Κάπου στο 2003, στα προάστια του Milton Keynes, ο κιθαρίστας Acle Kahney συμμετέχει σε διάφορα φόρουμ ανταλλαγής μουσικών ιδεών και απόψεων ενός κοινού που πρωταρχικά έχει εκτιμήσει με το παραπάνω φρέσκιες ιδέες και νέους ήχους από γκρουπ όπως οι Meshuggah και οι Textures.
Μέσω τέτοιων κοινοτήτων του διαδικτύου, και με βασικό κριτήριο την ταύτιση σε ανάλογες μουσικές απόψεις, ο Acle βρίσκει με προσοχή τους μουσικούς του συνοδοιπόρους και μέχρι το 2006, η σύνθεση του γκρουπ περιλαμβάνει επίσης τον μπασίστα Amos Williams, τον ντράμερ Jay Postones και τον κιθαρίστα James Monteith.
Ο μύθος λέει πως ο ήρωάς μας παρακολούθησε ένα βράδυ μια πραγματικά άθλια ταινία με τον τίτλο “Cube 2: Hypercube”. Βρίσκοντας την τελευταία λέξη ενδιαφέρουσα (σίγουρα περισσότερο από την ταινία), κατέφυγε σε μια μηχανή αναζήτησης και ένα από τα αποτελέσματα ήταν ο όρος “tesseract”. Αυτό ήταν. Με δεδομένη την αγάπη για τις επιστήμες, όλοι τους ήταν ένθερμοι υποστηρικτές οραματιστών όπως οι Stephen Hawkins, Brian Greene, Michio Kaku. Πέρα από τη δεκτικότητα στο όνομα αυτό, αργότερα επηρεάστηκαν και στη σύνθεση της μουσικής, από τέτοια θέματα και ιδέες.
Τα πρώτα τους τραγούδια, σε μορφή demo, άρχισαν να κυκλοφορούν στο διαδίκτυο. Τα φωνητικά καθήκοντα είχε αναλάβει τότε ο Γάλλος Julian Perrier, και όλα γίνονταν online, χωρίς τη δυνατότητα της άμεσης συνεργασίας λόγω της απόστασης. Αυτός γίνεται και ο κύριος λόγος της λήξης της συνεργασίας μαζί του. Ο αντικαταστάτης του, Abisola Obasanya, προλαβαίνει απλά να δώσει τη φωνή του σε ένα demo 4 τραγουδιών που κυκλοφορούν το 2007. Το line up σταθεροποιείται ουσιαστικά το καλοκαίρι του 2009, με τον ερχομό του Daniel Tompkins, έστω και αν η θέση πίσω από το μικρόφωνο θα αποδειχτεί, για κάποια χρόνια ακόμα, πραγματική μαύρη τρύπα.
Το γκρουπ έχοντας εξασφαλίσει μια συμφωνία με τη Century Media, επεξεργάζεται ξανά το υλικό του, προσεγγίζοντας την οριστική μορφή για το ντεμπούτο τους, που είχαν σαν στόχο να κυκλοφορήσει μέσα στο 2010. Η εταιρία μετατοπίζει την κυκλοφορία για τον επόμενο χρόνο, και για την επικείμενη περιοδεία τους στην Αμερική με τον Devin Townsend, κυκλοφορεί το EP “Concealing Fate”, μια φιλόδοξη σουίτα σε έξι μέρη, ουσιαστικά για να μπορούν να πάρουν κάτι μαζί τους και να πουλήσουν δική τους μουσική.
Τελικά το “One” που αποτελεί και το επίσημο ντεμπούτο των “Tesseract” κυκλοφορεί στις 22 Μαρτίου του 2011. Τα έξι μέρη του “Concealing Fate” μαζί με άλλα έξι αυτόνομα τραγούδια δείχνουν από νωρίς ένα ισχυρό προσωπικό στοιχείο και μια φλέβα αυτοδυναμίας. Πέρα από τις σκιές των επιδράσεων, που μοιραία τους κατέταξαν στους πρωτοπόρους του περιβόητου “djent”, η ευρηματικότητα και η επιμονή στις σχηματοποίηση ιδιαίτερων ήχων και ατμόσφαιρας, αλλά και τα σπουδαία φωνητικά του Tompkins που μπορούσαν να διασχίσουν την απόσταση από την οργή και την έκρηξη, ως την τρυφερότητα ή τη μελωδία των υψηλών τόνων, τους ξεχώρισαν από τον σωρό.
