1000MODS: “Cheat Death”

ALBUM

Πρώτη μου επαφή με τη μουσική των 1000mods, είχε γίνει την εποχή που άνοιγαν τη συναυλία των Graveyard στο Gagarin, πίσω στο 2013. Το ντεμπούτο album τους ‘Super Van Vacation’ είχε σκάσει δυο χρόνια νωρίτερα, δημιουργώντας ντόρο γύρω από το όνομα τους στην τοπική stoner σκηνή. Βλέποντάς τους live εκείνο το βράδυ, θεωρώ ότι με χαρακτηριστική άνεση έριξαν στο καναβάτσο τους αγαπημένους μου Σουηδούς, καθώς η απόδοση τους ξεχώρισε εμφανώς. Από τότε τα χρόνια πέρασαν και η παρέα από το Χιλιομόδι Κορίνθου μεγάλωσε το όνομα της με τα επόμενα δύο album και τις ασταμάτητες συναυλίες σε κάθε γωνιά της υφηλίου.

Για να φτάσουμε στο τέταρτο album ‘Youth of Dissent’, όπου για πρώτη φορά στήθηκε ένα debate από τους ακροατές τους, σχετικά με τη μουσική του κατεύθυνση. Οι διάχυτες επιρροές του grunge και alternative rock, ξένισαν σε αρκετούς οπαδούς του πρώιμου ήχου τους. Εκείνη την εποχή μάλιστα η μπάντα είδε τις οικονομικές θυσίες της ώστε να το ηχογραφήσει στα διάσημα London Bridge Studio και Studio Litho του Seattle, να πηγαίνουν σχεδόν στράφι, λόγω της πανδημίας που ντεμπουτάρισε μαζί με το album. Μέσα σε όλα αυτά, ήρθε στις αρχές της χρονιάς και η αποχώρηση του Γιάννη, ενός εκ των Διόσκουρων στις κιθάρες, για να ζορίσει την κατάσταση. Τα τέσσερα χρόνια χρόνια που μεσολάβησαν όμως από τον προηγούμενο δίσκο, δεν έμειναν άπραγοι. Τουναντίον, με τη λήξη των περιορισμών ξεχύθηκαν στις σκηνές κάνοντας αυτό που ξέρουν καλύτερα, να δίνουν ζεματιστά live.

Ήρθε λοιπόν η ώρα του πέμπτου τέκνου, με το χαρακτηριστικό τίτλο ‘Cheat Death’, να φέρει τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση. Οι 1000mods επιβεβαιώνουν πλέον ότι δεν είναι η αμιγώς stoner και Kyuss-oriented μπάντα που μας συστήθηκε με τα πρώτα της βήματα. Απλώνουν περισσότερο τον ήχο τους, τον διευρύνουν εξερευνώντας νέα χωράφια και προσθέτουν στοιχεία που δείχνουν προοδευτική νοοτροπία και αντίληψη περί μουσικής. Μάλιστα όλο αυτό μου βγάζει αλήθεια και ντομπροσύνη. Αν είχαν ακούσει τις φωνές γύρω τους και δεν ήθελαν να σπάσουν άλλα αυγά, θα έκαναν μια safe επιστροφή στον ήχο που τους χάρισε την επιτυχία. Πόσο τίμιο θα ήταν όλο αυτό όμως, αν οι ίδιοι δεν το ένιωθαν; Το heavy rock παραμένει ο κορμός στο ‘Cheat Death’, αλλά παραμερίζει λίγο τη θολούρα της ερήμου, καλωσορίζοντας τη Sabbath-ική ομίχλη. O βορράς της πυξίδας τους δείχνει Birmingham, αλλά στην πορεία λοξοδρομούν και προς punk – alternative rock μονοπάτια.

Το ξεκίνημα δυνατό με το ‘Overthrown’, με το εναρκτήριο riff να κουβαλά τις διδαχές του αριστερόχειρα Μουστάκια. Τα φωνητικά του Dani αμέσως κάνουν αίσθηση, ως τα καλύτερα που έχουμε ακούσει σε δίσκο τους. Στο δεύτερο solo της κιθάρας του Γιώργου θα συναντήσεις και ένα μικρό φόρο τιμής στο ‘The Clansman’ των Iron Maiden. Στα backing vocals ακούμε επίσης την Amie των Godsleep, ενώ η πανδαισία από σολίδια εγγυάται ασταμάτητο headbanging στις επερχόμενες συναυλίες. Ωραία αρχή! Το punk rock παίρνει τα ηνία στα ‘The One Who Keeps Me Down’ και ‘Götzen Hammer’ που ακολουθούν. Μάλιστα στο δεύτερο παίζει μαζί τους και ο Γιάννης στη δεύτερη κιθάρα, ενώ ακούμε και τη φωνή της Api των Frenzee. Δεν με ενθουσίασαν, αλλά τους αναγνωρίζω ότι έχουν τσαμπουκά και νεύρο. Έρχεται όμως το ‘Astral Odor’ να μας επαναφέρει στο καλοπαιγμένο και βαρύ heavy rock που δοξάζει τους προπάτορες και ευφραίνει τα αυτιά μας.

