Υπάρχουν περιπτώσεις καλλιτεχνών με σύντομο πέρασμα από τη μουσική που αγαπάμε, αλλά με τέτοια συνεισφορά και ειδικό βάρος που το αποτύπωμα τους είναι βαθύ και παραμένει ανεξίτηλο. Αναμφίβολα σ’ αυτή την ‘κλειστή’ λίγκα, ανήκει ο Selim Lemouchi. Ιδρυτής και ιθύνων νους των αξεπέραστων occult hard rockers ‘The Devil’s Blood’ μεταξύ άλλων. Ας πάρουμε τα πράγματα όμως από την αρχή.
Γεννημένος 29 Ιουνίου του 1980 στο Eindhoven από μικρός έδειξε την έφεση του στη μουσική. Ξεκίνησε μαθήματα άρπας, την οποία σύντομα άφησε όταν έπεσε στα χέρια του μια κόκκινη Yamaha ηλεκτρική κιθάρα. Στην ηλικία των 14 θεωρούταν ήδη ένας χαρισματικός κιθαρίστας μέσα από τη συμμετοχή του στα πρώτα τοπικά συγκροτήματα όπως οι Godhead, Red King Rising και Judasville λίγο αργότερα. Οι Powervice όμως αποτέλεσαν το πρώτο στέρεο βήμα στο χώρο του underground. Σχηματίστηκαν το 2004, επιδόθηκαν σε αγνό παραδοσιακό metal και κυκλοφόρησαν όλο κι όλο ένα demo τριών τραγουδιών ένα χρόνο αργότερα. Η ποιότητα των συνθέσεων του ‘Behold the Hand of Glory’ demo ήταν τέτοια όμως, που έστρεψε πολλά βλέμματα πάνω τους. Το ομότιτλο και το ‘Nightstalker’ κλίνουν το γόνυ στην Di’ Anno περίοδο των Iron Maiden, δηλώνοντας προθέσεις και θερίζοντας αυχένες. Άσε δε που την επική κομματάρα ‘The End Is Coming’, πολλές γνωστές μπάντες του είδους βλέπουν ακόμα με το κιάλι.
Άλλωστε το ‘Behold the Hand of Glory’ (το τραγούδι) επιλέχθηκε ως εναρκτήριο κομμάτι στη συλλογή ‘Heavy Metal Killers’ η οποία κυκλοφόρησε από την Earache το 2009, και είχε ως σκοπό να συστήσει νέα συγκροτήματα του NWOTHM (βλέπε Ram, White Wizzard, Enforcer, In Solitude, Portrait κτλ) σε ένα ευρύτερο κοινό. Μάλιστα οι Powervice εμφανίστηκαν στα μέρη μας στο πλαίσιο του πρώτου Up The Hammers Festival (27 Μαΐου 2006), όταν οι διοργανωτές του από την πρώτη στιγμή έδωσαν σοβαρά δείγματα γραφής για το πώς θα κινηθεί μελλοντικά αυτός ο θεσμός. Καταχρήσεις και εσωτερικές συγκρούσεις οδήγησαν το συγκρότημα σε πρόωρη διάλυση το 2008, πριν προλάβει δυστυχώς να κυκλοφορήσει τον πρώτο του δίσκο που είχε έτοιμο στα σκαριά.
Η τεταμένη περίοδος στους Powervice επηρέασε την εύθραυστη ψυχική υγεία του Selim, ο οποίος είχε κληρονομήσει την καταθλιπτική διαταραχή από τον Αλγερινό πατέρα του. Όλα τα παραπάνω τον οδήγησαν το 2007 στην εισαγωγή του στο νοσοκομείο του Eindhoven για να αντιμετωπίσει ένα ακόμα καταθλιπτικό επεισόδιο. Κατά την παραμονή του την κλινική όμως, πατήθηκε μέσα του το κουμπί της επανεκκίνησης και άρχισε να αποκρυσταλλώνεται το όραμα του για το επόμενο εγχείρημα του, τους The Devil’s Blood. Δηλαδή η δημιουργία μια occult rock μπάντας, της οποίας οι εμφανίσεις θα περιγράφονται ως τελετές (rituals) συνοδευόμενες από θυμιατά, κεριά και άφθονο ζωικό αίμα. Όπως έχει αφηγηθεί και η μητέρα του, η κυρία Clara de Lau, από μικρή ηλικία ο Selim είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον για τη σκοτεινή αισθητική και την αθέατη όψη των πραγμάτων.