Η πολυπλοκότητα της μουσικής που συχνά συμβαδίζει με την απόκοσμη μελωδικότητα, συμπορεύεται ταιριαστά και με θέματα εσωτερικά. Το βασικό θέμα που μάλλον καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του άλμπουμ είναι η σταδιακή ένταξη στη ζωή, η διαδρομή με τη συνειδητοποίηση, αυτό το πέρασμα με το όχημα του χρόνου πάνω από βιώματα και διαρκείς αντιλήψεις. Η ύπαρξη του κακού σαν ζήτημα είναι έντονη επίσης, όπως και η αναζήτηση αν κάποιος γεννιέται κακός. Υπάρχουν αρκετές σκοτεινές γωνιές στο άλμπουμ, ενώ η εξέταση του κακού έχει περιστασιακά και το οικολογικό της πρίσμα σε σχέση με τη φύση και τη φθορά που γεννά ο άνθρωπος στο φυσικό του σπίτι.
Όσο κι αν ο καρπός του “One” σαν δημιουργία υπήρχε ήδη για κάποια χρόνια, ενώ ακόμα και η ηχογράφησή του είχε ολοκληρωθεί από το 2009, η εντύπωση μιας φρέσκιας δύναμης στον ευρύτερο χώρο της σκληρής προοδευτικής μουσικής δημιούργησε μια έντονη αίσθηση, και το γκρουπ αγκαλιάστηκε άμεσα από ετερόκλητες ομάδες κοινών, ιδιαίτερα στην πατρίδα τους.
Μέσα στην ευδαιμονία και μετά την περιοδεία στο Νησί που ακολούθησε, έρχεται το σοκ της ξαφνικής αποχώρησης του Daniel Tompkins. Ο ίδιος δηλώνει τόσο κουρασμένος από τις περιοδείες και τα ταξίδια, όσο και μάλλον ασύμβατος με την τροπή της μουσικής εξέλιξης, ενώ επικαλείται και προσωπικές προτεραιότητες. Σύντομα, θα προσχωρήσει στις τάξεις των συγγενών ηχητικά, Ινδών Skyharbor, ενώ θα διευρύνει το πεδίο του και με άλλα ταυτόχρονα μουσικά projects.
Οι υπόλοιποι αναζητούν άμεσα τον αντικαταστάτη του, μέσα στην πληθώρα επιλογών που μπορεί να προσφέρει το διαδίκτυο. Ένας φίλος του James Monteith που έπαιζε στους The Safety Fire, του σύστησε τον Elliot Coleman, έναν Αμερικανό τραγουδιστή. Αφού άκουσαν όλοι κάποια δείγματα και εντυπωσιάστηκαν από τη ζεστή και με soul υφή φωνή του, ο Amos του έστειλε ένα e-mail και του πρότεινε να προσχωρήσει στο σχήμα. Σίγουρα δεν ήταν και η πιο βολική επιλογή, αλλά από τη στιγμή που πίστευαν στη φωνή του, είχαν συνηθίσει στις συνεργασίες από απόσταση.
Με το EP “Perspective”, που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2012, οι Tesseract συστήνουν τη φωνή του Coleman στο ακροατήριό τους. Το μίνι άλμπουμ περιλαμβάνει ακουστικές αποδόσεις των “Perfection” και “Origin” από το “Concealing Fate”, και του “April”, μια διασκευή του “Dream Brother” του Jeff Buckley (μια επιλογή που συνήθιζαν και με τον Dan), και μια εναλλακτική εκτέλεση του “Eden”. Η ιδέα βασίστηκε σε ένα σύντομο ακουστικό live που είχαν κάνει ένα χρόνο νωρίτερα για ένα ραδιόφωνο στο Brooklyn. Η επιλογή των τραγουδιών έγινε με το κριτήριο να επιλεγούν κάποια με ενδιαφέρουσες και βολικές μελωδίες, αποφεύγοντας τα περισσότερο ατονικά μέρη, ενώ η συνδρομή του φίλου τους Aidan O’ Brien των Shadowboxer στο πιάνο (που αργότερα θα αποτελέσει αναπόσπαστο και σημαντικό συνεργάτη τους), βοήθησε σημαντικά το τελικό αποτέλεσμα. Η προσέγγιση των ερμηνειών από έναν τραγουδιστή με τελείως διαφορετικές αφετηρίες (R&B, Jazz, Soul), είναι πολύ ενδιαφέρουσα και εκφραστική, με κάποιες εκπληκτικές στιγμές.
