Όσο επιφυλακτικός και αν είναι κάποιος από οικουμενικές συμπράξεις μουσικών, βρισκόμαστε μπροστά σε μια περίπτωση που είναι ικανή να λυγίσει τους ενδοιασμούς με ένα σύντομο ηχητικό δείγμα. Οι The Anchoret είναι μια συνεργασία μουσικών με παρελθόν και παρουσία και σε άλλα σχήματα και έχουν ετοιμάσει το πρώτο έργο τους, που ακούγεται αποφασισμένο να μας απασχολήσει σοβαρά.
Τα σκονάκια που έχω συλλέξει, ορμώμενος από την αποστομωτική πρώτη εντύπωση, μου μεταφέρουν την είδηση πως ο Καναδός μπασίστας Eduard Levitsky είναι ο κυρίαρχος συνθέτης αυτού του πολύπλοκου έργου, κάνοντας μάλιστα και την παραγωγή του. Οι ενισχύσεις του επανδρώνονται με ένα πολυτάλαντο πλήρωμα, τον κημπορντίστα των The Tangent Andy Tillison, τον τραγουδιστή των Heaven’s Cry Sylvain Auclair, τον ντράμερ των Aviations James Christopher Knoerl, και τον κιθαρίστα Leo Estalles.
Ενώ έχουν γίνει ήδη αναρίθμητες απόπειρες να συνδυαστούν οι συντεταγμένες του ευρύτερου progressive metal με τον αρχέγονο προοδευτικό rock των 70’s, και η ιδέα ακούγεται μάλλον κορεσμένη, έχουμε να κάνουμε με μια απόπειρα που διασχίζει ένα νέο μονοπάτι μέσα σε αντίστοιχες δοκιμές. Η μουσική των The Anchoret έχει τη δύναμη, την αποθήκη των ριφ, την ένταση και τη ρυθμική υποβολή να συγκινήσει έναν ακροατή του metal που αγαπά τις συναρπαστικές διαδρομές και προτάσεις. Ακουμπώντας συχνά τα χωράφια ενός μελωδικού τεχνικού death metal, πάντα όμως με τα καθαρά φωνητικά του Auclair, μάλλον θα βολέψουν αρκετούς στερημένους φίλους των Opeth. Από την άλλη, όλοι αυτοί που έχουν στη δισκοθήκη τους πλεονάσματα από King Crimson, Pink Floyd ή και Camel, δεν θα μείνουν αδιάφοροι απέναντι στον ευρηματικό πλούτο αυτού του χώρου που θα ανακαλύψουν στα τραγούδια τους. Οι επιδράσεις και τα χρώματα δεν σταματούν όμως εκεί, καθώς ο πλούτος των τραγουδιών αποκαλύπτει και αρκετά jazzy στοιχεία. Οι βασικοί δημιουργοί δεν δίστασαν να επιστρατεύσουν στο στούντιο και πολλούς καλεσμένους μουσικούς, έτσι ο ακροατής θα ακούσει σαξόφωνο, κλαρινέτο, αλλά και gospel φωνητικά.
Με αφετηρία την απομόνωση της πανδημίας, μια πραγματικότητα που κρύβεται άλλωστε και στον τίτλο του δίσκου, η μπάντα αφηγείται ιστορίες βασανισμένων χαρακτήρων που παλεύουν να βρουν λύσεις και να βελτιώσουν τις ζωές τους. Μέσα από μια σύνθετη διαδοχή εκφράσεων, εντάσεων και αγωνίας που διαμορφώνονται ανάγλυφα στα τραγούδια, έρχεται τελικά ένα μήνυμα ελπίδας, αντίστασης και πίστης στον εαυτό μας. Πάνω σε αυτή τη φιλοδοξία, τα τραγούδια έχουν μια πυκνή παρέλαση ιδεών και μεταστροφών, χωρίς να χάνουν τη ροή τους. Είναι αυτονόητο πως θέλουν το χρόνο τους να αποκαλυφθούν πλήρως, αυτό όμως δεν αργεί να γίνει, ακριβώς γιατί μαζί με το στοιχείο της πληθώρας και της ελεγχόμενης υπερβολής δεδομένων, υπάρχει το συναίσθημα, έντονο, ευδιάκριτο, μόνιμα παρόν, να δαμάσει και να κατευθύνει αυτή την πλημμυρίδα ήχων με εύστοχο και αποτελεσματικό τρόπο. Ακόμα και στο οργιώδες φινάλε του “Until the Sun Illuminates” ή στην καρδιά του “Someone Listening”, τα συναισθήματα παλεύουν.
Εννέα τραγούδια σε περίπου μια ώρα δε μου αφήνουν σοβαρά περιθώρια να ξεχωρίσω και να εξυψώσω μέρη μέσα σε αυτό το πλούσιο ταξίδι. Μέσα σε μια εκπληκτική ικανότητα σύνθεσης και έκφρασης αν ήθελα να δελεάσω κάποιον για το εύρος της μπάντας θα τον έριχνα στο “Forsaken”, ενώ μια δεύτερη πιο άμεση και in your face επιλογή θα ήταν το “All Turns to Clay”.
Μπροστά στην αμφιβολία του γράφοντα αν διάλεξε τα σωστά συγγραφικά συστατικά για να ανοίξει σε περισσότερους την πόρτα στον κόσμο των ολόφρεσκων The Anchoret, μου φαίνεται πως η προσέγγιση και η περιγραφή του άλμπουμ από τον βασικόδημιουργό, τον μπασίστα Eduard Levitsky είναι μάλλον η ιδανική.
Δηλαδή, ένα ερωτικό γράμμα σε όλα τα γκρουπ και τους καλλιτέχνες που άκουγε μεγαλώνοντας.
Είδος: Progressive Metal/Rock
Εταιρεία: Willowtip Records
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 23 Ιουνίου