Δύσκολα μου έβαλε το Mad God. Μου άρεσε ή όχι; Κατάλαβα τι γίνεται ή δεν πήρα χαμπάρι; Να το προτείνω ή να μην το προτείνω; Στις πρώτες δύο ερωτήσεις βρήκα απάντηση μετά από μερικές μέρες και δύο προβολές. Μου άρεσε, και μάλιστα πολύ, όταν, όμως, λέω ότι μου άρεσε δεν εννοώ ότι πέρασα ευχάριστα βλέποντας το. Όσο για το τι κατάλαβα, πολύ λίγα πράγματα. Βέβαια, δεν ξέρω καν αν ζητούμενο είναι να καταλάβει κανείς κάτι και, για να πω την αλήθεια, δεν με νοιάζει κιόλας.
Κι έτσι καταλήγουμε στο τρίτο και πιο δύσκολο ερώτημα: Να το προτείνω ή θα με πάρετε με τις πέτρες; Ιδού η απορία. Κι αυτό γιατί υποψιάζομαι ότι οι πέντε στους δέκα θα το κλείσουν πριν το μισάωρο βρίζοντας, ενώ από τους υπόλοιπους πέντε που θα μείνουν ως το τέλος, οι τρεις θα κράξουν και οι άλλοι δύο θα καταλήξουν εξίσου διχασμένοι. Γιατί, όμως, τέτοιο μπέρδεμα; Ας τα πάρουμε από την αρχή.
Το Mad God είναι ταινία stop-motion animation, η οποία χρειάστηκε, περίπου, 30 χρόνια για να ολοκληρωθεί. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι το έργο ζωής του Phil Tippett, ενός ζωντανού θρύλου των ειδικών εφέ, που, μεταξύ πολλών άλλων, είναι υπεύθυνος για τους imperial walkers και τον Jabba the Hut στα Star Wars, τον ED-209 στο πρώτο Robocop, τα εξωγήινα μαμούνια στο Starship Troopers, τον δικέφαλο δράκο στο Willow και τα ανθρωποφάγα πιράνχα στην ομώνυμη ταινία του 1978. Σημειωτέον ότι δεν επιμελήθηκε μόνο τα ειδικά εφέ (κάτι που ούτως ή άλλως δεν είναι καθόλου απλό, όταν μιλάμε για παραδοσιακά πρακτικά εφέ και τεχνικές stop-motion) αλλά σχεδίασε ο ίδιος πολλά, αν όχι τα περισσότερα, από αυτά τα εμβληματικά κινηματογραφικά πλάσματα, ρομποτικά και μη.
Η ταινία ξεκινάει με ένα απόσπασμα από την Παλαιά Διαθήκη, μια άκρως γλαφυρή προειδοποίηση του Θεού για το κακό που θα βρει τους αμαρτωλούς, αν τον αψηφήσουν. Αυτό που ακολουθεί, θα μπορούσε να είναι: Η Θεία Τιμωρία, κατά τας Γραφάς. Η κόλαση. Ένας ντελιριακός εφιάλτης ή μια συρραφή εφιαλτών. Το αποκύημα της φαντασίας ενός τρελού. Ένα φριχτό trip από παραισθησιογόνα ναρκωτικά. Η Γη μετά την πυρηνική καταστροφή. Η οπτική απόδοση της απελπισίας κάποιου που, για τους δικούς του λόγους, δεν θέλει να έχει καμιά παρτίδα με την ανθρωπότητα. Ο συνδυασμός όλων ή κάποιων από τα παραπάνω. Ό,τι κι αν είναι, πάντως, ο κόσμος που οραματίστηκε και δημιούργησε ο Tippet, τρία πράγματα λάμπουν δια της απουσίας τους: Διάλογοι, συνοχή και καλοσύνη. Σε πλήρη αφθονία είναι, αντίθετα, η εξαχρείωση, η νοσηρότητα η παράλογη βία, όπως και μια αδυσώπητη αίσθηση ματαιότητας. Θα βάλω τα δυνατά μου να σας δώσω μια εικόνα και, παρ’ όλο που αναφέρω τι γίνεται στο τέλος, περιέργως, δεν έχω την αίσθηση ότι ρίχνω spoiler – αυτό, πιθανότητα, οφείλεται στο βγαίνει από λίγο έως καθόλου νόημα. Αν, όμως, προτιμάτε να μπείτε κατευθείαν στα βαθιά, προσπεράστε την επόμενη παράγραφο.
Στρατιώτης με αντιασφυξιογόνο μάσκα καταδύεται με κάψουλα σε ρημαγμένο, μεταποκαλυπτικό σκουπιδότοπο, τον οποίο διασχίζει συμβουλευόμενος έναν παλιό χάρτη. Στην πορεία του θα συναντήσει ενδεικτικά: Μια τερατόμορφη, πρησμένη τσατσά, που, χωρίς προφανή λόγο, τεμαχίζει με μπαλτά ένα σερνάμενο πλάσμα που μοιάζει με διασταύρωση του Ray Charles με σκουλήκι. Τεράστιους, παλλόμενους σάρκινους σάκους καλυμμένους με βολβούς ματιών, που κρέμονται από το ταβάνι μιας αχανούς, επικλινούς αίθουσας. Ένα σκουριασμένο εργοστάσιο, στο οποίο περιφέρονται, εργάζονται και θανατώνονται άσκοπα και αδιαμαρτύρητα εργάτες φτιαγμένοι από σπάγκο, που εκτελούν ατάραχοι τα καθήκοντά τους, ακόμη και όταν οι συνάδελφοί τους πολτοποιούνται από οδοστρωτήρες, αμαξοστοιχίες και ιπτάμενους ογκόλιθους.