Την είσοδο του όμως στον κόσμο του απόκρυφου προετοίμασε ο παλιός του συνεργάτης Milko Bogaard. Μετά την εξαγωγή του από το νοσοκομείο την ίδια χρονιά, ξεκίνησε την αδιάλειπτη μελέτη της οδού της αριστερής χειρός. Δεν τον συγκίνησε το εωσφορικό πρότυπο του πρώτου επαναστάτη, αλλά το ίδιο το Χάος ως αντανάκλαση στο σατανικό προσωπείο. Η έννοια του χάους απέκτησε κεντρική θέση στην κοσμοθεωρία του, καθώς τον γοήτευε η ιδέα ότι μέσα σ’ αυτό συμπεριφορές και καταστάσεις ακολουθούν τους ‘νόμους’ του ζωικού βασιλείου. Η μελέτη και η κατανόηση των αποκρυφιστικών φιλοσοφιών άναψαν ξαφνικά ένα φως στα προσωπικά του σκοτάδια. Για τη θέση της τραγουδίστριας στους The Devil’s Blood στράφηκε στο πρόσωπο της αδερφής του, Farida Lemouchi. Η ίδια του απέκλεισε κάθε τέτοια πιθανότητα όταν της αποκάλυψε το όραμα του, να βγαίνει δηλαδή στη σκηνή λουσμένη στο αίμα ως προθιέρεια της ‘τελετής’. Το αδελφικό ένστικτο επικράτησε τελικά και η Farida έγινε η “F. The Mouth of Satan” του συγκροτήματος.
Την κυκλοφορία του 7” single ‘The Graveyard Shuffle’ το 2008, ακολούθησε το ίδιο έτος το ep ‘Come Reap’ μέσω της Ván Records. Αμέσως έγινε σημείο αναφοράς για την occult rock σκηνή της εποχής με συνθέσεις όπως το μακρόσυρτο, τελετουργικό αριστούργημα ‘Voodoo Dust’ (αξίζει επίσης να τσεκάρεις την αξιόλογη διασκευή των Urfaust), το ομώνυμο καταιγιστικό, αλλά και τα εξαιρετικά ‘River of Gold’, ‘The Heavens Cry Out For the Devil’s Blood’. Η επιτυχημένη διασκευή στο ‘White Faces’ του Roky Erickson, δείχνει ότι οι ρίζες τους ήταν ποτισμένες στην αποκρυφιστική ψυχεδέλεια του σπουδαίου αυτού καλλιτέχνη. Καθοδηγητής του άρματος των TDB, ήταν αποκλειστικά ο Selim οποίος δύσκολα αποδεχόταν άλλες απόψεις στο καλλιτεχνικό του όραμα, το οποίο για τον ίδιο ήταν απολύτως ξεκάθαρο. Κάτι που επιβεβαιώνει άλλωστε ο σταθερός συνεργάτης και παραγωγός του, Pieter Kloos.
Με το πρώτο τους πλήρες album το ‘The Time of No Time Evermore’ (2009), απέκτησαν την πρωτοκαθεδρία της ακμάζουσας occult rock σκηνής εκείνης της περιόδου. Άλλωστε με τραγούδια ύμνους όπως τα ‘I’ll Be Your Ghost’, ‘House Of Ten Thousand Voices’, ‘Angel’s Prayer’, ‘The Anti Kosmik Magick’ και το ανθεμικό ‘Christ Or Cocaine’ δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Οι δισολίες των Wishbone Ash συναντάνε αυτές των Thin Lizzy, ενώ είναι εμφανής η αγάπη του Selim στους Popol Vuh, 13th Floor Elevators και Aphrodite’s Child. Την ίδια στιγμή, η εις βάθος ενασχόληση του και η γνώση των αποκρυφιστικών μονοπατιών, τους ξεχώριζε από αρκετές μπάντες του είδους οι οποίες παρουσίαζαν μια επιδερμική – εμπορική σχέση μ’ αυτό τον τομέα. O μεγάλος αντίκτυπος του ντεμπούτου album τους άνοιξε το δρόμο για περιοδείες στην Ευρώπη, αυξάνοντας τη δημοφιλία τους. Ο Selim είχε πάλι όμως διαφορετική οπτική πάνω σ’ αυτό το θέμα.
