευές. Είναι τα “That Girl” των FM και “Juanita” από τους Marshall Fury. Enjoy!
Το album στη χώρα μας (όπως και άλλα εκείνη την εποχή) κυκλοφόρησε με ελληνικούς τίτλους τραγουδιών. Γιατί τα κάνετε αυτά ρε; “Νίαρ του δε ιστ, ιν ε λαντ κολντ Γκρις”.