Μόλις έναν μήνα μετά την κυκλοφορία του “Perspective” και λιγότερο από ένα χρόνο από την άφιξη του Coleman, τον Ιούνιο του 2012 ανακοινώνεται ξαφνικά το φιλικό διαζύγιο. Οι Tesseract αποχαιρετούν τον Αμερικανό τραγουδιστή με μια θερμή δήλωση ευγνωμοσύνης γι’ αυτά που κέρδισαν στο σύντομο διάστημα της συνεργασίας μαζί του, και ο Coleman αναφέρει τις καλλιτεχνικές διαφορές αλλά και τις δυσκολίες της απόστασης σαν τους βασικούς λόγους του τέλους.
Το γκρουπ βρίσκεται ήδη στη διαδικασία σύνθεσης του δεύτερου άλμπουμ και αρχίζει ξανά να ψάχνει γι’ αυτόν τον εξαιρετικό τραγουδιστή, το σπουδαίο (“shpecial”) πρόσωπο που θα έρθει για να μείνει. Με αυστηρά deadlines να πιέζουν και ένα πολύ σφιχτό budget, δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο ή λάθος επιλογές. Στις 7 Σεπτεμβρίου ανακοινώνουν τον Ashe O’ Hara. Ο Acle τον βρήκε, όταν η πρώτη μπάντα του, οι Voice From The Fuselage ηχογραφούσαν με έναν παραγωγό που έμενε κοντά του, κι αυτός του έστειλε δείγματα να τον ακούσει. Μετά, συμπτωματικά ο Ashe κοινοποίησε μια ηχογράφηση που ήταν μια διασκευή στο “Concealing Fate- Part2”.
Του έστειλαν άμεσα ένα instrumental μέρος ενός νέου τραγουδιού, να ελέγξουν τη συνθετική του ικανότητα, κι αυτός τους επέστρεψε το “Nocturne”, σχεδόν στην τελική του μορφή. Στη διάρκεια αυτής της φάσης της νέας ευδαιμονίας μετά την προσθήκη του, και μέσα σε πυρετώδεις ρυθμούς προετοιμασίας, έμεινε η παροιμιώδης φράση “βρήκαμε τον Ashe στο πίσω μέρος του σπιτιού μας”…
Ο νέος τραγουδιστής τους δήλωνε οπαδός των Tesseract και μάλιστα ενθουσιασμένος με τη φωνητική ποιότητα του Αμερικανού προκατόχου του και την νέα προοπτική που άνοιγε για το γκρουπ. Ο ίδιος λάτρευε τον Freddie Mercury, και είχε παράλληλα ισχυρές ρίζες σε άλλες επιρροές και χώρους περισσότερο ραδιοφωνικούς με καλλιτέχνες όπως οι Paramore, Adele, Dead Letter Circus, Evanescence.
Υπήρχαν ήδη 75 λεπτά οργανικής μουσικής μέσα από τα οποία θα προέκυπτε ο δίσκος. Ο Ashe δούλεψε άμεσα πολύ με τον Acle, γράφοντας τα φωνητικά του στο τελικό υλικό που επιλέχτηκε και ήταν το πιο φρέσκο, γραμμένο από τη στιγμή της αποχώρησης του Tompkins ως τη δική του άφιξη. Ο Ashe έγραψε και όλους τους στίχους με την καθοδήγηση του Amos, που είχε άλλωστε την ολοκληρωμένη αρχική σύλληψη. Ο Amos είναι άλλωστε με κάποιο τρόπο το μυαλό πίσω από την εκτελεστική μηχανή των Tesseract, ο βιβλιοφάγος που έχει αρκετές ενδιαφέρουσες ιδέες. Τον καθοδήγησε σε ολόκληρο το concept, έχοντας 4 συγκεκριμένες θέσεις, όπως ήταν από την αρχή καθορισμένο στο μυαλό του.
Ένα από τα βασικά θέματα του “Altered State”, όπως τελικά ονομάστηκε το άλμπουμ, είναι η αλλαγή, και αυτό περιγράφεται με 4 διαφορετικούς τρόπους. Από τη στιγμή της αποχώρησης του Dan, άλλωστε, υπήρξε μια σειρά από σημαντικές αλλαγές και αυτό ήταν ένα από τα ζητήματα που σχηματοποίησε το concept.