Το ‘Love’, φέρει την αύρα του νέου τους ήχου. Ρίχνει την ένταση, ακούγεται περισσότερο ‘ραδιοφωνικό’, αλλά θα κολλήσεις με το όμορφο refrain του. Άσε που το hammond που το συνοδεύει υποδόρια, δένει απόλυτα με το κομμάτι. Το μπάσο στην αρχή του ‘Speedhead’ υποκλίνεται στους Motörhead, κι αυτό μόνο ως θετικό λογίζεται. Ακολουθεί το ‘Misery’ όπου το alternative rock συναντιέται με τους Metallica περιόδου ‘Load – Reload’ και τα NWOBHM σόλο. Η μελαγχολία του πανέμορφου ορχηστρικού διαλλείματος που ακουεί στο όνομα ‘Bluebird’, γίνεται εντονότερη χάρη στο τσέλο του Νίκου Βελιώτη. Πολύ ευχαριστήθηκα το ομότιτλο τραγούδι. Ρυθμικό, γρήγορο, σου μένει από την πρώτη ακρόαση. Ο δίσκος κλείνει ιδανικά με το επικό ‘Grey, Green Blues’. Μακρόσυρτο ψυχεδελικό blues, με σπαραχτικά φωνητικά από τον Dani και το hammond να κάνει κι εδώ αισθητή την παρουσία του. Ο Γιώργος ίσως έχει γράψει μερικές από τις καλύτερες κιθάρες του σε αυτό το album, ενώ στο συγκεκριμένο κομμάτι δίνει τα ρέστα του. Θέλει κεριά, θέλει απομόνωση, θέλει αφοσίωση και θα σε ανταμείψει στον απόλυτο βαθμό αυτή η τραγουδάρα.

Σημαντική αναφορά πρέπει να γίνει και στο Λάμπρο, ο οποίος έχει εξελιχθεί σε έναν από τους καλύτερους drummer της σκηνής, ενώ extra credits ανήκουν στην Εύα Μούρτζη για το όμορφο εξώφυλλο. Η παραγωγή αντάξια του περιεχομένου, αποτέλεσμα της σύμπραξης της μπάντας για ακόμα μια φορά με τον σημαντικό παραγωγό Matt Bayles (Pearl Jam, Mastodon, Isis μεταξύ άλλων). Το μόνο σίγουρο είναι ότι το debate ανάμεσα στους πρωτοδισκάκηδες, τους πιουρίστες και τους οπαδούς της πρώτης τριάδας δίσκων, θα συνεχιστεί. Όλα δείχνουν ότι θα αφήσουν κι άλλους πίσω τους, με τη γραμμή πορείας που χάραξαν, ενώ αντιστρόφως θα ακολουθήσουν άλλοι τόσοι τη νέα τους πρόταση.

Το ευτύχημα είναι ότι μέσα από τις δυσκολίες που συνάντησαν, ξεγέλασαν το “θάνατο”, στάθηκαν όρθιοι και ακούγοντας τη φωνή μέσα τους, έφτιαξαν μουσική γεμάτη ψυχή και αλήθεια. Από μεριάς μου, θα ξανανέβω στο βανάκι τους και θα τους ακολουθήσω ανεπιφύλακτα.


Είδος: Heavy rock
Δισκογραφική: Ouga Booga and the Mighty Oug Recordings
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 8 Νοεμβρίου 2024


Website
Facebook
Bandcamp

Avatar photo
About Γιώργος Μπατσαούρας 229 Articles
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ιερή Πόλη Μεσολογγίου, ενώ τα προεφηβικά του χρόνια τα πέρασε αντιγράφοντας ραδιοφωνικές εκπομπές και μουσικά albums σε ενενηντάρες TDK κασέτες. Ο ουρανός έπεσε στο κεφάλι του όταν πρωτοάκουσε το Use Your Illusion II των Guns N’ Roses και είδε το video της live εκδοχής του Child in time στο κρατικό κανάλι. Τα πρώτα του χαρτζιλίκια τα επένδυσε στα τοπικά δισκοπωλεία αγοράζοντας δίσκους (και από το εξώφυλλο μόνο…), ενώ με το πέρασμα του χρόνου τα μουσικά του ακούσματα επεκτάθηκαν over the rainbow σε περισσότερα hard rock, metal και desert μονοπάτια. Με τα ηχεία στα αυτιά και το κάθε είδος rock μουσικής στο κεφάλι αντιμετώπισε τις πραγματικές θαλασσοταραχές, αλλά και αυτές της ζωής. Τα hobbies του πέρα από το αδυσώπητο κυνήγι συναυλιών, αποτελούν τα ταξίδια μέσα από τις σελίδες του Ανυπότακτου Γαλάτη, του θαυμαστού κόσμου του Τόλκιν και των βιβλίων ιστορίας καθώς και η χωρίς ντροπή κατανάλωση b-movies με νεκροζώντανους. Στο τέλος της ημέρας επαναλαμβάνει σαν προσευχή τα λόγια του θείου Lemmy ‘’The Chase Is Better Than the Catch’’ και προσπαθεί την επόμενη να τα κάνει πράξη...