RIOT: Κλείνει το 1981 ο κύκλος του Guy Speranza με το “Fire Down Under”

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ - 9 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

Το “Fire Down Under” είναι το τρίτο στούντιο άλμπουμ από το αμερικανικό heavy metal συγκρότημα Riot, που κυκλοφόρησε το 1981, και είναι το τελευταίο άλμπουμ που περιλαμβάνει τον αρχικό τραγουδιστή Guy Speranza. Το τραγούδι “Flashbacks” είναι αφιερωμένο στον Neal Kay, έναν Βρετανό DJ που υποστήριξε το heavy metal στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά τη διάρκεια του new wave of british heavy metal.

Το άλμπουμ επανεκδόθηκε σε CD το 1997 από τη γερμανική εταιρεία High Vaultage, χρησιμοποιώντας ένα νέο, αμφιλεγόμενο remix από τον πρώην παραγωγό των Riot, Steve Loeb, και το 1999 από τη Metal Blade Records στις Η.Π.Α., αυτή τη φορά με την αρχική μίξη της  Elektra. Το άλμπουμ επανεκδόθηκε το 2014 από τη θυγατρική της Universal, Varese Sarabande. Και οι τρεις εκδόσεις περιέχουν διάφορα μπόνους κομμάτια που ηχογραφήθηκαν για την αρχική έκδοση του Fire Down της Capitol Records, με τα οποία το συγκρότημα δεν ήταν ευχαριστημένο. Τέλος, το 2018 το άλμπουμ επανεκδόθηκε, έγινε remaster και με έξι bonus κομμάτια, από την Rock Candy Records.

1970– Κυκλοφορεί το “Morrison Hotel”, που είναι το πέμπτο στούντιο άλμπουμ του αμερικανικού rock συγκροτήματος The Doors, από την Elektra Records. Μετά τη χρήση πνευστών και εγχόρδων που συνέστησε ο παραγωγός Paul A. Rothchild στο προηγούμενο άλμπουμ τους, “The Soft Parade” (1969), οι Doors επέστρεψαν στο blues rock στυλ τους και αυτό το άλμπουμ θεωρήθηκε σε μεγάλο βαθμό σαν επιστροφή στη φόρμα για το συγκρότημα. Το γκρουπ μπήκε στα Elektra Sound Recorders στο Λος Άντζελες τον Νοέμβριο του 1969 για να ηχογραφήσει το άλμπουμ το οποίο χωρίζεται σε δύο ξεχωριστούς τίτλους, συγκεκριμένα: “Hard Rock Café” και “Morrison Hotel”. Ο πρωτοπόρος του blues rock κιθαρίστας  Lonnie Mack και ο Ray Napolitan  συμμετείχαν επίσης στο άλμπουμ σαν session μπασίστες.

Το άλμπουμ έφτασε στο Νο. 4 του Billboard 200 και είχε καλύτερη αποδοχή στο εξωτερικό από το προηγούμενο άλμπουμ (ήταν το στούντιο άλμπουμ με τα υψηλότερα charts του γκρουπ στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου έφτασε στο Νο. 12). Το single προώθησης “You Make Me Real” / “Roadhouse Blues” έφτασε στο Νο. 50 τον Μάιο του 1970 στο Billboard 100 chart. Η φωτογραφία του εξωφύλλου τραβήχτηκε από τον Henry Diltz.

Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί και το “Burnt Weeny Sandwich”, που είναι το έκτο στούντιο άλμπουμ του αμερικανικού ροκ συγκροτήματος The Mothers of Invention και το ένατο συνολικά του Frank Zappa, ως εκείνη τη χρονιά. Αποτελείται από ηχογραφήσεις στούντιο και ζωντανές εκτελέσεις. Σε αντίθεση με το επόμενο άλμπουμ “Weasels Ripped My Flesh”, το οποίο είναι κυρίως ζωντανό και προσανατολισμένο στα τραγούδια, το μεγαλύτερο μέρος του Burnt Weeny Sandwich επικεντρώνεται σε ηχογραφήσεις στούντιο και δομημένες συνθέσεις.