Στις 12 Οκτωβρίου 2012, το πρώτο τεστ του Ashe έχει πάρει την τελική του μορφή πια, και το single “Nocturne” κοινοποιείται στους ανυπόμονους φίλους τους. Τελικά, στις 28 Μάϊου του 2013 το “Altered State” κυκλοφορεί επίσημα, αφού δυο εβδομάδες νωρίτερα, η Century Media το έχει ήδη αναρτήσει ολόκληρο στο επίσημο κανάλι της στο Youtube.
Η πρώτη άμεση, αλλά και εντυπωσιακή, διαπίστωση είναι η απόσταση που έχει ήδη διανύσει το γκρουπ από το “One”. Η πρώτη αισθητή αλλαγή είναι η απουσία ακραίων φωνητικών, μια επιλογή τόσο του Ashe, όσο και του γκρουπ συνολικά που στόχευε σε πιο συγκεκριμένες και διαφοροποιημένες φωνητικές εκφράσεις. Παράλληλα, η ισχυρή γενική εντύπωση είναι πως η ευρύτητα της μουσικής του “Altered State” παρουσιάζει ένα πολυσχιδές και επιλεκτικό στην έκφραση σχήμα που ήδη μοιάζει να απομακρύνεται αισθητά από τα αυστηρά καλούπια του djent. Τα πολυρυθμικά τους χαρακτηριστικά είναι εξαιρετικά συνδυασμένα με τις λεπτομερείς ιδιαιτερότητες των τραγουδιών ανάλογα με το περιεχόμενο, λειτουργούν ιδανικά με τις εκπληκτικές φωνητικές μελωδίες αλλά και τα λεπτομερή ατμοσφαιρικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη μουσική τους. Η ικανότητα του Ashe να περιτυλίγει εύστοχα τα ρυθμικά οργανικά μέρη με περιπετειώδεις και κολλητικές μελωδίες, αναδεικνύει στο τέλος το αποτέλεσμα.
Ο πλούτος του άλμπουμ και το πλήθος των μικρών λεπτομερειών συνοδεύουν το απαιτητικό θέμα του. Τα τραγούδια του “Of Matter” περιγράφουν τη φυσική αλλαγή από τη μια κατάσταση στην άλλη. Τα μέρη του “Of Mind” σκιαγραφούν το χάσμα, τις εσωτερικές αλλαγές και όσα συμβαίνουν όταν κάποιος δεν είναι σίγουρος για τις απόψεις του, ή πρόθυμος και ικανός να αλλάξει πεποιθήσεις. Το τμήμα του “Of Reality” καλύπτει τη συγκυρία όταν η ζωή αλλάζει κι εσύ δεν το αντιλαμβάνεσαι πως πρέπει να ακολουθήσεις για να επιβιώσεις. Η τελευταία κατάσταση, “Of Energy”, αναφέρεται στη διατήρηση και αλλαγή της ενέργειας σε μια αιώνια χρονική κλίμακα, μια αργή καύση ως το τίποτα. Το “AS” εξελίσσεται σε έναν δημιουργικό θρίαμβο, μια βαθιά, τονική ανθεκτική περιγραφή της ατομικής και παγκόσμιας αλλαγής που σπρώχνει τη ζωή στο μέλλον με το δικό της τρόπο. Ακόμα και το σαξόφωνο του Christopher Barretto στα “Calabi-Yau” και “Embers” ακούγεται σαν μια πολυτελής επιβεβαίωση αυτής της εξέλιξης.
Κατά έναν περίεργο τρόπο, η συνολική εξέλιξη και η νέα θέση του γκρουπ θα μπορούσε πολύ εύκολα να αποτελεί έναν ισχυρό υπαινιγμό προς τον Daniel Tompkins πως τα περισσότερα από αυτά που ο ίδιος θα ήθελε να γίνουν στο μέλλον τους, υπήρχαν ήδη ηχογραφημένα με κάθε επισημότητα…
Κάποιοι συνήθιζαν να λένε πως το φάντασμα του Daniel αιωρούνταν μόνιμα πάνω από την πορεία τους. Η πραγματικότητα είναι πως η ιστορία έδειξε ότι δεν ήταν και το ευκολότερο πράγμα να αντικατασταθεί. Γρήγορα, οι σχέσεις με τον Ashe μπήκαν σε μια κρίσιμη καμπή διαρκούς επιδείνωσης με σοβαρές διαφωνίες σε όλα. Στο τελευταίο διάστημα, ο Ashe έδειχνε φανερά δυστυχισμένος που ήταν εκεί μαζί τους, ακόμα και στη σκηνή. Τον Ιούνιο του 2014, το γκρουπ ανακοινώνει πως χωρίζει τους δρόμους του μαζί του και καλωσορίζει με ενθουσιασμό τον παλιό γνώριμο και συνήθη ύποπτο Daniel Tompkins.
