
Η Wangaratta είναι μια μικρή αγροτική κωμόπολη, στα βορειοανατολικά της Victoria στην Αυστραλία. Βρίσκεται στη συμβολή των ποταμών Overs και King, στις βορειοδυτικές πλαγιές των Βικτωριανών Άλπεων. Η περιοχή μέχρι και τη δεκαετία του 1990 ήταν ιδιαίτερα επιρρεπής στις πλημμύρες, γι’ αυτό και η διάταξη της πόλης παρουσιάζει μια περίεργη μορφή.
Κάπου στο μακρινό 1968, ζούσε εκεί ένα πολύ παράξενο, σκοτεινό κορίτσι. Συνήθιζε να μένει κλεισμένο στο σκοτεινό του δωμάτιο, με αναμμένα κεριά, και να ακούει ασταμάτητα το “Songs of Love and Hate” του Leonard Cohen. Το κορίτσι άκουγε στο όνομα Anne Baumgarten, και ήταν αναμφισβήτητα μια απόκοσμη ύπαρξη για να αναγκάσει τον φίλο της Nick Cave να την περιγράφει πολλά χρόνια μετά σαν ένα πολύ νοσηρό πλάσμα. Ο 12χρονος τότε Nick κόλλησε και αυτός την εμμονή με τον δίσκο του Cohen, και μέσα από αυτόν ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε και ερωτεύτηκε τη δύναμη που μπορεί να έχουν οι στίχοι. Ο ίδιος καταλόγισε σε εκείνη την ανθεκτική εμπειρία την τακτική του να χρησιμοποιεί τους στίχους του σαν ένα ημερολόγιο της ζωής του.
Ένα τραγούδι συγκεκριμένα θα άλλαζε τη ζωή του Cave, και θα του έδειχνε το δρόμο για την πιο αγνή μορφή σύνθεσης, το “Famous Blue Raincoat”. Ήταν εκείνη η βίαιη ειλικρίνεια με την οποία φαινόταν πως ο Cohen τραγούδησε το κομμάτι που πραγματικά τράβηξε την προσοχή του Cave σε τόσο μικρή ηλικία. Το τραγούδι ακουγόταν στα αυτιά του σαν ένα αληθινό είδος εξομολογητικού τραγουδιού. Ακουγόταν τόσο ανοιχτό και ειλικρινές κατά χωρίς να μπορούσε να ξέρει αν ήταν πραγματικά βιογραφικό.

Ο θαυμασμός του Cave για τον Cohen δεν υποχώρησε ποτέ, και έχει μιλήσει σε πολλές περιπτώσεις για την εκτίμησή του για τον Καναδό μύθο. Όταν ο Cohen πέθανε το 2016, ο Cave ήταν από τους πρώτους που τίμησε τη μνήμη του, υποδηλώνοντας ότι ήταν πραγματικά μοναδικός στο είδος του. Για πολλούς καλλιτέχνες της γενιάς του, ο Leonard Cohen ήταν ο μεγαλύτερος τραγουδοποιός από όλους, εντελώς μοναδικός και αδύνατο να τον μιμηθεί κανείς όσο σκληρά κι αν προσπαθήσει. O Αυστραλός rocker αποπειράθηκε να διασκευάσει μερικά από τα πιο εμβληματικά τραγούδια του, όπως τα “Avalanche”, “Suzanne” και “I ‘m Your Man”. Όταν ο Cohen άκουσε το “Avalanche” είπε ότι ο Cave το είχε σφάξει, αλλά το εννοούσε στην πραγματικότητα σαν κομπλιμέντο: “υποθέτω ότι θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Nick Cave έσφαξε το τραγούδι μου, “Avalanche”, αλλά αν ισχύει, ας υπάρξουν περισσότεροι χασάπηδες σαν αυτόν.”
Το “Famous Blue Raincoat” λοιπόν, ήταν το έκτο τραγούδι του δίσκου “Songs of Love and Hate”, που κυκλοφόρησε το 1971, και ήταν γραμμένο σε μορφή γράμματος. Οι στίχοι περιγράφουν την ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου μεταξύ του αφηγητή, μιας γυναίκας με το όνομα Jane και ενός άλλο άντρα στον οποίο απευθύνεται το γράμμα, ο οποίος περιγράφεται αινιγματικά στους στίχους σαν “ο αδερφός μου, ο δολοφόνος μου”.
Οι στίχοι περιέχουν αναφορές στο γερμανικό τραγούδι αγάπης “Lili Marlene” της Marlene Dietrich, στη Σαηεντολογία και στην οδό Clinton, στο Manhattan, όπου ζούσε ο Cohen τη δεκαετία του 1970, όταν αυτή ήταν μια πολυσύχναστη περιοχή Λατίνων. Δεν πρόκειται όμως για μια συνηθισμένη αφήγηση ερωτικού τριγώνου, γεμάτη με πληγωμένους εγωισμούς, πικρίες, κατηγορίες και συγκρούσεις.