Κατά τα φαινόμενα, σκοπός του στρατιώτη είναι να ενεργοποιήσει μία ωρολογιακή βόμβα, όπως και κάνει, όμως ο δείκτης του ρολογιού κολλάει στο παρά πέντε κι ένα τερατώδες ρομποτικό έντομο τον αρπάζει πριν προλάβει να ολοκληρώσει την αποστολή. Καταλήγει δεμένος σε κρεβάτι νοσοκομείου τυλιγμένος με γάζες σαν μούμια και δέχεται επίσκεψη από χειρούργο και νοσοκόμα, οι οποίοι του ανοίγουν την κοιλιά ενώ είναι ακόμα ζωντανός, αφαιρούν σπλάχνα, κοσμήματα, σελίδες βιβλίων και, τελικά, ένα τερατώδες, εξωγήινο έμβρυο, το οποίο παραλαμβάνει η νοσοκόμα. Ο χειρούργος τρυπάει το κρανίο του ακόμα ζωντανού στρατιώτη με έμβολο, συνδέει τον εγκέφαλο με μία συσκευή και αποκτά πρόσβαση στις αναμνήσεις του. Σε αυτές, ένας ιερέας με τεράστια, γαμψά νύχια επιβλέπει τάγμα στρατιωτών ίδιων με αυτόν που βλέπαμε προηγουμένως, παραδίδει σε έναν από αυτούς χάρτη φτιαγμένο από ανθρώπινο (κατά πάσα πιθανότητα) δέρμα και τον κατεβάζει με κάψουλα σε κατεστραμμένη μεγαλούπολη στην επιφάνεια της γης. Άγνωστο παραμένει αν πρόκειται για τον πρώτο στρατιώτη, ή για άλλον, που πρέπει να φέρει εις πέρας την ίδια αποστολή μετά την αποτυχία του πρώτου, καθώς η διαδρομή που ακολουθεί είναι διαφορετική (ένα πεδίο μάχης σπαρμένο με πτώματα, όπου θηριώδη άρματα μάχης ανταλλάσσουν πυρά εν μέσω πυρηνικών μανιταριών), όπως και να ‘χει, πάντως, καταδύεται σε τεράστιο χάσμα, το οποίο κατεβαίνει σαν μαίανδρος σε άγνωστα βάθη. Επιστρέφουμε στο παρόν (;) και τη νοσοκόμα, η οποία παραδίδει το έμβρυο σε αιωρούμενη μάγισσα, που φέρνει κάπου ανάμεσα σε γιατρό της πανούκλας του Μεσαίωνα και την Mergo’s Wet Nurse από το Bloodborne. Η μάγισσα μεταφέρει το έμβρυο σε εργαστήριο, το πολτοποιεί σε πρέσα και χρησιμοποιεί τον πελτέ που προκύπτει σε αλχημιστικό μείγμα, το οποίο προκαλεί σούπερ νόβα ακολουθούμενο από μία έκρηξη ζωής, εξέλιξης, πολιτισμικής προόδου, παρακμής και καταστροφής. Ρολόγια γυρίζουν σαν τρελά μπρος – πίσω, κλεψύδρες γεμίζουν και αδειάζουν, ο δείκτης της ωρολογιακής βόμβας ξεκολλάει κι ένας γκροτέσκος κούκος σημαίνει 12. The End. Αν δεν έχετε ήδη παρατήσει το διάβασμα και τα παραπάνω σας φαίνονται από ακαταλαβίστικα έως απωθητικά, οφείλω να προειδοποιήσω ότι δεν καλύπτουν ούτε το ένα εκατοστό απ’ όσα ακόμη πιο ενοχλητικά και σιχαμερά παρελαύνουν στην οθόνη.