O Dan είχε διατηρήσει διαρκή επαφή μαζί τους, ενώ τον καιρό της απουσίας του είχε προσχωρήσει στους Skyharbor, δημιούργησε το πολύ ενδιαφέρον project των White Moth Black Butterfly, και είχε αμέτρητες συμμετοχές σε άλλα γκρουπ. Σύντομα εγκατέλειψε τη θέση του πίσω από το μικρόφωνο των Skyharbor, και αντικαταστάθηκε από τον εξαιρετικό Eric Emery. Απόλυτα ισορροπημένος πια με τις ανάγκες της οικογενειακής ζωής του, αφοσιώνεται με μεγάλο ενθουσιασμό και μαζί μοιάζει να συνεχίζουν από το σημείο που είχαν μείνει τη στιγμή που έφυγε. Η εξέλιξη και εμπειρία του λειτουργεί ιδανικά με την αυτονόητη ανάγκη όλων τους να εξελιχτούν αβίαστα, ακολουθώντας την βαθύτερη ανάγκη της έκφρασης μέσω αυτής της αλληλεπίδρασης.
Το τρίτο άλμπουμ των Tesseract , το περίφημο “Polaris” θα πάρει το όνομά του από το Αστέρι του Βορρά, ένα σύμβολο φωτός που οδηγεί αλλά και αλλαγής. Στις συνεντεύξεις εκείνης της εποχής, συνήθιζαν οι ίδιοι να το χαρακτηρίζουν σαν την «παροδική φύση της καθολικής αλήθειας». Φυσικά, στη ζωή δεν υπάρχει καθολική αλήθεια, και σε όλη αυτή την ατέρμονη διαδρομή, μέσα από χιλιάδες χρόνια, το Αστέρι του Βορρά που κοιτάνε και έχουν κοιτάξει αμέτρητα ζευγάρια ματιών, δεν θα είναι ποτέ το ίδιο.
Στο μεταξύ, στα πλαίσια των συναυλιών που είχαν σαν χορηγό το γερμανικό ποτό Jagermeister, το γκρουπ στις 11 Μαρτίου του 2015, καταγράφεται στο βιβλίο των ρεκόρ σαν η πρώτη μπάντα που παίζει στην κορυφή μιας κατασκευής φτιαγμένης αποκλειστικά από πάγο. Όλα αυτά συνέβησαν στο Χωριό του Χιονιού, στην Kittila, στη Λαπωνία, για το “Jagermeister’s Ice Cold series of gigs”. Πρόκειται για ένα χωριό φτιαγμένο αποκλειστικά από ανθρώπινα χέρια, από χιόνι και φυσικό, καθαρό πάγο, που καταλαμβάνει μια έκταση 20.000 τετραγωνικών μέτρων και περιλαμβάνει ξενοδοχείο, εστιατόριο πάγου, κοκτέιλ μπαρ πάγου, εκκλησία και σινεμά. Κατασκευάστηκε μια ειδική σκηνή από πάγο και τα ίδια τα μέλη του γκρουπ έκαναν την προώθηση του gig στα μικρά στέκια του χωριού. Ήταν για όλους μια εμπειρία εξωτική, απόκοσμη, μοναδικά δυνατή, από αυτές που μένουν στη μνήμη ακόμα κι ενός πολυταξιδεμένου μουσικού, για πάντα.