H εικόνα του Sebastian Bach (solo, ex-Skid Row), τον οποίον πέτυχε στην ευρωπαϊκή τους περιοδεία το ‘10 να μοιράζεται αυτόγραφα, χειραψίες και φωτογραφίες με τους fans, του δημιουργεί αποστροφή. Οι μουσικές αρχές του Selim είναι πολύ ισχυρές, καθώς αποποιείται το μανδύα της rock περσόνας, ενώ παράλληλα επιζητεί από το κοινό που τους παρακολουθεί να σεβαστεί τις ίδιες αξίες. Υπήρξε στιγμή μάλιστα που οργισμένος κατέβηκε από τη σκηνή και αφού ‘περιποιήθηκε’ ένα μεθυσμένο οπαδό που ασχημονούσε, επέστρεψε σ’ αυτή για να συνεχίσει τη μουσική του λιτανεία. To 2011 κυκλοφορεί το δεύτερο studio album των TDB, ‘The Thousandfold Epicentre’ ως φυσική και εξελιγμένη συνέχεια του ντεμπούτου τους. Διατήρησε τα σκήπτρα και επέκτεινε τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, ενώ η φωνή της Farida μας στοίχειωσε για ακόμα μια φορά. Κι εδώ συναντάμε συνθέσεις μεγάλου εκτοπίσματος όπως ενδεικτικά το ομότιτλο έπος, τα ‘On the Wings of Gloria’, ‘She’ και το υπνωτικά ψυχεδελικό ‘Feverdance’. Ταυτόχρονα τους έστρωσε το δρόμο για περιοδεία στις Η.Π.Α.
O Albert Murdian, ιδιοκτήτης του μουσικού περιοδικού Decibel, είχε δει τους TDB να παίζουν λίγο καιρό νωρίτερα στο Hellfest στις μία τα ξημερώματα, μένοντας έκπληκτος από την απόδοση τους. Χωρίς δεύτερη σκέψη οργάνωσε το πέρασμα τους στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού στο πλαίσιο της Decibel Tour (2012). Η δεύτερη στη σειρά δισκογραφική τους κορυφή, ενεργοποίησε για τα καλά το ενδιαφέρον των μεγάλων εταιρειών. Ο πρώην manager του, Bidi van Drongelen, θυμάται χαρακτηριστικά την πρόταση της Roadrunner για ένα συμβόλαιο έξι δίσκων. O Selim την απέρριψε χωρίς δεύτερη σκέψη καθώς ένιωθε περισσότερο άνετα στην ανεξάρτητη και ευέλικτη Ván Records. Ο ίδιος υποστήριζε ότι εάν δισκογραφείς σε σταθερή βάση, αυτομάτως το έργο σου μετατρέπεται σε ‘καθημερινή’ δουλειά. Δεν άντεχε στην ιδέα των αυστηρών deadlines και της υποχρεωτικής συνεργασίας με κάθε λογής σπόνσορες. Έβλεπε τη μουσική έτσι όπως ακριβώς είναι, ως την ύψιστη τέχνη και κατάλληλο δίαυλο προσωπικής έκφρασης.
Αρνήθηκε επίσης την εμφάνιση του συγκροτήματος σε πρόγραμμα της Ολλανδικής τηλεόρασης. “Το μόνο που θέλουν από εμάς, είναι να μας δουν ως τα ζώα ενός αιματοβαμμένου τσίρκο” ήταν η απάντηση στον ατζέντη του. Απέφευγε επίσης αρκετά από τα μεγάλα festivals, καθώς τα θεωρούσε υπεύθυνα για την ακραία εμπορευματοποίηση χαρακτηρίζοντας τα ως μουσικές ζωαγορές. Η περιοδεία για το ‘The Thousandfold Epicentre’ τους έφερε και από τα μέρη μας. Έτσι λοιπόν την Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012, οι The Devil’s Blood έπαιξαν στο Κύτταρο. Όσοι παρακολούθησαν αυτή την εμφάνιση έγιναν μάρτυρες της μυσταγωγίας τους και για τον γράφοντα κατατάχτηκε στο πάνθεο των συναυλιακών του εμπειριών. Ανατριχίλες και ρίγη συγκίνησης προκάλεσε η διασκευή τους στο ‘The Four Horsemen’ των Aphrodite’s Child. Χωρίς αιματοβαμμένα πρόσωπα λόγω τελωνειακών ζητημάτων, αλλά με υποβλητική Farida, επιβλητικό Selim και πανάξιους συνοδοιπόρους χάρισαν μια αλησμόνητη εμπειρία στους παρευρισκόμενους.
