Το πρώτο άλμπουμ των thrashers από το Bay Area μας γυρίζει φυσιολογικά πίσω στο 1983, και στο ξεκίνημα της μπάντας. Με αφετηρία το Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνια, ξεκίνησαν με το όνομα Legacy. Τα ιδρυτικά μέλη ήταν οι κιθαρίστες Eric Peterson (ο άνθρωπος που έχει ζήσει το κάθε βήμα στη διαδρομή του σχήματος), και ο Derrick Ramirez. Την πρώτη σύνθεση ολοκλήρωναν ο τραγουδιστής Steve “Zetro” Souza, ο μπασίστας Greg Christian, και ο ντράμερ Mike Ronchette. Ο Ramirez αποχώρησε σύντομα, για να αντικατασταθεί από τον εκπληκτικό Alex Skolnick.
Η συγκεκριμένη ομάδα ηχογράφησε το ιστορικό ομότιτλο demo το 1986, που περιείχε τέσσερα τραγούδια, και αμέσως μετά επήλθαν αλλαγές προσώπων. Ο Louie Clemente αντικατέστησε στο drumset τον Ronchette, ενώ ο Souza δέχτηκε την πρόταση των Exodus να αναλάβει το μικρόφωνό τους. Ο ίδιος πρότεινε τον Chuck Billy σαν τον ιδανικό αντικαταστάτη του. Εκείνο τον καιρό ο Souza έκανε παρέα με τον μικρό αδερφό του Billy, και περνούσε αρκετό χρόνο στο σπίτι τους. Τα δυο αδέρφια είχαν μια μπάντα με το όνομα Rampage, με εμφανώς περισσότερο punk ύφος, παίζοντας και διασκευές των Plasmatics και των Dead Kennedys, κάπως απομακρυσμένοι από τις επίκαιρες μουσικές εξελίξεις στην περιοχή.
Ο Souza έδωσε στον Billy το τηλέφωνο του Peterson, και αυτός του τηλεφώνησε σε μια χρονική στιγμή που η μπάντα δεν είχε προλάβει καν να αρχίσει να σκέφτεται για τον αντικαταστάτη. Έκανε μια πρόβα μαζί τους, και προφανώς άρεσε, έτσι του ζήτησαν άμεσα και μια δεύτερη ακρόαση. Μετά και από αυτή, του είπαν πως έμενε μόνο η έγκριση της δισκογραφικής εταιρείας. Η Megaforce, η εταιρεία-καταλύτης εκείνη την εποχή, του εμβληματικού Jon Zazula και της γυναίκας του Marsha, που είχε ήδη εκτιμήσει άμεσα το ταλέντο των Metallica και των Anthrax, ζήτησε να κάνουν με τον Billy ένα demo τριών τραγουδιών σε ένα τοπικό στούντιο. Ηχογράφησαν τα “Over the Wall”, “Burnt Offerings” και “Raging Waters”, έστειλαν την κασέτα στον Jon, και ο Billy έγινε επίσημα ο νέος τραγουδιστής τους.
Ο Jon τους πρότεινε για παραγωγό τον Alex Perialas, και όλοι τους λάτρευαν το “Speak English or Die” των S.Ο.D. που είχε ηχογραφήσει ο Perialas, έτσι ενθουσιάστηκαν με την προοπτική. Έπρεπε όμως να μετακομίσουν για μερικές εβδομάδες από την ηλιόλουστη California στην παγωμένη Ithaca της Νέας Υόρκης. Το πολύ χιόνι και οι απαγορευτικές θερμοκρασίες τους κράτησαν όμως κλεισμένους στο στούντιο του Perialas, το “Pyramid Sound”, δουλεύοντας μεθοδικά για το άλμπουμ για έξι εβδομάδες.
Ο Billy είχε στο μεταξύ ακόμα το εμπόδιο να ενταχθεί απόλυτα στο συγκεκριμένο ύφος της μπάντας, αλλά και να συμφιλιωθεί με τις αυστηρές απαιτήσεις του προγράμματος μιας επαγγελματικής ηχογράφησης. Τα κατάφερε όμως εξαιρετικά. Το φωνητικό του στυλ είχε μια παρόμοια προσέγγιση άλλωστε με αυτό του Souza, αν και το συγκρότημα ήταν εμφανώς πιο μελωδικό συγκριτικά με το κοντινό του παρελθόν. Η επιθετικότητα όμως ήταν κυρίαρχη και σε αυτούς, και με τη σημαντική καθοδήγηση του Peterson προσαρμόστηκε ομαλά σε όλες τις απαιτήσεις. Αγνόησε ακόμα και την πραγματικότητα πως σχεδόν όλο το άλμπουμ είχε γραφτεί πριν την έλευσή του. Ο Peterson είχε γράψει όλα τα τραγούδια, με τον Souza να συμμετέχει σε τέσσερα από αυτά, ενώ ο Billy ασχολήθηκε μόνο με το “Do or Die”. Είχε ήδη όμως συμβιβαστεί με το γεγονός πως θα τραγουδούσε τους στίχους κάποιου άλλου, από τη στιγμή που διεκδίκησε τη θέση στο μικρόφωνο. Ουσιαστικά, η διαδικασία ηχογράφησης του άλμπουμ ήταν μια δυνατή προετοιμασία για το επόμενο έργο τους, το “The New Order”, που θα έβρισκε την παρέα να δουλεύει με όλους τους κυλίνδρους της. Άλλωστε, τα περισσότερα από τα τραγούδια του “The New Order” γράφτηκαν στο δρόμο με μια ακουστική κιθάρα, στο πίσω μέρος του λεωφορείου της περιοδείας. Ήταν όμως πια πανέτοιμοι γι’ αυτό, από εκείνες τις χρήσιμες ημέρες στο στούντιο της Ithaca.
