Μου φαίνεται πραγματικά αλλόκοτο να κάθομαι να γράφω κάποιες γραμμές για έναν μεγάλο μουσικό που πρόκειται να επισκεφτεί τη χώρα μας, και την ίδια στιγμή να έχω κατασταλάξει στην άποψη πως δεν επιθυμώ να τον δω ξανά. Από την άλλη, το ευκολότερο δόλωμα για να με αναγκάσει κάποιος να μιλήσω ή να γράψω χωρίς προφανή νέο λόγο, είναι να αναφέρει το όνομα Geoff Tate. Ή Queensrÿche…
Επιχειρώντας να μπω στη θέση κάποιου όψιμου οπαδού της μπάντας και της φωνής του, το μεγαλύτερο εμπόδιο για να κατανοήσει απόλυτα τη σπουδαιότητα και ιδιαιτερότητα του φαινομένου αυτού, είναι η απόσταση από την εποχή. Όταν βιώνεις τη δημιουργική πορεία και εξέλιξη ενός σχήματος ζωντανά, έχεις μια εντελώς διαφορετική εκτίμηση όλων αυτών που γίνονται και τοποθετούνται άμεσα σε κάποια συγκεκριμένα δεδομένα εκείνης της εποχής. Έτσι, για έναν έφηβο των ’80s, η πρώτη επαφή με το “The Warning” ήταν σίγουρα ένα ξάφνιασμα που θα μπορούσε να έχει πολλές αποχρώσεις. Οι πτυχές της ιστορίας που αποκαλύφθηκαν στη διαδρομή ανέδειξαν τον Tate σαν βασικό παράγοντα της ισχυρής διαφοροποίησης του γκρουπ από οποιονδήποτε άλλο τότε.
Ο σπουδαίος τραγουδιστής είχε τα διαφορετικά κρυφά χαρτιά στον χάρτη του metal, και δεν σκόπευε να τα αφήσει αχρησιμοποίητα. Άλλωστε ήταν ένας καλλιτέχνης που ανδρώθηκε μέσα από ισχυρά ερεθίσματα, που συχνά νίκησαν κόντρα σε παγιωμένες τακτικές και παραδόσεις. Η αγαπημένη του Kate Bush, απαιτώντας από νωρίς τον απόλυτο δημιουργικό έλεγχο, έδωσε μια εμφατική κλωτσιά στα αχαμνά της ανδροκρατούμενης, μουσικής βιομηχανίας. Ο εγκεφαλικός Peter Gabriel τόλμησε τη μοναχική πορεία απελευθερώνοντας τα προσωπικά του οράματα, αγνοώντας τη σιγουριά ενός μεγαθήριου της προοδευτικής μουσικής. Η εκκεντρική, συνθετική προσέγγιση των Yes επιβλήθηκε στη μουσική βιομηχανία με νούμερα που δεν κατάφεραν ποτέ να προσεγγίσουν μεγάλοι, ραδιοφωνικοί συνθέτες. Και φυσικά, η ασύγκριτη επιδραστική σκιά των Pink Floyd πέρασε στη σκέψη πολλών ετερόκλητων δημιουργών, γεννώντας όλες τις πιθανές προεκτάσεις που μπορούσε να προκαλέσει. Μέσα στη θάλασσα αυτών των επιδράσεων, και με δεδομένο ένα ανήσυχο πνεύμα, ήταν αδύνατο να μην αφήσει τη δίνη της σκέψης του για την ταραγμένη, μεταβατική εποχή που ζούσε, να καταλάβει τις γραμμές των τραγουδιών τους.