Το setlist της εμφάνισης στο Κύτταρο:
Unending Singularity
On The Wings Of Gloria
River of Gold
Fire Burning
The Thousandfold Epicentre
House Of Ten Thousand Voices
The Time Of No Time
Evermore
Rake Your Nails Across The Firmament
Come Reap
The Four Horsemen/The Heavens Cry Out for the Devil’s Blood
Cruel Lover
Die The Death
Voodoo Dust
The Madness Of Serpents
Christ Or Cocaine
Η αυξανόμενη ψυχολογική πίεση που άσκησε η επιτυχία του συγκροτήματος στο Selim, η σχέση του με τη Farida που άρχισε να δοκιμάζεται στο studio, και η μεταστροφή του καλλιτεχνικού του οράματος, οδήγησαν αναπόφευκτα στη διάλυση των The Devil’s Blood. Με μια λιτή ανακοίνωση στη σελίδα τους στο Facebook ανακοίνωσαν στις 25 Ιανουαρίου 2013 το τέλος της διαδρομής τους. Λίγες μέρες αργότερα, στις 7 Φεβρουαρίου, κυκλοφόρησε το τρίτο και τελευταίο τους studio album ‘III: Tabula Rasa or Death and the Seven Pillars’. Ένα album μπερδεμένο και άνισο, που δεν μπορεί να κριθεί επί ίσοις όροις καθώς περιλαμβάνει ημιτελής ιδέες του Selim, ηχογραφημένες λίγο πριν ο ίδιος αποφασίσει το οριστικό τέλος της μπάντας. Σε καμία περίπτωση δεν αγγίζει τα δύο προηγούμενα αριστουργήματα, εμπεριέχει δείγματα της ψυχολογικής του διάθεσης, αλλά και ψήγματα της διάνοιας του δημιουργού.
Η ψυχολογία του αρχίζει να επιβαρύνεται, αλλά ο καλλιτεχνικός του οίστρος δεν κάμφθηκε. Σχημάτισε το επόμενο project του, ονόματι Selim Lemouchi And His Enemies, κυκλοφορώντας αρχικά το ‘Mens Animus Corpus’ ep και στη συνέχεια το full length album ‘Earth Air Spirit Water Fire’ (2013) επιδιδόμενος σε ένα κράμα psychedelic/space rock με στοιχεία παρμένα από τους πρώιμους Pink Floyd και τους Hawkwind. Στα μεσοδιαστήματα από το 2010 έως το 2012 εμφανιζόταν ως session κιθαρίστας στα live των Watain, το γνωστό black metal συγκρότημα του φίλου του Erik Danielsson. Ο ίδιος ο Erik έχει δηλώσει για τον Selim: “Είχαμε πολλά κοινά ενδιαφέροντα και μοιάζαμε ως χαρακτήρες. Ήταν από τους λίγους ανθρώπους που γνώριζα, οποίος είχε τον τρόπο να με προκαλεί και να με προτρέπει να ανακαλύψω νέα πράγματα”. Κυκλοφορεί στο YouTube η live εκδοχή του ‘Waters Of Ain’ με τον Selim στην κιθάρα, όπου το εκπληκτικό solo στο τέλος του κομματιού αποκτά άλλη διάσταση μέσα από το δικό του άγγιγμα.
Δυστυχώς τα καταθλιπτικά επεισόδια επανέρχονται με αυξημένη συχνότητα κι ο ίδιος αρχίζει να εγκαταλείπει σταδιακά τον εαυτό του. Την εμμονική του σχέση με το θάνατο επιβεβαιώνουν οι δικοί του άνθρωποι, ενώ και ο ίδιος συχνά πυκνά μιλούσε σε συνεντεύξεις γι’ αυτό το θέμα: “Όταν η ενέργεια μου ξοδευτεί, ελπίζω να δείξω τα απαραίτητα αντανακλαστικά ώστε να πω στον εαυτό μου ότι ήρθε η ώρα να σταματήσω”, ή “Το θέμα του θανάτου φοβίζει μόνο αν κάποιος πιστεύει ότι η αιωνιότητα είναι ένα απόλυτο σκοτάδι. Αλλά εάν κάποιος πιστεύει ότι η αιωνιότητα είναι σαν τη φωτιά, τότε υπάρχουν άλλες πιθανότητες γι’ αυτόν.” Στις τελευταίες εβδομάδες της ζωής του είχε χάσει το ενδιαφέρον του για τα πάντα, εξομολογείται η Farida. Εν τέλει, στις 4 Μαρτίου 2014 διάβηκε το κατώφλι της αβύσσου με τον τρόπο που ο ίδιος επέλεξε.
