Ο πονοκέφαλος της λίστας είναι μια μουσική πανδημία που επιστρέφει τέτοια εποχή κάθε χρόνο και απαιτεί τον δικό του εξορκισμό. Οι συντάκτες του Soundcheck μάζεψαν τα κουκιά τους και, κάνοντας τον γύρο του μουσικού χρόνου σε μόλις είκοσι άλμπουμ, μας δίνουν την συνολική εικοσάδα των προτιμήσεων. Όχι απαραίτητα οι πιο δημοφιλείς ή οι πιο ιστορικοί δίσκοι, σίγουρα όμως αυτοί που μίλησαν περισσότερο στην καρδιά και στο μυαλό μας, και τελικά κέρδισαν πολύ από τον χρόνο μας.
Αρχίζουμε σήμερα την αντίστροφη μέτρηση από τις θέσεις 20 ως και 17.
20. NICK CAVE & THE BAD SEEDS: “Wild God”
Δεν θα ήταν υπερβολή να χαρακτηρίσει κανείς το φετινό άλμπουμ του Cave με τους Bad Seeds μια σοβαρή ένδειξη ανάρρωσης από το βαθύ πένθος που χαρακτήρισε το “Ghosteen” του 2019, όταν η σοκαριστική απώλεια του ενός γιού του πότισε τη μουσική και τους στίχους. Στο “Wild God” η ομίχλη έχει απομακρυνθεί, παίρνοντας μαζί της τα στοιχειά, και στον ευδιάκριτο ορίζοντα κυριαρχεί συχνά το υγρό στοιχείο. Η μουσική έχει πυκνώσει, και η ολική επαναφορά των γνώριμων συμπαικτών του τραβά την ομάδα μακριά από την έρημη, ambient φύση που κυριάρχησε στο πρόσφατο παρελθόν του. Μαζί με τους δώδεκα λευκούς βρικόλακες, τους μελλοθάνατους, και τα αμέτρητα μικρά βατράχια της ανθρωπότητας με τις στιγμιαίες υπερβάσεις τους, δεν λείπουν και οι αγαπημένοι φίλοι, όπως η φωνή της πρόωρα χαμένης Anita Lane, που ακούγεται να αναπολεί ανατριχιαστικά κάποιες ομορφότερες εποχές.
Ο δημιουργός είπε κάποια στιγμή: “Δεν ξέραμε από την αρχή τι είδους δίσκο κάναμε. Αλλά είμαστε χαρούμενοι στο στούντιο. Ακόμα και όταν είμαστε δυστυχισμένοι, είμαστε κάπως ευτυχισμένοι. Θέλω να πω, δεν είναι ότι είμαστε μίζεροι άνθρωποι. Δεν πιστεύουμε ότι η κατάθλιψη και η δυστυχία είναι καλές για τη δημιουργία μουσικής όπως κάνουν ορισμένες μπάντες. Είμαστε κάπως περήφανοι για την αισιόδοξη σχέση μας με τη μουσική. Μερικές φορές είμαστε δυστυχισμένοι επειδή έχουν συμβεί πράγματα, αλλά δεν ενδίδουμε σε αυτό.
Η ώρα της απελπισίας μου έρχεται όταν γράφω τους στίχους. Όταν είμαι μόνος μου, στο σπίτι, δεν ξέρω τι να κάνω. Βρίσκομαι πραγματικά αντιμέτωπος με τον εαυτό μου, όλες τις αποτυχίες μου και όλα αυτά τα πράγματα που είναι οι περισσότεροι άνθρωποι. Αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι όταν είναι μόνοι τους, δουλεύουν καλλιτεχνικά, έρχονται αντιμέτωποι με τις λιγότερο ελκυστικές πτυχές του εαυτού τους, και μία από αυτές είναι η αίσθηση ότι δεν είναι αρκετά καλοί”.
Διαβάστε την κριτική του άλμπουμ από τον Γιώργο Γεωργίου, εδώ.