Επιστρέφοντας στη δουλειά για το “Polaris”, η διαδικασία αποδείχτηκε πολύ ευκολότερη, γρήγορη και λειτουργική. Απελευθερωμένοι από τη βλέψη να αναπτύξουν πάλι ένα ενιαίο έργο, επικεντρώνονται σε αυτόνομες ιδέες. Αποβάλλοντας ξανά από την προοπτική τους κάθε υποψία σκοπιμότητας, στοχεύουν στην ανάπλαση των διαθέσεων των τραγουδιών τους με λεπτομερή υπομονή. Σημαντική συνδρομή σε αυτό, αποτέλεσε η παρουσία του φίλου τους και μηχανικού ήχου, Aiden O’ Brien, που έπαιξε πιάνο και δημιούργησε πολλά από τα ambient μέρη στα τραγούδια του άλμπουμ. Ο Aiden, με μεγάλη πείρα στις συνθέσεις τηλεοπτικών spot, ήταν κυριολεκτικά το 6ο μέλος, η 6η διάσταση του “Polaris”.
Το μεγαλείο του “Polaris” βρίσκεται στην ειλικρίνειά του. Περιγράφοντας τις ανασφάλειες, τους φόβους, τις αγωνίες μιας γενιάς που βυθίζεται όλο και περισσότερο στις κυνικές αλλαγές μιας ζωής που τώρα αποκαλύπτεται στην ολότητά της, καταφέρνει να γίνεται τρυφερά πικρό και παυσίπονο μέσα στην πολλών στρώσεων ομορφιά του. Το γκρουπ, για ακόμα μια φορά, έχει βρεθεί σε ένα νέο οροπέδιο, με διαφορετική θέα και εντύπωση προκαλώντας τους ακροατές του να ακολουθήσουν.
Ίσως να μην είναι αισθητό από την πρώτη στιγμή, αλλά η διαλογή του τρόπου σύνθεσης αποφεύγει τη συρραφή μερών και την επεξεργασία τους για σχηματοποίηση συνθέσεων, είναι αυτή τη φορά πιο εύστοχα επικεντρωμένη στην έκφραση των τραγουδιών, σε αυτή τη δύναμη των δηλώσεων που περιέχουν, στην ειλικρίνεια, την απογύμνωση από τα φίλτρα που απλώνονται γύρω μας και πάνω μας σχετικά με τον κόσμο γύρω μας.
Το “Polaris” περιέχει τραγούδια που πίσω από την προσιτή τους εντύπωση, ανακαλύπτουν ένα υπέροχο βάθος από λεπτομέρειες. Πραγματικά, μοιάζει να μην περισσεύει στιγμή, ενώ τα αποτελέσματα είναι συχνά συγκλονιστικά. Αποτελέσματα σαν το “Hexes”, “Seven Names” ή το ασύγκριτο “Tourniquet” διευρύνουν την αναπλαστική σοφία τους, ενώ σπουδαία εν δυνάμει singles, όπως τα “Survival” και “Phoenix”, ανοίγουν το δρόμο της νέας λογικής τους. Κυκλοφορεί στις 18 Σεπτεμβρίου του 2015, και η επιστροφή του Tompkins σφραγίζει τη φιλοδοξία, την αυτοπεποίθηση, την εξέλιξη και την ωριμότητα της νέας περιόδου τους, σε περίπου 47 λεπτά.
Η αντίληψη της ασημαντότητας είναι η αφετηρία του νέου κεφαλαίου που θα διαδέχονταν το “Polaris”. Κάθε στιγμή που περπατάς μέσα σε ένα ανώνυμο πλήθος, μεταφέροντας την περίπλοκη ζωή και πολύτιμη για σένα ύπαρξή σου, αντιλαμβάνεσαι πως το ίδιο συμβαίνει και για τον κάθε άγνωστο που περνά δίπλα σου, όλους αυτούς που δεν νοιάζονται για σένα, όπως κι εσύ γι’ αυτούς. Η μοιρασμένη όμως αυτή συνειδητοποίηση, πραγματικά δύσκολη να περιγραφεί, είναι σκληρή αλλά και απαραίτητη για μια προσωπική ισορροπία που θα σε κρατήσει υγιή από έναν υπερφίαλο και καταστροφικό εγωισμό.
Πολλοί έχουν θεωρήσει πως το τέταρτο άλμπουμ τους είναι το πιο συλλεκτικό, περιγράφοντας έτσι μια συνολική θεώρηση των προηγούμενων επιλογών τους και μια επιλογή στοιχείων από όλα. Στην πραγματικότητα βέβαια, μάλλον είναι η συγκεκριμένη και ισχυροποιημένη, ακόμα περισσότερο, αντίληψη της συγκεκριμένης πεντάδας καλλιτεχνών να χρησιμοποιούν την εξεζητημένη τεχνική οδό μαζί με λεπτομερείς ambient ατμόσφαιρες, και στοιχεία ιδιωμάτων, για να γράψουν τραγούδια που έρχονται να μείνουν στη μνήμη, τραγούδια με ουσιαστικό και άμεσο αποτέλεσμα για πολλούς διαφορετικούς ακροατές.