Η αυτοχειρία του, ήταν το κλειδί που άνοιξε τη θύρα του χάους που τόσο πολύ ο ίδιος επιθυμούσε να διαβεί. Το ερώτημα, εάν ο θάνατος του ήταν συνειδητή επιλογή ή απόρροια της συναισθηματικής του περιδίνησης, δεν μπορεί να απαντηθεί με ευκολία. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Selim Lemouchi ως ένας άλλος αυγερινός φώτισε με τη μουσική του, τις σκοτεινές και ενδόμυχες σκέψεις μας. Ο καλλιτεχνικός του σπόρος, έχει αφήσει σε όλους εμάς, καρπούς παντοτινούς να γευτούμε. Το έργο του παραμένει αναλλοίωτο μέχρι τις μέρες μας, φάρος για πολλούς καλλιτέχνες που εμπνεύστηκαν στη συνέχεια από τα βήματα του. Ένα μεταθανάτιο δείγμα του απύθμενου ταλέντου του αποτελεί το τραγούδι ‘The Devil Lives’, μια δική του σύνθεση που ολοκληρώθηκε από τους Molassess, περιλαμβάνεται στο album τους ‘Through The Hollow’, και φορτίζει την ψυχή με τους στίχους και τα φωνητικά της Farida.
Δεν βρίσκω τις κατάλληλες λέξεις για να κλείσω αυτό το αφιέρωμα, καθώς η μουσική του Selim έχει βιωματικές προεκτάσεις που δεν μπορούν να αποτυπωθούν με ευκολία στο κείμενο. Αντί εμού, αφήνω τον επίλογο σε έναν άνθρωπο που ήρθε σε επαφή και γνώρισε σε προσωπικό επίπεδο το Selim Lemouchi, τον Μανώλη Καραζέρη (ex Battleroar, Dexter Ward), ιθύνοντα νου και ψυχή του Up The Hammers Festival.
Γεια σου Μανώλη! Θέλοντας να τιμήσουμε τη ζωή και το έργο ενός πραγματικού καλλιτέχνη όπως ο Selim Lemouchi, θεωρήσαμε πρέπον να συμπεριλάβουμε στο αφιέρωμά μας την εμπειρία ενός ανθρώπου που τον είχε γνωρίσει. Νομίζω ότι είσαι ο καταλληλότερος, λόγω της σχέσης των Powervice με το Up The Hammers Festival. Πως ξεκίνησε η επαφή σου με το συγκρότημα και ποιες οι αναμνήσεις σου από εκείνη την εμφάνιση τους;
Καλησπέρα Γιώργο, είναι χαρά και τιμή μου να λάβω μέρος σε αυτό. Αν θυμάμαι καλά είχε πέσει το demo στα χέρια μου και είχα πάθει σοκ, είχαμε επικοινωνία με το Selim και κανονίσαμε να παίξουμε μαζί στην περιοδεία που κάναμε τότε με τους Battleroar για το ‘Age Of Chaos’. Η συναυλία έγινε σε ένα κατάμεστο Dynamo στο Eindhoven και η μπάντα τους είχε ήδη φανατικό κοινό χωρίς να έχει βγάλει καν δίσκο. Δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο στη ζωή μου πιο πριν, είχαν γεμίσει τη σκηνή η οποία ξεχείλιζε με το ταλέντο τους. Είχαν όλο το πακέτο, τραγουδάρες, παικταράδες, τσαμπουκαλεμένοι όσο δεν πάει. Για μένα ήταν κάτι σαν να βλέπεις τους Iron Maiden το 1979. Ήμουν σίγουρος ότι θα πάνε παρά πολύ ψηλά και όντως έφτασαν πολύ κοντά στο να υπογράψουν με πολυεθνική εταιρία αλλά δυστυχώς κάποια προσωπικά προβλήματα, στα οποία δεν θέλω να αναφερθώ, διέλυσαν το συγκρότημα και όλοι τους ακολούθησαν ξεχωριστές πορείες. Για μένα είναι το μεγαλύτερο What if στην ιστορία της μουσικής, τόσο πολύ τους πίστευα.