Μπροστά στην ωμή πραγματικότητα του “The Warning”, που κυκλοφόρησε την χρονιά της Οργουελικής προφητείας και απέναντι στη συνηθισμένη ψυχαγωγική προσέγγιση πολλών μουσικών του χώρου, απλωνόταν η ιδανική συγκριτική γέφυρα για την καλλιτεχνική απομόνωση κάθε έφηβου που είχε ισχυρή, εσωτερική φωνή. Ο Tate του έδωσε μια σειρά από προσωπικές αλλά και συλλογικές περιπέτειες να τον βοηθήσουν να πλοηγήσει τις ανησυχίες του. Το χαρμάνι μαζί με μια μουσική επιβλητικά εσχατολογική, αλλά και ταυτόχρονα μέσα από το πρίσμα ενός σχεδόν ανεξέλεγκτου μέλλοντος, ήταν συντριπτικά φρέσκο και βαθύ. Η ερμηνευτική του σκοπιά φρόντισε να προωθήσει μια νέα λογική έκφρασης απέναντι στα στερεότυπα του metal ερμηνευτή, κάτι που φυσικά καθοδηγήθηκε από τα ανάλογα θέματα στους στίχους. Όπως κάθε δημιουργός που σέβεται το έργο του, φρόντισε να μπαίνει και να ζει μέσα σε αυτό, σε μια διαδικασία ρόλων, και αυτό ανέδειξε και έναν ελεγχόμενα θεατρικό ρεαλισμό από το πρώτο, πλήρες έργο τους. Μια από τις σημαντικές στιγμές της φωνητικής του διαδρομής, αποτέλεσε η πολυσχιδής περιπέτεια του συγκλονιστικού “Roads to Madness”, το οποίο σφράγισε μια προφητική παράσταση σε ολόκληρο τον δίσκο. Ναι, οι Queensrÿche ξάφνιασαν, ταρακούνησαν, τράβηξαν την προσοχή, ξένισαν, προβλημάτισαν και εντυπωσίασαν. Αν με έναν μαγικό και μυστικό τρόπο κατάφεραν γρήγορα να επιβάλλουν τις δικές τους κάρτες στις μουσικές εξελίξεις, αυτό καθορίστηκε σε σημαντικό βαθμό από την εντυπωσιακή φωνή του Tate. Πέρα από τα εγκεφαλικά χαρίσματα του δικού του ύφους, ήταν το απίστευτο εύρος του, η καθαρότητα και η δύναμή του που ξεκλείδωσαν αρχικά και τους πιο δύσπιστους, δίνοντας την ευκαιρία να προσεγγίσουν σταδιακά το σύνολο όλων αυτών, που είχαν στην πραγματικότητα να εκτιμήσουν.
Ο Tate ξεχώρισε από την αρχή τις δυνατότητες των ανθρώπων με τους οποίους συνεργάστηκε, ιδιαίτερα το σπάνιο ταλέντο του Chris DeGarmo, με τον οποίο διατήρησε μια δημιουργική αλληλεπίδραση που έσπρωξε το σύνολο μακριά. Το δίπολο αυτό, όσο λειτούργησε, άλλαξε τις συντεταγμένες του «σκληρού», προοδευτικού ήχου. Το πόσο σημαντική υπήρξε η συνύπαρξη των δυο αυτών μουσικών, το αποδεικνύει και η χειρουργική διαχείριση στη φυγή του DeGarmo ακόμα και στα νεφελώδη χρόνια του Tate, όταν τα περιστατικά των σκληρών αντιπαραθέσεων με τα υπόλοιπα μέλη ήταν πιο δημοφιλή από τη μουσική που έκαναν. Μια από τις πιο καλά κρυμμένες σελίδες στο ημερολόγιο του μεγάλου τραγουδιστή, είναι η ρήξη με τον στενό μουσικό του συνεργάτη. Η παρόμοια απέναντι σιωπή του DeGarmo, είναι άλλη μια ένδειξη μιας σπάνιας χημείας που δολοφονήθηκε στις απρόσμενες συνθήκες της μουσικής βιομηχανίας. Σε