ZACHARY STEVENS: Γεννιέται το 1966 ο τραγουδιστής των Savatage

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ - 5 ΜΑΡΤΙΟΥ

Ο Zachary Trussell γεννιέται στις 5 Μαρτίου 1966. Έγινε γνωστός στη μουσική βιομηχανία σαν Zachary Stevens, και είναι Αμερικανός τραγουδιστής, ο δεύτερος τραγουδιστής του heavy metal συγκροτήματος Savatage, που αντικατέστησε στο μικρόφωνο τον Jon Oliva. Τα τελευταία χρόνια βρίσκεται πίσω από το μικρόφωνο της heavy metal μπάντας Circle II Circle. Ο Stevens έχει επίσης πτυχίο ψυχολογίας, αλλά δεν έχει εξασκήσει ποτέ το επάγγελμα.

Ο Stevens άρχισε να χτίζει τη φήμη του τραγουδώντας για ένα συγκρότημα με το όνομα Wicked Witch. Ο τραγουδιστής και συνιδρυτής των Savatage, Jon Oliva, αποχώρησε από την πρώτη γραμμή του συγκροτήματος στο τέλος της περιοδείας τους για προώθηση του “Streets: A Rock Opera” το 1992 για να επικεντρωθεί σε άλλα έργα, συγκεκριμένα στο άλλο του συγκρότημα Doctor Butcher, και ένα μιούζικαλ σε στυλ Broadway με τον τίτλο “Romanov”. Οι Savatage χρειάζονταν άμεσα αντικαταστάτη και ο Oliva διάλεξε τον αντικαταστάτη του, ο οποίος βρέθηκε και προτάθηκε στο συγκρότημα από τον καλύτερο φίλο του Criss Oliva και τεχνικό του κιθαρίστα των Savatage. Ο επί χρόνια παραγωγός τους Paul O’Neill άκουσε demo του Stevens και συμφώνησε να τραγουδήσει για το συγκρότημα. Μετά από μια αρχική ακρόαση, ο Stevens θεωρήθηκε ο κατάλληλος άνθρωπος για τη δουλειά και προσχώρησε στους Savatage το 1993. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο άλμπουμ “Edge of Thorns”. Τα φωνητικά του θεωρήθηκαν ότι αποκλίνουν από αυτά του Jon Oliva και κάποιοι φίλοι των Savatage διαχωρίζουν τα άλμπουμ του Jon Oliva και εκείνα με τον Stevens. Το άλμπουμ “Dead Winter Dead” περιέχει φωνητικά τόσο από τον Oliva όσο και από τον Stevens, και περιέχει το τραγούδι “Christmas Eve (Sarajevo 24/12)”, το οποίο γράφτηκε και έγινε επιτυχία από τους Trans-Siberian Orchestra. Το 1996, ο Stevens εμφανίστηκε μαζί με άλλα μέλη των Savatage και στο project Trans-Siberian Orchestra. Το τελευταίο του άλμπουμ που ηχογραφήθηκε με τους Savatage ήταν το “The Wake of Magellan” (1997), το οποίο κάποιοι θεωρούν ότι είναι το καλύτερο άλμπουμ τους μετά το 1993.

Το 2000, ο τραγουδιστής αποχώρησε από τους Savatage, λέγοντας ότι ήθελε να περάσει περισσότερο χρόνο με τη οικογένειά του. Τον χειμώνα του 2001, ο Zak ξεκίνησε την επιστροφή του. Οι σχέσεις του με τους Savatage είχαν μείνει σταθερές, καθώς ο Jon Oliva έκανε παραγωγή στο πρώτο άλμπουμ των Circle II Circle, “Watching in Silence”, και ο κιθαρίστας Chris Caffery ηχογράφησε κιθάρα σε μερικά τραγούδια. Οι Oliva και  Caffery έγραψαν επίσης πολλά από τα τραγούδια στο “Watching in Silence”. Το 2003, ο Stevens αποχώρησε από τους Circle II Circle για να συμμετάσχει στο συγκρότημα Pain του Jon Oliva. Στη συνέχεια δημιούργησε ξανά το γκρουπ με νέα σύνθεση. Οι Circle II Circle έχουν κυκλοφορήσει τρία ακόμα άλμπουμ από τότε, το “The Middle of Nowhere” του 2005, το “Burden of Truth” του 2006 και το “Delusions of Grandeur” του 2008. Τον Απρίλιο του 2014 το “Ancient Rites of the Moon”, το πρώτο άλμπουμ του project Stardust Reverie (Graham Bonnet, Lynn Meredith, Bill Hudson και Melissa Ferlaak), κυκλοφόρησε. Το “Mighty Roar” είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά τραγούδια του Stevens μέχρι σήμερα.

Κατά τη διάρκεια πολλών συναυλιών με τους Circle II Circle, έπαιξαν όχι μόνο ορισμένα τραγούδια των Savatage αλλά και ολόκληρα άλμπουμ με τον Stevens, μεταξύ των οποίων το “The Wake of Magellan” και το “Edge of Thorns”. Στις 30 Ιουλίου 2015, οι Savatage επανενώθηκαν για να εμφανιστούν σε δυο παραστάσεις  στο Wacken Open Air και ο Stevens τραγούδησε με τους Savatage καθώς και με τους Trans-Siberian Orchestra. Μετά από αυτό, του ζητήθηκε να τραγουδήσει με τους TSO ζωντανά για την περιοδεία το χειμώνα του 2015. Τον Νοέμβριο του 2015, ο Zak εμφανίστηκε στο δεύτερο άλμπουμ του project Stardust Reverie, “Proclamation of Shadows”.