19. MOTHER OF MILLIONS: “Magna Mater”
Πέρα από την οποιαδήποτε καλλιτεχνική αξία του τέταρτου άλμπουμ των Αθηναίων progsters, το “Magna Mater” είναι ένα οριστικό άλμα επιβίωσης, μετά την πρόωρη απώλεια του κημπορντίστα Μάκη Τσαμκόσογλου. Μοιάζει με σκληρή ειρωνεία της μοίρας να δοκιμάζεται μια μπάντα με βαθιά βιωματικό χαρακτήρα στην έκφρασή της, από το άμεσο χέρι του θανάτου. Κάπως έτσι, πολλές διαθέσεις μελαγχολίας και πίκρας βρέθηκαν να συμπορεύονται με εκρήξεις οργής και δύναμης. Η πηγαία αυτή εκφραστική ειλικρίνεια εξακολουθεί να συνοδεύεται με συνέπεια από μια απαιτητική προσθήκη μεταστροφών, ηχητικών ευρημάτων, εύστοχων αναπλαστικών μελωδιών και μια διαρκή κατάθεση ψυχής από τα φωνητικά του Προκοπίου. Έδωσαν με εμφατικό τρόπο το δικαίωμα τόσο στους εαυτούς τους όσο και όλους εμάς να βεβαιώσουμε πως “η ζωή συνεχίζεται”. Ακόμα και μέσα από σκληρές, συρμάτινες μνήμες.
Ο κιθαρίστας, βασικός συνθέτης και στιχουργός τους Κώστας Κωνσταντινίδης είπε: “Πάντα θέλουμε ο δίσκος να είναι μια ολοκληρωμένη πρόταση, να μην είναι δηλαδή ένα άθροισμα αυτοτελών ιστοριών. Μέσα σε αυτή τη λογική, χωρίς να το εκβιάσουμε, υπάρχουν κάποια μικροδάνεια μουσικά και στιχουργικά. Υπάρχει το concept, αλλά θέλαμε να δούμε που θα μας πάει η μουσική αυτή τη φορά. Υπήρχε η ιδέα, η γενική αίσθηση, έτσι όταν ολοκληρώσαμε τη μουσική και άρχισα να γράφω τους στίχους, προέκυψε η ιδέα αυτού του concept, που έχει να κάνει με τη διαχείριση των συναισθημάτων, σαν γεωγραφία, σαν ένα νοητό μέρος στο οποίο πηγαίνουμε να τα επεξεργαστούμε.
Οτιδήποτε στο μυαλό του καθένα μπορεί να λειτουργήσει σαν καταφύγιο, για να επεξεργαστεί τα συναισθήματα. Αυτή ήταν η βάση από την οποία ξεκίνησε η φαντασία μας, η ιστορία του δίσκου. Το “Magna Mater” είναι ένα είδος θεότητας, μια προβολή της ανθρώπινης φαντασίας περισσότερο παρά μια συντεταγμένη θρησκεία.”
Διαβάστε την κριτική του άλμπουμ από τον Γιώργο Καπετανόπουλο, εδώ.
18. JACK WHITE: “No Name”
Ο Jack White είναι από εκείνους τους καλλιτέχνες που αλιεύουν ακόμα και τις αναγωγές τους στην κλασική rock παράδοση. Χωρίς σκοπιμότητα, έχει αυτή την αυτοματοποιημένη εμπιστοσύνη στους κύκλους της μουσικής, που επαναφέρουν με τις ευλογίες της νοσταλγίας τις παγκόσμιες σταθερές της. Φέτος, στον έκτο προσωπικό του δίσκο, η μούσα της έμπνευσης στάθηκε γενναιόδωρα φιλική στις αγαπημένες του συντεταγμένες. Το άλμπουμ προέκυψε αρχικά σαν ένα ανώνυμο άλμπουμ που δόθηκε δωρεάν στην αλυσίδα των δισκοπωλείων του, πριν βρει το δρόμο του για streaming, και μοιάζει με ξεχασμένο δίσκο των White Stripes. Τα μοντέρνα ριφ του Jack μεταφέρουν το παραδοσιακό blues rock μαζί με punk αναθυμιάσεις, το garage rock είναι πάντα εκεί, και τα βροντερά τύμπανα σπρώχνουν το αποτέλεσμα συχνά στη γειτονιά των μυθικών Zeps. Το πάλαι ποτέ δημοφιλές παιδί του blues και του punk επέστρεψε με μια έκπληξη που ήταν σχεδόν οικογενειακή υπόθεση, με τη συνδρομή της γυναίκας του και της κόρης του.
