Ο David Cotton, κιθαρίστας, φυσικός ηγέτης και μόνιμος πυλώνας του τρίο από το Vancouver, έχει αναμφισβήτητα έναν ισχυρό τρόπο να τραβά την προσοχή πάνω τους, και αυτό φαίνεται από το όνομα που διάλεξε, όταν το 2008 ξεκίνησε να τραβά το δικό του μουσικό ίχνος.
Από το πρώτο τους αμιγώς οργανικό άλμπουμ το 2011, με τον τίτλο “Habitat 67”, φάνηκε πως ο Cotton δεν δίσταζε να ταλαντευτεί με τις εντάσεις και τις διαθέσεις, αντικαθιστώντας την απουσία φωνής με γενναία αναπλαστική μουσική. Η εξέλιξη έμοιαζε απαραίτητη συντροφιά για τον δημιουργό, έτσι στο “Set the Controls for the Heart of the Slums” του 2016, με τον φανερό υπαινιγμό στους Pink Floyd, η παλέτα διευρύνεται, τα χρώματα ρισκάρουν περισσότερο και κάποιες διακριτικές φωνητικές γραμμές παρεμβαίνουν αρμονικά στο έργο με τα τέσσερα κεφάλαια.
Σήμερα, ο Cotton έχει πια στο πλευρό του τον μπασίστα Maximillian Madrus, και τον ντράμερ Alexander Glassford, και προς μεγάλη έκπληξη, τραγουδούν και οι τρεις, ανοίγοντας ένα νέο κεφάλαιο για το γκρουπ. Άλλος ένας ευρηματικός τίτλος αποτυπώνεται στο εικαστικό έργο του Ahmed Emad Eldin, που είναι γνωστός για το εξώφυλλο του “The Endless River” των Pink Floyd, ενώ την ίδια στιγμή ο Cotton προκαλεί με την αυτοπεποίθησή του, συνοδεύοντας την φρέσκια κυκλοφορία με τη φράση “στοχεύοντας να είναι μια από τις κορυφαίες metal κυκλοφορίες του 2022”.
Η ευέλικτη post rock μαεστρία που καλλιεργήθηκε και σμιλεύτηκε στις λεπτομέρειες στα δυο προηγούμενα άλμπουμ, εξακολουθεί να κρατά τη σημαία μιας βασικής κατεύθυνσης που γίνεται καθοριστική με έναν ήχο έντονο και λασπώδη στα γεμάτα, χτισμένα με ριφ αποσπάσματα των τραγουδιών. Δεν λείπουν φυσικά οι ντελικάτες, πιο αέρινες, ακουστικές φόρμες που φυσούν μακριά την πίεση και ανοίγουν χώρο σε μια πιο υπνωτική, σχεδόν σαμανική διάθεση. Αναμφισβήτητα τα 70’s στοιχεία έχουν πολλαπλασιαστεί και εναρμονιστεί υπέροχα με τις αντιφατικές και συγκρουόμενες διαθέσεις τους. Αν μέσα σε όλα αυτά προσθέσεις και τη δεδομένη δεξιοτεχνία των εκτελεστών και τις prog διαθέσεις που στολίζουν τη ροή των τραγουδιών, σχεδόν έχεις την πληρότητα της συνολικής εντύπωσης.
Το δίκοπο μαχαίρι της νέας εκδοχής των Καναδών είναι βέβαια τα φωνητικά. Ο ακροατής οφείλει από το ξεκίνημα να διακρίνει πως ο στόχος δεν είναι οι διακριτές, επιβεβλημένες και φιλικές μελωδίες. Οι τρεις φωνές που συνεργάζονται με διάφορους τρόπους, μεταφέρουν μια εντύπωση ελαφριάς ομίχλης, μια υπνωτική περιγραφή: είτε το θεωρήσει κανείς μια τυπική shoegaze επίδραση ή μια ψυχεδελική αντήχηση των 70’s επιρροών, το αποτέλεσμα που καταλήγει να είναι ιδιαίτερο, παράξενο, με την αίσθηση μιας ανεξιχνίαστης αρχικά μουσικής δήλωσης, κάνει και αυτή την εκκεντρική διαφορά και δεν γίνεται να συγκινήσει γρήγορα τους πάντες. Αν θα ριψοκινδύνευα μια αναγωγή, θα τους παρομοίαζα σαν μια heavy εκδοχή των The Sea And Cake του Sam Prekop.
Οι Καναδοί προετοίμασαν ιδανικά τους ακροατές με τους αγγελιαφόρους “Popular Delusions” και “Throwing Rocks at Mediocrity”, (άλλος ένας υπέροχος τίτλος), που ξεδίπλωσαν αντιπροσωπευτικά τον σημερινό τους χαρακτήρα. Η μεγαλύτερη επιτυχία είναι βέβαια πως η δελεαστική, πολυσυλλεκτική φόρμουλα αποδίδει χωρίς σκαμπανεβάσματα σε ολόκληρο το άλμπουμ. Μάλιστα, ο επίλογος του “Sunshine” εξελίσσεται σε μια πολύτιμη διαδρομή συναρπαστικών στροφών, μέσα στις οποίες, το αλισβερίσι ηχητικής τέρψης και πρόκλησης του πνεύματος το ενισχύει και μια jazzy ευπρόσδεκτη μούσα, αφήνοντας στο μέλλον του σχήματος μια τολμηρή υπόσχεση.
Έχοντας στο πρώτο λοιπόν άλμπουμ τους για την Willotrip Records ένα εξωτικό χαρμάνι, φαίνεται πως ο Cotton έχει κάθε λόγο να εμπιστεύεται αυτά τα νέα χωράφια έμπνευσης που τον φιλοξενούν, να ομολογεί πως ποτέ δεν σκόπευε να κρατήσει αιώνια μια αμιγώς οργανική μπάντα, και να τολμά να προκαλέσει ανάλογα με αυτάρεσκες δηλώσεις.
Είδος: Post/Progressive Metal
Εταιρεία: Willowtip Records
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 7 Ιανουαρίου 2022
Official website: https://sevenninesandtens.com/
Facebook: https://www.facebook.com/sevenninesandtens
Bandcamp: https://sevenninesandtens.bandcamp.com/