Η επιστολή είναι στην πραγματικότητα περιέργως αδελφική, ακόμη και συμβιβαστική προς τον αντίπαλο του αφηγητή. Η τραγωδία εδώ δεν ήταν ποτέ η απιστία, αλλά ο τρόπος με τον οποίο ο αφηγητής παραιτήθηκε στη φθορά του γάμου του. “Σε ευχαριστώ, για την ταλαιπωρία που έδιωξες από τα μάτια της, νόμιζα ότι θα ήταν εκεί για πάντα, έτσι δεν προσπάθησα ποτέ”, ομολογεί σε έναν συναρπαστικό στίχο που κυριολεκτικά βουτά στην καρδιά της συζυγικής απόγνωσης και της κακής επικοινωνίας. Αλλά είναι τέτοια η πλούσια ασάφεια των λόγων του Cohen που καμία ανάλυση των στίχων δεν θα μπορούσε να δώσει μια οριστική ερμηνεία του “Famous Blue Raincoat”. Υπήρχε, για παράδειγμα, ποτέ δεύτερος άνθρωπος ή ήταν ένα alter-ego, μια αφηρημένη φασματική παρουσία; Είναι το “going clear” ένας ευφημισμός για το σεξ ή μια αναφορά σε ένα στάδιο της Σαηεντολογίας, στο οποίο ο Cohen ασχολήθηκε μάλλον αχαρακτήριστα εκείνη την εποχή;
Ο Leonard Cohen έζησε σε ένα γραφικό σπίτι όταν ανακάλυψε την Ύδρα στις αρχές της δεκαετίας του ’60 μαζί με τη φίλη του Marianne. Ήταν μέρος ενός μποέμ σκηνικού που περιελάμβανε την Αυστραλή συγγραφέα Charmian Clift και τον πολεμικό ανταποκριτή σύζυγό της George Johnston. Η ιστορία της παρέας αυτής ξεδιπλώνεται σε ένα μυθιστόρημα της Polly Samson, με τον τίτλο “A Theatre for Dreamers”. Η Samson, η σύζυγος του Dave Gilmour των Pink Floyd, αφηγείται την ιστορία μέσα από τα μάτια μιας φανταστικής νεαρής Βρετανίδας ηρωίδας με το όνομα Erica που έχει καταλήξει στην Ύδρα και πιάνεται κάτω από την πτέρυγα του Charmian.
Ο Cohen είχε ακολουθήσει τα βήματα αρκετών καλλιτεχνών όπως ο Lawrence Durrell και ο Henry Moore που βρήκαν το νησί ένα δημιουργικό μέρος. Είχε πάει στην Ύδρα για να ξεφύγει από τη γκρίζα καταχνιά του Λονδίνου και να δουλέψει το πρώτο του μυθιστόρημα, “The Favourite Game”, και μια ποιητική συλλογή, “Flowers for Hitler”. Η σχέση του με τη Νορβηγίδα Marianne Ihlen απεικονίζεται στη βιογραφία του Nick Broomfield, με τον τίτλο “Marianne And Leonard”, και το τραγούδι “So Long, Marianne” γράφτηκε γι ‘αυτήν.
Ο τραγουδιστής είχε αποκαλύψει πως ο τίτλος του τραγουδιού, το αδιάβροχο, ήταν κάτι που κάποτε του ανήκε. “Είχα ένα καλό αδιάβροχο τότε, ένα Burberry που πήρα στο Λονδίνο το 1959. Η Elizabeth (η κοπέλα του τότε) νόμιζε ότι έμοιαζα με αράχνη μέσα σε αυτό. Αυτός ήταν ίσως ο λόγος που τελικά δεν πήγε στην Ελλάδα μαζί μου. Απέκτησε μια πιο ηρωική όψη όταν έβγαλα τη φόδρα και πέτυχα τη δόξα όταν τα ξεφτισμένα μανίκια επισκευάστηκαν με λίγο δέρμα. Τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Εκείνες τις μέρες ήξερα πώς να ντύνομαι. Κλάπηκε από το πατάρι της Marianne στη Νέα Υόρκη κάποια στιγμή στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Δεν το φορούσα πολύ στο τέλος”.
Ο Cohen έδωσε ελάχιστες διευκρινίσεις, πιθανώς για να μην απομυθοποιήσει την ανοιχτή, ανεξιχνίαστη φύση του τραγουδιού, αλλά κυρίως επειδή δεν είχε πραγματικά τις απαντήσεις ο ίδιος. “Δεν είναι ότι αντιστάθηκα σε μια ιμπρεσιονιστική προσέγγιση στη σύνθεση τραγουδιών, αλλά ποτέ δεν ένιωσα ότι πέτυχα πραγματικά τους στίχους. Είμαι έτοιμος να παραδεχτώ κάτι στο μυστήριο, αλλά κρυφά πάντα ένιωθα ότι υπήρχε κάτι στο τραγούδι που ήταν ασαφές. Έτσι, είμαι πολύ ευχαριστημένος με μερικές από τις εικόνες, αλλά πολλές από αυτές… Η μελωδία νομίζω ότι είναι καλή, θυμάμαι τη μητέρα μου να την εγκρίνει, θυμάμαι να της παίζω τη μελωδία, στην κουζίνα της, και να τραβά τα αυτιά της με προσοχή ενώ έκανε κάτι άλλο λέγοντας “αυτό είναι ωραίο τραγούδι”. Αισθάνομαι όμως πως ποτέ δεν σφράγισα πραγματικά το τραγούδι”.