Ο Jack White είπε: “Ξυπνάω το πρωί, πίνω καφέ και κοιτάζω έξω από το παράθυρο, και σκέφτομαι αυτή τη φράση που έγραψα πριν από τρία χρόνια, πριν από έξι χρόνια. Και εκεί ήταν το κεφάλι μου για κάποιο λόγο… Δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά η κατάσταση του κόσμου τώρα. Η κατάσταση του Διαδικτύου τώρα, η κατάσταση της pop κουλτούρας τώρα, και πόσο εύθραυστη και αναλώσιμη αλήθεια έχει γίνει. Αλλά αυτή είναι η εικασία μου. Δεν καθόμουν και σκόπευα να το πω αυτό. Απλώς βγαίνει και προσπαθείς να φύγεις από τη μέση. Έχω την αίσθηση ότι η αλήθεια έχει γίνει γνώμη αυτές τις μέρες.
Δουλεύοντας σε αυτά τα τραγούδια φέτος, ήθελα απλώς το άλμπουμ να είναι σκόνη στο εξώφυλλο και να μην έχει όνομα. Αυτό ήταν ακριβώς το αντίθετο από αυτό που μόλις είχα κάνει.”
Διαβάστε την κριτική του άλμπουμ από τον Σταύρο Βλάχο, εδώ.
17. ULVER: “Liminal Animals”
Οι Νορβηγοί μουσικοί εξερευνητές έζησαν μέσα στο 2024 την πικρή απώλεια του μακροχρόνιου συνοδοιπόρου τους Tore Ylwizaker. Παράλληλα, διατήρησε τη συνέπεια της και μας τροφοδότησε σταδιακά με νέα singles, τα οποία μέχρι το τέλος Νοεμβρίου συναρμολόγησαν το νέο τους άλμπουμ. Έχοντας να κάνουμε με μια μουσική κολεκτίβα χωρίς όρια και φραγμούς, η πρόσφατη κατάθεσή τους έχει σαν κυρίαρχη βάση το synthwave, το οποίο βέβαια κόβεται και ράβεται μέσα στο δικό τους πολύτιμο εργαστήρι. Οι Νορβηγοί μας ξεναγούν σε ένα φιλμ εσχατολογικών εικόνων, με βιβλικές αναφορές και καυστικούς υπαινιγμούς για την αγιάτρευτη ανθρώπινη ανοησία και αλαζονεία, που οδηγεί στην επανάληψη των ίδιων λαθών ως το τραγικό τέλος. Είναι δύσκολο να παραβλέψει κανείς την ψυχρή ειρωνεία που αναδύουν όλες οι αέρινες φωνητικές μελωδίες που ξεδιπλώνουν τις σκιές, την τρέλα και το φόβο για το ανθρώπινο είδος. Με την τελική σφραγίδα του υπέροχου 11λέπτου “Helian (Trakl)” , ενός υποβλητικού επικού ποιήματος με μια ανησυχητική, διφορούμενη γαλήνη, η θέση του δίσκου για τα βράδια του χειμώνα είναι σίγουρη υπόθεση.
Ο Kristoffer “Garm” Rygg είπε: “Λοιπόν, όλα έχουν νόημα, τα πράγματα που κάνουν οι άνθρωποι, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Αλλά ναι, θα έλεγα ότι πάντα είχαμε έναν σκοπό πέρα από την απλή δημιουργία μουσικής. Είναι προφανώς για τους ανθρώπους, αλλά τελικά είναι εξίσου σπουδαίο και για εμάς. Από πολλές απόψεις βλέπω τα άλμπουμ μας σχεδόν σαν βιβλία ή μυθιστορήματα, θα υπάρχουν πολύ καιρό αφότου φύγουμε και θα κριθούμε από αυτά, ξέρετε.
Όσο μεγαλώνεις αλλάζεις και αποκτάς νέα ενδιαφέροντα. Και μπορεί να χάσεις και κάποια ενδιαφέροντα, ξέρεις. Και θα γνωρίσεις και θα παίξεις με νέους ανθρώπους και αυτό προφανώς σε ενημερώνει και σου ανοίγει νέες δυνατότητες. Όσον αφορά το στούντιο και την τεχνολογία, νέα και συναρπαστικά πράγματα συμβαίνουν συνεχώς, επομένως είναι μια γραμμική καμπύλη που πηγαίνει κάπου, δεν ξέρω πού. Πιθανά, στον τάφο τελικά.”
Διαβάστε την κριτική του άλμπουμ από τον Γιώργο Γεωργίου, εδώ.