Και αν οι κλιματολογικές συνθήκες στην Ithaca τους κράτησαν σημαντικά επικεντρωμένους στη δουλειά, οι πειρασμοί δεν έλειπαν σε μια κυρίως πόλη κολεγίων με αμέτρητα μπαρ στην περιοχή. Δεν τους έλειψαν τα περιστασιακά πάρτι, και ο Billy ηχογράφησε εμφανώς μεθυσμένος μετά από ένα από αυτά, τα φωνητικά για το “Reign of Terror”. Το τραχύ αποτέλεσμα, που είχε μια δόση death metal μέσα του, ίσως να ήταν τελικά ο λόγος που κράτησε το τραγούδι εκτός άλμπουμ, για να καταλήξει b’ side στο single “Trial by Fire”.
Το τελευταίο εμπόδιο που έμενε να ξεπεραστεί πριν την επίσημη κυκλοφορία του δίσκου, ήταν το όνομα της μπάντας. Το ήξεραν πριν καν μπουν στο στούντιο πως έπρεπε να αλλάξουν όνομα, καθώς υπήρχε ήδη μια μπάντα με το όνομα Legacy, μάλλον μια jazz μπάντα, είχαν προσαρμοστεί με το δεδομένο αυτό, έπρεπε όμως να επιλέξουν άμεσα ένα νέο όνομα. Η πρόταση για το όνομα “Testament” δεν ήρθε τελικά από κάποιο μέλος της μπάντας, αλλά από τον Billy Milano των S.O.D., ο οποίος κάλεσε τον Jon Zazula και του πρότεινε αυτή την ιδέα. Ήταν όλοι τους θετικοί από την αρχή, και όταν ο Peterson άρχισε να σχηματίζει ένα προσχέδιο για το νέο λογότυπο, το θέμα είχε κλείσει. Σε αυτό έπαιξε ρόλο το γεγονός πως οι δυο λέξεις, “legacy” και “testament” είχαν μια προφανή συγγένεια. Ονόμασαν όμως το άλμπουμ “The Lergacy” γιατί ήθελαν πραγματικά να διατηρήσουν τη σχέση αυτή, και όσα προηγήθηκαν με κάποιο τρόπο σύνδεσης.
Το άλμπουμ κυκλοφόρησε στις 21 Απριλίου του 1987 και έβαλε το συγκρότημα για τα καλά στο χάρτη των μουσικών εξελίξεων. Υπήρχε η χρυσή ευκαιρία να ανοίξουν άμεσα την πόρτα της ελίτ, αλλά οι ίδιοι θυμούνται τη συγκυρία αυτή σαν μια εποχή ελπίδας αλλά όχι και δικαίωσης. Μην έχοντας συχνά το απαραίτητο timing, που ρυθμίζει πολλά στη μουσική βιομηχανία, οι Testament μπορεί να μην μπήκαν ποτέ στο τυπικό “Big Four” σχήμα, αλλά παρέμειναν μια σπουδαία αυθεντική δύναμη της σκηνής αυτής. Το “The Legacy”είναι πια ένα κλασικό, ιστορικό thrash άλμπουμ, έχοντας σημαδέψει τη διαδρομή τους στις σκηνές του κόσμου με τραγούδια όπως τα “Over the Wall”, “Do or Die”, και “Apocalyptic City”.
Με το πέρασμα των χρόνων, κρίνοντας οι ίδιοι πως οι ηχογραφήσεις υπέφεραν σαν αποτέλεσμα, ζήτησαν από την Atlantic, που είχε στο μεταξύ αποκτήσει τα δικαιώματα στον κατάλογο της Megaforce, τις ταινίες για να μπορέσουν να δουλέψουν σε βελτιώσεις, όμως η εταιρεία αρνήθηκε. Στο άλμπουμ του 2001, “First Strike Still Deadly”, ηχογράφησαν ξανά τέσσερα τραγούδια από το “The Legacy”, τα “Burnt Offerings”, “The Haunting”, “Alone in the Dark”, και “Over the Wall”, σε νέες βαρύτερες εκτελέσεις, καθώς η Atlantic απαγόρευσε και την πιθανότητα νέων remix.
Το “The Legacy” , πέρα από την καλλιτεχνική και ιστορική του αξία για τον ευρύτερο χώρο του σκληρού ήχου, είναι και ένα κατώφλι εξελίξεων και ζυμώσεων μιας συναρπαστικής εποχής, και το πρώτο δείγμα του εκπληκτικού ταλέντου του Skolnick μόλις στα 19 του χρόνια.