Ξανά ο Aiden O’ Brien θα συνεισφέρει με τη δεξιότητά του στις πινελιές και τα ηχοχρώματα των ντελικάτων μερών τους. Παράλληλα, η συνθετική τους ευρύτητα θα γεννήσει νέα, ξεχωριστά κεφάλαια που όλα μαζί συμπληρώνουν πάλι μια φρέσκια θέση και άποψη του γκρουπ, και συνοδεύονται και από την αντίστοιχη φροντίδα στον ήχο.
O John Koening, δημιουργός του “Λεξικού των Άγνωστων Θλίψεων”, με την πρόθεση να περιγραφούν συναισθήματα που δεν είχαν ποτέ προσδιοριστεί γλωσσικά, είναι ο μακρινός, ακούσιος νονός του άλμπουμ. Οι νεολογισμοί, που δημιουργούνται αποκλειστικά από τον Koening, βασίζονται στην έρευνά του για τις ετυμολογίες και τις έννοιες των λέξεων, και αποσκοπούν να γεμίσουν κενά στη γλώσσα. Μετά το 2015, το αντίστοιχο κανάλι στο Youtube (“Dictionary of obscure sorrows”) αρχίζει και γίνεται εξαιρετικά δημοφιλές με συγκεκριμένα βίντεο για αντίστοιχες λέξεις. Λίγο καιρό νωρίτερα, τον Οκτώβριο του 2014, δημοσιεύεται ένα βίντεο με τον τίτλο “Sonder: The Realization That Everyone Has A Story”.
Η αφαιρετική απεικόνιση της εντύπωσης ενός παιδιού που κοιτάζει τη γη από έναν διαστημικό σταθμό, ενισχύει εικαστικά την βαρύτητα της ασημαντότητας στο άλμπουμ. Το σκοτάδι μπορεί να γίνει και πιο βαθύ και πυκνό σε θέματα όπως η διατήρηση των πατριαρχικών κοινωνιών, η διαφθορά, η κλειστοφοβία, η καταπίεση, οι απάνθρωποι περιορισμοί.
Οι Tesseract προσφέρουν στο “Sonder” μερικά από τα πιο ολοκληρωμένα τραγούδια τους με υποδειγματική περιεκτικότητα και περιγραφική δύναμη και εξέλιξη. Το “Luminary” είναι ένα απίθανο, σοφό single με βάθος, το “King” ένα αληθινό κτήνος με αποστομωτικές μεταβάσεις, το “Juno” ένας funk/djent δαίμονας του ρυθμού που τελικά ανοίγει στα δυο την καρδιά του, το “Smile” ένας δυναμίτης που υπενθυμίζει τη βαρύτητά τους. Όμως ταυτόχρονα, φαίνεται πως έχουν ανοίξει ένα νέο πέρασμα στον ουρανό της έμπνευσης και διαφοροποιούνται εύκολα σε τραγούδια όπως τα “Beneath my skin/Mirror image”. Λίγο παραπάνω από 36 λεπτά θα αφήσουν αμέτρητες στιγμιαίες ισχυρές εντυπώσεις και μια άμεση ανάγκη για επιστροφή στον πλούσιο μικρόκοσμο του “Sonder”.
Ο Dan Tompkins άρχισε να ενεργοποιεί τη σόλο καριέρα του στη διάρκεια αυτής της περιόδου, κυκλοφορώντας το πρώτο του σόλο άλμπουμ “Castles” το 2019 και το δεύτερο του “Ruins” το 2020. Το πρώτο έχει έναν σκοτεινό pop/electronic rock ήχο, ενώ το “Ruins” αποτελεί στην ουσία μια progressive metal προσαρμογή των τραγουδιών του “Castles” με την προσθήκη ενός νέου τραγουδιού με τον τίτλο “The Gift” (μια συνεργασία του με τον Matt Heafy των Trivium).