1993– Κυκλοφορεί το “Spilled Milk”, που είναι το δεύτερο και τελευταίο στούντιο άλμπουμ του αμερικανικού rock συγκροτήματος Jellyfish, και βγήκε από την Charisma Records. Διαθέτει έναν πιο τραχύ και φανταχτερό ήχο από τον προηγούμενο, “Bellybutton” (1990). Όπως και με το “Bellybutton”, το “Spilled Milk” έγραψαν και έκαναν την συμπαραγωγή τα ιδρυτικά μέλη Andy Sturmer και Roger Manning. Σαν παραγωγοί επέστρεψαν και οι Albhy Galuten και Jack Joseph Puig.

Παίρνοντας αυτό τον τίτλο για τη σκληρή δουλειά και την αναταραχή γύρω από την δημιουργία του, το “Spilled Milk” ηχογραφήθηκε μετά την αποχώρηση του μπασίστα Chris Manning (ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον Tim Smith) και του κιθαρίστα Jason Falkner. Τα μέρη της κιθάρας στη θέση του ανέλαβαν οι sessionμουσικοί Jon Brion και Lyle Workman. Η διαδικασία της παραγωγής κράτησε αρκετούς μήνες λόγω των περίπλοκων ενορχηστρώσεων του δίσκου και τελικά ξεπέρασε τον προϋπολογισμό.

Το άλμπουμ προωθήθηκε με μια περιοδεία διάρκειας ενός έτους που έφερε και τον κιθαρίστα Eric Dover στη σύνθεση του συγκροτήματος. Το “Spilled Milk” έμεινε τελικά κάτω από τις εμπορικές προσδοκίες, φτάνοντας στο νούμερο 164 στο Billboard 200 και στο νούμερο 21 στο UK Albums Chart. Τα singles “The Ghost at Number One” και “New Mistake” βρέθηκαν στα νούμερα 43 και 55 στο Ηνωμένο Βασίλειο, αντίστοιχα. Μια εμπλουτισμένη deluxe έκδοση του άλμπουμ κυκλοφόρησε από την Omnivore Recordings το 2015.

Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί και το “Wandering Spirit”, που είναι το τρίτο σόλο άλμπουμ του Mick Jagger, το μοναδικό του τη δεκαετία του 1990. Μετά το “Steel Wheels”των Rolling Stones (1989), ο Jagger άρχισε να γράφει νέο υλικό για αυτό που θα γινόταν τελικά το “Wandering Spirit”. Τον Ιανουάριο του 1992, μετά την προσθήκη του Rick Rubin σαν συμπαραγωγού, ο Jagger ηχογράφησε το άλμπουμ στο Los Angeles για επτά μήνες μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1992, ηχογραφώντας ταυτόχρονα ενώ ο Keith Richards έκανε το “Main Offender”.

Ο Jagger περιόρισε τις διασημότητες στο ελάχιστο στο άλμπουμ, έχοντας μόνο τον Lenny Kravitz σαν τραγουδιστή στη διασκευή του “Use Me” του Bill Withers και τον μπασίστα Flea από τους Red Hot Chili Peppers σε τρία κομμάτια.

Μετά το τέλος του συμβολαίου των Rolling Stones με τη Sony Music και την υπογραφή τους με τη Virgin Records, ο Jagger επέλεξε να υπογράψει με την Atlantic Records (η οποία είχε υπογράψει τους Stones τη δεκαετία του 1970) για να διανείμει αυτό που θα ήταν το μοναδικό του άλμπουμ με την εταιρεία.

1994– Κυκλοφορεί το “Dreamspace”, που είναι το τρίτο στούντιο άλμπουμ του power metal συγκροτήματος Stratovarius, και βγήκε από τη Noise Records. Είναι το τελευταίο άλμπουμ των Stratovarius που περιλαμβάνει τον κιθαρίστα Timo Tolkki στα φωνητικά (μετά από το οποίο ο Timo Kotipelto έγινε ο βασικός τραγουδιστής στο “Fourth Dimension” του 1995), καθώς και το πρώτο στο οποίο συμμετείχε ο μπασίστας Jari Kainulainen.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1162 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.