αυτό το κεφάλαιο της στενής συνεργασίας και ταύτισης, αναλογιζόμενος τις επόμενες απόπειρες να συνυπάρξει με διάφορους δημιουργούς, θα τολμούσα να τον χαρακτηρίσω καλλιτεχνικά «μονογαμικό». Ακόμα και στις αξιόλογες στιγμές του με τους Avantasia, παραμένει αυστηρά εκτελεστικός, σαν πρωταγωνιστής σε ένα “one night stand”, μουσικό περιστατικό. Μετά λοιπόν το μεγάλο ρήγμα που ακολούθησε την πρώτη τους μουσική καθίζηση, με το “Hear In The Now Frontier”, και παρακολουθώντας τα γεγονότα από μια απόσταση διαρκούς απογοήτευσης, υπάρχει για μένα ένας Tate μόνος και δύστροπος, αντιμέτωπος με τον κακό εαυτό του και την πίεση της αναγκαίας συνέχειας, χωρίς ανθρώπους-αντισώματα κοντά του. Αν θεωρώ πως υπάρχει μια ερμηνεία στις άστοχες και μέτριες κυκλοφορίες του, αυτή είναι η καλλιτεχνική του μοναξιά και απομόνωση. Ίσως η ικανότητα στη δημιουργία να είναι και αυτή κάτι σαν μια συνήθεια με συγκεκριμένα δεδομένα που κάνουν την πέτρα να κυλά, και όλα αυτά χάθηκαν το τέλος του 1997. Ο ημιτελής Tate κοίταξε συχνά απέναντί του, όμως δεν υπήρξε αντίδραση.
Ο άλλος κολοσσιαίος αντίπαλος που είναι μόνιμη σκιά του, είναι ο ίδιος του ο εαυτός στη νιότη του. Από τη στιγμή που επέλεξε να πορευτεί με κύριο χώρο δράσης τη σκηνή, επιστρέφοντας στις δόξες του παρελθόντος, τον βρίσκει απέναντί του κάθε φορά. Θα ήταν φυσικά άδικο να διαχειριστεί νέος το μοναδικό του χάρισμα με επιφύλαξη απέναντι στην σκληρή προοπτική του χρόνου. Ήξερε πως οι ριψοκίνδυνες περιοχές του ήταν ένα αναπόφευκτο θέλγητρο για να τραβήξει τα αυτιά του ακροατή και άνοιξε εμφατικά την εποχή των υψίφωνων, φυτεύοντας κλώνους σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Είναι πια μια κληρονομιά πολύ δύσκολη στη διαχείριση σήμερα, όμως ο Tate είναι ο μοναδικός αρμόδιος να επιλέξει τα προσωπικά του στοιχήματα.
Όσο δύσκολος και πολύπλοκος άνθρωπος και αν παραμένει, είναι ευδιάκριτο πως τα τελευταία χρόνια κυνήγησε διπλωματικά μια κατάσταση προσωπικής ειρήνης και ηρεμίας, αποφεύγοντας τις πολώσεις. Στρογγύλεψε αισθητά τις συνεντεύξεις του και τις αναφορές του στις «καυτές πατάτες» του παρελθόντος, και ακολούθησε μια μακροχρόνια αποχή από τη σύνθεση, επιλέγοντας συνεργάτες που τον συνοδεύουν στη σκηνή, μάλλον βολικούς στη διαχείριση. Απέναντι σε οτιδήποτε μπορεί πιθανά να ψαλιδίσει λίγο από τον μύθο του, παραμένει μια από τις πιο χαρισματικές και καταλυτικές μορφές πίσω από το μικρόφωνο της μουσικής μας.
Σε μια χρυσή και μαγική ιστορία που γράφτηκε προορισμένη να απασχολήσει εκατομμύρια ανθρώπους, επιμένω να τον συναντώ στα παλιά, «σκονισμένα βασίλεια», με τις σειρήνες να τραγουδούν ακόμα τραγούδια αμφιβολίας.