Σε ανθρώπους που δίνουν σημασία στη λεπτομέρεια, προσέχεις και αναλύεις κάθε στοιχείο που μπορεί να σημαίνει ή να αποκρυπτογραφεί κάτι. Όταν διέρρευσαν τα πρώτα “στιγμιότυπα” από τη φωτογράφηση του Jim Matheos και του Ray Alder από τον Jeremy Saffer για το project North Sea Echoes, η έκδηλη πρόθεση της διαφοροποίησης ήταν ενισχυμένη από την ενδυματολογική επιλογή των δυο ανδρών.
Ο δρόμος της μοναξιάς ή ίσως της απομόνωσης εξακολουθεί να είναι αυτός που γοητεύει επικίνδυνα τον Matheos. Μετά όμως από την ασήκωτη απόφαση να σταματήσει να γράφει μουσική για τους Fates Warning, μοιάζει να αναζητά τη νέα του θέση κάπου στον χάρτη μιας αναγκαίας λυτρωτικής έκφρασης. Ίσως και να δοκιμάζει την αντοχή του σε περιοχές πέραν των ασφαλών, χαρακτηρισμένων επιλογών. Γιατί, από τους “Kings of Mercia” μέχρι τους “Tuesday the Sky”, είναι μια σεβαστή απόσταση. Τελικά η μπίλια δεν κάθισε στο οργανικό project, αφού ο Matheos ένιωσε πως η μουσική που είχε γράψει έψαχνε απεγνωσμένα μια φωνή να ολοκληρωθεί. Ο Alder δεν δυσκολεύτηκε να παραδοθεί στην πρόκληση. Άλλωστε φαίνεται πως και αυτός ζει μαζί μας στη ζάλη αυτής της πρώιμης νοσταλγίας : μιλάμε για τον παροπλισμό της μπάντας που σημάδεψε τη ζωή και την καριέρα του. Δύσκολα μπορεί κάποιος να φανταστεί πιο ιδανική συγκυρία για να ενισχύσει το εγχείρημα.
Ψάχνοντας αυτό τον καιρό της αναμονής του δίσκου τα λιγοστά σημάδια που διέρρεαν από τους δυο συνεργάτες, η κύρια συντεταγμένη που δόθηκε ήταν το τραγούδι “When Snow Falls” μέσα από το τελευταίο άλμπουμ των Fates Warning. Μοιάζει σαν το ύφος του και ο ήχος του να έγιναν ένας προβολέας που έμεινε στη σκέψη του αρχηγού για καιρό και σταδιακά έσκαψε το πέρασμα για τον κόσμο των North Sea Echoes. Με βάση μια ηχητική λιτότητα, μακριά από το προοδευτικό metal του παρελθόντος, ο μόνιμος αλλά πολύ συχνά κρυπτικός λυρισμός της ψυχής του Matheos βρίσκεται περιτριγυρισμένος από μια ερημική ευγένεια ήχων που έχουν αναλάβει να αναδείξουν μια διαφορετική βαρύτητα. Όσοι υπέθεσαν μια στιλιστική προσέγγιση βασισμένη σε παραπετάσματα ήχων και διαθέσεων, έπεσαν πολύ μακριά από το πραγματικό περιεχόμενο. Ναι, έχει δοθεί σημασία στην προσέγγιση των περιγραφικών ήχων, καθώς όλα αυτά τα ήρεμα ρυάκια ακουστικών σκελετών και ηλεκτρονικών στρώσεων διαμορφώνουν το σύμπαν του άλμπουμ, αλλά η φύση των τραγουδιών είναι όπως συνήθως περιεκτική και ουσιαστική με διακριτές, σημαίνουσες μελωδίες που χαράζουν πανούργα το γυαλί της μνήμης. Το πιο συναρπαστικό σε ένα δίσκο χωρίς την απόδραση των ενισχυμένων ξεσπασμάτων είναι η ανάδυση μιας απρόσμενης ποικιλίας από τραγούδι σε τραγούδι. Τώρα μπορείς να πεις με σιγουριά πως εκείνη η ένδειξη του “When Snow Falls” ήταν σωστή, όμως ταυτόχρονα και λίγη.