1971 – Κυκλοφορεί το “Cry of Love”, που  είναι ένα μετά θάνατον άλμπουμ του θρυλικού Αμερικανού κιθαρίστα Jimi Hendrix. Ηχογραφήθηκε κυρίως το 1970 και περιλαμβάνει νέο υλικό πάνω στο οποίο δούλευε ο Hendrix για το προγραμματισμένο τέταρτο στούντιο άλμπουμ του πριν από το θάνατό του εκείνη τη χρονιά. Ενώ τα περισσότερα από τα τραγούδια συμπεριλήφθηκαν στις προτεινόμενες λίστες κομματιών από τον Hendrix, η τελική επιλογή έγινε από τον μηχανικό ηχογράφησης Eddie Kramer και τον ντράμερ Mitch Mitchell, με τη συμβολή του manager Michael Jeffery. Οι Hendrix, Kramer και Mitchell καταλογίζονται σαν παραγωγοί του άλμπουμ, με τον Jeffery τον εκτελεστικό παραγωγό.

Κυκλοφόρησε από την Reprise Records στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Track Records στο Ηνωμένο Βασίλειο, έκανε επιτυχία στα chart album και στις δύο χώρες και έγινε πλατινένιο το 1998. Οι κριτικοί επιδοκίμασαν το άλμπουμ, θεωρώντας το σαν έναν εντυπωσιακό φόρο τιμής στον Hendrix. Αρκετά από τα τραγούδια του εμφανίστηκαν αργότερα σε άλλες απόπειρες για την κυκλοφορία αυτού του άλμπουμ στο οποίο ο Hendrix δούλευε τότε, όπως το “Voodoo Soup” το 1995 και το “First Rays of the New Rising Sun” το 1997.

1984 – Κυκλοφορεί το “Rising Force”, που είναι το πρώτο στούντιο άλμπουμ του κιθαρίστα Yngwie Malmsteen, και βγήκε μέσω της Polydor Records. Αυτό σχεδιάστηκε αρχικά σαν ένα instrumental δευτερεύον project του τότε συγκροτήματος Alcatrazz που συμμετείχε, αλλά λόγω της εμφάνισης του τραγουδιστή Jeff Scott Soto στο άλμπουμ, ο Malmsteen επέλεξε να το κυκλοφορήσει σαν σόλο άλμπουμ. Έφτασε στο Νο. 14 στο Σουηδικό chart album και στο Νο. 60 στο αμερικανικό Billboard 200, και ήταν υποψήφιο στην κατηγορία “Best Rock Instrumental Performance” στα Βραβεία Grammy του 1986. Το άλμπουμ θεωρείται  κυκλοφορία ορόσημο στα είδη του shred και του νεοκλασικού metal.

Ο δίσκος θεωρήθηκε αποκάλυψη κατά την εποχή της κυκλοφορίας του και εγκαινίασε την εποχή του shredding. Επαινέθηκε η τεχνική και η εκτυφλωτική δεξιοτεχνία του Malmsteen, και έκαναν μεγάλη εντύπωση οι εμμονές του με τον Bach, τον Beethoven και τον Paganini.

Το “Black Star” και το “Far Beyond the Sun” παρέμειναν  δύο από τα πιο δημοφιλή τραγούδια του Malmsteen, καθώς και βασικά μέρη του live setlist του. Σε μια συνέντευξη του Guitar World το 2008, ο ίδιος είπε για αυτά: “πιθανότατα θα παίξω το “Far Beyond the Sun” και το “Black Star” μέχρι τη μέρα που θα πεθάνω.”

Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το “Το About Face” είναι το δεύτερο σόλο στούντιο άλμπουμ του Άγγλου τραγουδιστή και μουσικού David Gilmour, από την Harvest στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Columbia στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια μέρα πριν από τα 38α γενέθλιά του.  Με συμπαραγωγή από τον Bob Ezrin και τον Gilmour, το άλμπουμ ηχογραφήθηκε το 1983 στο Pathé Marconi Studio, στη Boulogne-Billancourt, στη Γαλλία. Οι στίχοι δύο κομματιών, των “All Lovers Are Deranged” και “Love on the Air”, γράφτηκαν από τον Pete Townshend των Who. Η εκτέλεση του Townshend για το “All Lovers Are Deranged” εμφανίζεται στο σόλο άλμπουμ του “Scoop 3”.

Το άλμπουμ έγινε δεκτό με θετικές κριτικές και έφτασε στο νούμερο 21 στο UK Albums Chart και στο νούμερο 32 στο US Billboard Top 200 Albums chart. Κυκλοφόρησαν δύο singles: από αυτά, το “Blue Light” έφτασε στο νούμερο 62 στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ το “Love on the Air” απέτυχε να μπει στα charts. Όπως το ομώνυμο ντεμπούτο σόλο άλμπουμ του Gilmour, έτσι και το “About Face” έγινε χρυσό. Μια remastered επανακυκλοφορία σε CD βγήκε το 2006 από την EMI στην Ευρώπη και από την  Columbia για τον υπόλοιπο κόσμο.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 880 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.