Το να συμπεριλάβεις μια μπάντα με ένα demo τριών τραγουδιών στο line up του πρώτου Up The Hammers, αποτέλεσε σοβαρό δείγμα γραφής για το πώς θα κινηθεί μελλοντικά το festival. Από την άλλη μεριά έχω την εντύπωση ότι πολλά γνωστά συγκροτήματα του παραδοσιακού ήχου θα αντάλλασσαν ευχαρίστως μέρος της δισκογραφίας τους, με ένα από αυτά τα τρία τραγούδια. Ποια είναι όμως η δική σου άποψη;
Ξεκάθαρα αυτή είναι η στόχευση μας ως festival και δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι “ήρωες” του NWOTHM έχουν εμφανιστεί στα πρώτα τους βήματα στο Up The Hammers. Το θέμα είναι ότι όλος ο δίσκος που είχαν τότε ήταν στο επίπεδο αυτών των τραγουδιών γι’ αυτό υπάρχει αυτό το τεράστιο γαμώτο για τη διάλυση της μπάντας. Οι μετέπειτα δουλειές όσο συνέχισαν να παίζουν μουσική δείχνει και το ποσό ταλέντο υπήρχε εκεί μέσα. Λάβε υπόψιν ότι ο βασικός συνθέτης που ήταν ο μπασίστας δεν συνέχισε καν να παίζει μουσική.
Έχοντας συναναστραφεί με τον Selim, τι έχεις να θυμάσαι απ’ αυτόν και ποιες οι εντυπώσεις που αποκόμισες τόσο σε καλλιτεχνικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο;
Τα πρώτα χρόνια που γνωριστήκαμε, ο Selim ήταν η χαρά της ζωής. Νομίζω ταιριάζαμε και πολύ σαν χαρακτήρες όποτε κάθε φορά που συναντιόμασταν ήταν σαν να βλέπω τον κολλητό μου. Όλο αυτό περιλάμβανε και παρά πολλές καταχρήσεις χαχαχαχα. Όταν διέλυσαν οι Powervice χαθήκαμε για αρκετό καιρό και κάποια χρόνια μετά που τον ξαναείδα είχε αλλάξει και ήταν πιο “βαρύς”. Με τίποτα όμως δεν μπορούσες να διακρίνεις ότι μπορεί να τον βασάνιζαν τέτοιου είδους θέματα. Τελευταία φορά τον είδα σε ένα festival στη Δανία όπου παίζαμε μαζί, στο οποίο μάλιστα ήταν άρρωστη η τραγουδίστρια τους και οι The Devil’s Blood έπαιξαν με τον Selim να αναπαράγει τις φωνητικές γραμμές με την κιθάρα του σε ένα ανεπανάληπτο show.
Αναμφίβολα ο Selim Lemouchi, όρισε το έργο του αλλά και τη ζωή του με το δικό του τρόπο. Ποιο θεωρείς ότι είναι το καλλιτεχνικό αποτύπωμα που τελικά μας άφησε;
Δεν ξέρω αν θα ακουστώ υπερβολικός αλλά για εμένα o Selim ήταν ένας τεράστιος Καλλιτέχνης και όπως σχεδόν όλοι οι τεράστιοι καλλιτέχνες έτσι και αυτός βασανίζονταν από τους δαίμονες του. Δυστυχώς ή ευτυχώς το έργο του δεν έφτασε σε όσο κοινό άξιζε να φτάσει το ταλέντο που κρυβόταν μέσα του, αλλά ούτε και μουσικά αποτυπώθηκε αφού αυτή η τεράστια μπάντα οι Powervice δεν κατάφερε καν να κυκλοφορήσει τον πρώτο της δίσκο.
Σε ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σου! Ο επίλογος σου ανήκει.
Ήταν τιμή μου που έζησα από κοντά αυτόν τον καλλιτέχνη και κρατώ τις λίγες αλλά ποιοτικές στιγμές που ζήσαμε μαζί για πάντα στη μνήμη μου. Να είσαι καλά όπου και να είσαι Selim!