Θα ήταν υποκρισία να ισχυριστεί κανείς πως δεν ανακαλούνται συχνά εντυπώσεις του πνεύματος των Fates Warning, καθώς μόνο η φωνή του Alder αρκεί να εγείρει τον συνειρμό, όπως και κάποια πιο έντονα ρεφρέν που υψώνονται λίγο παραπάνω από τον συνήθη ορίζοντα του δίσκου. Η ισχυρή όμως κεντρική εντύπωση έχει μεταφερθεί αρκετά μακρύτερα από το οριστικό αποτέλεσμα και μας αφήνει το περιθώριο να αφηγηθούμε στη δική μας περιγραφή πως είναι οι ίδιοι δυο άνθρωποι που μεταφέρθηκαν να επιβιώσουν σαν δημιουργοί σε ένα άλλο περιβάλλον. Και εκεί δεν έκαναν σίγουρα απλά ένα ambient άλμπουμ. Αντίθετα αποκαλύφθηκαν οι πολυσχιδείς δέσμες των ερεθισμάτων που έχουν και οι δυο. Δεν είναι εντελώς απρόσμενο, για παράδειγμα, πως μέσα στη ρυθμική ένταση του “The Mission” μπορεί να κολυμπά μια έκφανση των Muse με αχνές προτροπές από Radiohead, ενώ το στιγμιαίο ξάφνιασμα, πως στο “No Maps” αναρωτήθηκα αν ο Alder πέρασε ποτέ από τους The Notwist, μόνο καλό σημάδι είναι. Όλα αυτά είναι στην πραγματικότητα πιθανά αντηχήσεις του παρελθόντος των OSI, αλλά η μεταφορά στο νέο δημιουργικό οροπέδιο αλλάζει τα πάντα. Τα γεμάτα ρυθμικά του “Empty” μοιάζουν για λίγες στιγμές αγκυροβολημένα στο πρόσφατο παρελθόν, ενώ από την άλλη το θελκτικό σαν πετυχημένο single “Flowers in Decay” βηματίζει σε μια σχεδόν νεοκυματική βάση. Σε ένα άλμπουμ χωρίς συνθετικά χαλάσματα αλλά με πολλούς διαφορετικούς σταθμούς εντυπώσεων, ένιωσα να μένω παραπάνω στο “Where I’ m From”. Στην αρχή θεώρησα πως ήταν αυτή η γραμμική διαδρομή του με το μετέωρο φινάλε που με δελέασαν. Μάλλον όμως βρήκα μαζεμένα πολλά από τα θέλγητρα του δίσκου, καθώς και μερικές από τις πιο λαβωμένες φωνητικές προσθήκες του Alder.
Ακολουθώντας τη σημειολογική συνέπεια των δυο δημιουργών, ο τίτλος του άλμπουμ ακούγεται έντιμα περιεκτικός απέναντι σε όλα αυτά που μας περιμένουν. Ο καλοντυμένος Jim αποκάλυψε με κάθε επισημότητα ακόμα μια πτυχή της απολογητικής συνθετικής του ικανότητας, βρίσκοντας τον κατάλληλο συνεργό στο πρόσωπο του συνήθη υπόπτου Ray.
Και είναι πραγματικά δύσκολο πια να φανταστώ κάποιους άλλους που θα μου τραγουδούσαν με την έναρξη του άλμπουμ για την αναπόφευκτη αδυναμία της ανθρώπινης ύπαρξης, και θα είχα στο μυαλό μου τη σκέψη πως είμαι ευτυχισμένος μόνο που είναι πάλι εδώ.
Είδος: Ambient/Acoustic/Electronic /Progressive Rock
Εταιρεία: Metal Blade
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 23 Φεβρουαρίου 2024