Αν υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση, αυτό είναι η εκπληκτική ποιότητα του animation και του art direction εν γένει. Η όλη αισθητική μου έφερε στο νου Jan Svankmajer και παλιά βίντεο κλιπ των Tool στην splatterpunk υπερβολή τους, με έξτρα δόσεις body horror, ρετροφουτουρισμού και ξεδιάντροπου gore. Πραγματικά, με πιάνει ζαλάδα στη σκέψη και μόνο του πόσες χιλιάδες εργατοώρες χρειάστηκαν για να σχεδιαστούν, κατασκευαστούν και κινηθούν όλες αυτές οι μινιατούρες, οι μαριονέτες και τα σκηνικά, που άλλοτε μεταδίδουν ασφυκτικό ζόφο κι άλλοτε μια αίσθηση τιτάνιων διαστάσεων και ιλιγγιώδους βάθους. Κι αν συνυπολογίσει κανείς το πόσο ατμοσφαιρικοί και ρεαλιστικοί δείχνουν οι φωτισμοί και τα εφέ των καιρικών φαινομένων, των εκρήξεων, της υγρασίας, της γλίτσας και των διάφορων σωματικών εκκρίσεων, αλλά και το πόσο αρμονικά έχουν δέσει όλα αυτά με τους τρεις – τέσσερεις ανθρώπους ηθοποιούς (αν δεν απατώμαι, ο χειρούργος, η νοσοκόμα, ο ιερέας και η μάγισσα), τότε μιλάμε για πραγματικό άθλο κι ένα αισθητικό αποτέλεσμα που κανένα cgi δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδώσει. Από την άλλη, είναι γεγονός ότι το Mad God εξαπολύει έναν καταιγισμό αποκρουστικών σε σύλληψη και εκτέλεση εικόνων, χωρίς να δίνει δεκάρα για την καλαισθησία και τις ευαισθησίες του θεατή, ενώ κάθε δευτερόλεπτο των 80 λεπτών που διαρκεί διαποτίζεται από τόση ασχήμια, μοχθηρία και μισανθρωπιά, ώστε είναι αδύνατον να το συμπαθήσεις – κάτι που, προφανώς, όχι μόνο δεν είναι στις προθέσεις του, αλλά, αντιθέτως, ο σκοπός του.
Πρόκειται για άσκηση ύφους και επίδειξη ικανοτήτων; Δεν το πιστεύω. Το Mad God είναι τόσο δύστροπο και κλεισμένο στο αποτρόπαιο σύμπαν του, που πραγματικά δείχνει να μην του καίγεται καρφί για το τι θα σκεφτούν οι άλλοι. Εξάλλου, δε νομίζω ότι κάποιος με τη σταδιοδρομία και τις περγαμηνές του Phil Tippet έχει ανάγκη να αποδείξει οτιδήποτε σε οποιονδήποτε. Μήπως είναι, τότε, κάποιου είδους μανιφέστο μισανθρωπισμού; Δεν αποκλείεται, κι αν υποτεθεί ότι όντως έτσι είναι, το μανιφέστο του Mad God μπορώ να το υπομείνω, καθώς προέρχεται από κάποιον που έχει πατήσει τα εβδομήντα κι έχει φάει τη ζωή του στη βιομηχανία του θεάματος, όχι από κάποιον άεργο μαχητή του Twitter. Μήπως, τελικά, πρόκειται για απόπειρα εξορκισμού προσωπικών δαιμόνων ή, απλά, αντανάκλαση ενός διαταραγμένου νου; Ούτε κι αυτό αποκλείεται και ίσως να μην είναι τυχαίο ότι ένα χρόνο πριν ολοκληρωθεί το Mad God, ο Tippet υπέστη νευρικό κλονισμό και νοσηλεύθηκε για λίγο καιρό σε ψυχιατρική κλινική.
Άρα, τι κάνω; Το προτείνω ή δεν το προτείνω; Χωρίς δεύτερη σκέψη, το προτείνω σε όσους αρέσκονται να βλέπουν ταινίες όπως το Eraserhead, το Tetsuo, το Possession και το Tideland ή, ακόμα χειρότερα, το Nekromantik, το Men Behind the Sun και τα πονήματα του Hisayasu Sato. Επίσης, σε όσους έχουν νοσηρή περιέργεια και θέλουν να δοκιμάσουν τα όριά τους – μπορώ να εγγυηθώ ότι το Mad God θα παίξει με την αντοχή σας και θα εξιτάρει τα τρομολαγνικά σας ένστικτα. Θα τολμήσω να το προτείνω, επίσης, σε ανθρώπους με αυστηρά ακαδημαϊκό ή χομπίστικο ενδιαφέρον για τις εικαστικές τέχνες, εφόσον μπορούν να παραμείνουν αποστασιοποιημένοι και συναισθηματικά ουδέτεροι, εστιάζοντας μόνο στις τεχνικές αρετές του animation. Οι υπόλοιποι καλό θα ήταν, νομίζω, να κρατήσουν τις αποστάσεις τους, εκτός κι αν είναι από τους τύπους που έμπαιναν πότε – πότε στο τρενάκι του τρόμου όταν ήταν μικροί. Με κράξιμο ή χωρίς, πάντως, γεγονός παραμένει ότι το Mad God βαράει στο ψαχνό και κινείται στα όρια, εκεί που οι περισσότεροι πλέον παίζουν εκ του ασφαλούς και μας σερβίρουν ξαναζεσταμένα remakes, prequels και sequels ή νεροπλύματα προσαρμοσμένα στις ευαισθησίες του «σύγχρονου», «μοντέρνου» θεατή. Και είναι αναμφίβολα μια ταινία που δύσκολα ξεχνιέται, είτε για καλό είτε για κακό.
Κείμενο/επιμέλεια: Στέφανος Δημόπουλος