Το 2020, οι Tesseract παρουσίασαν το “Portals”, κάτι που περιγράφηκε σαν “ζωντανή κινηματογραφική εμπειρία” σαν διαδικτυακό streaming με εισιτήρια. Ήταν μια από τις τακτικές που χρησιμοποίησαν πολλοί καλλιτέχνες για να αντισταθμίσουν την απαγόρευση των συναυλιών και τη ματαίωση των περιοδειών.Ο ντράμερ Jay Postones αντικαταστάθηκε από τον Mike Malyan (ντράμερ των Monuments) για την παράσταση, αφού ο Postones επέλεξε να μείνει στο Τέξας με την απαραίτητη απομόνωση δύο εβδομάδων λόγω της πανδημίας Covid-19. Στις 27 Αυγούστου 2021, κυκλοφόρησε μια ηχητική έκδοση του “Portals” ουσιαστικά σαν το δεύτερο ζωντανό άλμπουμ του συγκροτήματος.
Ήταν η πρώτη φορά που χρειάστηκε να μεσολαβήσουν περίπου πέντε χρόνια για το επόμενο δισκογραφικό βήμα του γκρουπ. Από το “Λεξικό των Άγνωστων Θλίψεων” του “Sonder”, μεταφέρθηκαν σε ένα μεγαλόπνοο, πολυδιάστατο εννοιολογικό έργο μελλοντολογικής φαντασίας που θα συνοδευόταν και από ένα αντίστοιχο βιντεοπαιχνίδι. Οι μεγάλοι δημιουργοί έχουν την οξυδέρκεια και την ευελιξία να αλλάζουν το οροπέδιο της οπτικής τους και να ανακαλύπτουν άμεσα νέες προσεγγίσεις και ανάλογες περιγραφές και προκλήσεις. Το “Sonder” ήταν ένα έργο απομόνωσης, μια αποστασιοποιημένη μοναχική θεώρηση για την αντίληψη της ασημαντότητας.
Εδώ πια, σαν να πέφτουν οι τίτλοι έναρξης μιας περιπετειώδους ταινίας, ο Daniel Tompkins μας ενημερώνει πως το “War Of Being” είναι ένας αγώνας για αποδοχή, μια μάχη επιβίωσης, μια αντίσταση ενάντια στο εγώ. Είναι ένας αγώνας για έλεγχο, η ανάγκη να σκίσει κανείς τη μάσκα και να αποκαλύψει τον πραγματικό του εαυτό. Όλα αυτά περιγράφονται μέσα από την οδύσσεια των δυο πρωταγωνιστών, του “Former” και του “Hey”, που εκτοξεύτηκαν στον δυστοπικό κόσμο της “Wasteland”, και βρίσκονται πια αντιμέτωποι με έναν εχθρό με το όνομα “Fear”. Όταν χωρίζουν αρχίζει η μεγάλη περιπέτεια αυτού του αγώνα.
Εντελώς διαφορετικά σε σχέση με τον προκάτοχό του, η μπάντα συλλαμβάνει από την πρώτη στιγμή τον ακροατή και τον ρίχνει στα λιοντάρια. Η προοπτική της σύνθεσης και δομής του άλμπουμ είναι να περικυκλωθεί από το ηχητικό περιβάλλον, να εισχωρήσει στην ένταση της ιστορίας από την πρώτη στιγμή και να αρχίσει να βάλλεται από απανωτά ερεθίσματα. Το “War Of Being” είναι ένα άλμπουμ έντασης, ένα έργο ηχητικού συνωστισμού και κυκλοθυμικών μεταστροφών. Το θέμα του μοιάζει να έστειλε το μήνυμα στους πέντε μουσικούς, “πάρτε όλα τα όπλα σας και μπείτε στη μάχη”.
Οι Tesseract έσπρωξαν εμφατικά τη μοντέρνα σκληρή μουσική μπροστά με το πέμπτο τους άλμπουμ. Με γενναίες δομές που συμβαδίζουν με την πολυπλοκότητα μιας απρόβλεπτης εποχής, αλλά και ευαίσθητες, γλυκές και ρυθμικές φλέβες να διατρέχουν τα τραγούδια, σμίλευσαν τη δική τους φιλόδοξη, φουτουριστική rock όπερα που μπορεί να αντιμετωπίσει κάθε μεγάλο αντίστοιχο έργο του ένδοξου μουσικού παρελθόντος.
Με ένα μέλλον που έχει τόσους λόγους να φαντάζει συναρπαστικό, είναι πια ένα status πως οι τύποι από το Milton Keynes δεν κάνουν ποτέ δεύτερη φορά τον ίδιο δίσκο.