Μήπως πιστεύετε ότι η μόδα με τις ταινίες που αναβιώνουν προηγούμενες δεκαετίες έχει παρατραβήξει; Εγώ να δείτε. Και δεν είναι μόνο η επανάληψη που κουράζει, αλλά κι επειδή τις περισσότερες φορές η έλλειψη έμπνευσης και ικανότητας παλεύει να κρυφτεί κάτω από τα ρετρό ρούχα και κουρέματα των ηθοποιών, τα “ψαρωτικά” oldies χιτάκια και τις παλιομοδίτικες γραμματοσειρές των τίτλων αρχής και τέλους. Αν συμφωνείτε, λοιπόν, με τα παραπάνω, θα σας πρότεινα να τσεκάρετε το Χ. Όχι μόνο είναι η φωτεινή εξαίρεση στον κανόνα των τζούφιων «αναβιώσεων», αλλά και μία από τις καλύτερες, έως τώρα, ταινίες τρόμου της χρονιάς.
Σε μια μίζερη βιομηχανική κωμόπολη του Τέξας στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, μια ομάδα ημιαποτυχημένων ονειρεύεται να πιάσει την καλή γυρίζοντας πορνοταινία με τίτλο “Οι Κόρες του Αγρότη”. Η ομήγυρη απαρτίζεται από τον καταφερτζή αλλά κουτοπόνηρο μεσήλικα παραγωγό, την ψωνισμένη στάρλετ φιλενάδα του στον ρόλο της μικρής κόρης, μία περπατημένη στις τσόντες αλλά ελαφρόμυαλη τριανταπεντάρα στον ρόλο της μεγάλης κόρης, τον μαύρο επιβήτορα και μοναδικό άντρα στο καστ, έναν ανεκδιήγητο νεαρό σκηνοθέτη, που έχει μπλέξει τις βούρτσες με τη νουβέλ βαγκ, και την εκ πρώτης όψεως σεμνή και λιγομίλητη φίλη του σε χρέη ηχολήπτη.
Μιας και τα χρήματα δεν τους περισσεύουν, νοικιάζουν για τις ανάγκες των γυρισμάτων οίκημα σε απομονωμένη αγροικία γηραλέου ζεύγους. Φυσικά, σκοπεύουν να γυρίσουν την ταινία κάτω από τη μύτη των ιδιοκτητών, κάτι που στην θεωρία ακούγεται εύκολο, αφού αμφότεροι δείχνουν να βρίσκονται με το ένα πόδι στον τάφο. Τα φαινόμενα απατούν, όμως, καθώς οι ηλικιωμένοι ιδιοκτήτες όχι μόνο είναι κατ’ εξακολούθηση δολοφόνοι με πολύχρονη εμπειρία, πλούσιο “βιογραφικό” και οικόσιτο αλιγάτορα στην ιδιωτική τους λιμνούλα, αλλά διαθέτουν και σεξουαλικές ορέξεις δεκαοχτάχρονων. Κι εδώ τα πράγματα αγριεύουν, αφού η μεν σύζυγος είναι αχόρταγη (με πανσεξουαλικές, μάλιστα, προτιμήσεις), ο δε σύζυγος είναι πρόθυμος να την ικανοποιήσει, αλλά δεν μπορεί λόγω καρδιακών προβλημάτων. Η σύζυγος πολύ σύντομα αντιλαμβάνεται τι ακριβώς κάνουν οι νοικάρηδες παίρνοντας κρυφά μάτι την ώρα των γυρισμάτων κι έτσι η πορνοταινία θα λειτουργήσει ως πυροκροτητής στη συσσωρευμένη στέρηση και τη ζήλεια για τα χαμένα νιάτα. Το τι ακολουθεί στο δεύτερο μισό της ταινίας δεν είναι δύσκολο να το μαντέψει κανείς.
Κι ενώ τα πάντα – υπόθεση, χαρακτήρες, ενδυμασίες, κουρέματα, οχήματα, μουσικές, τίτλοι αρχής και τέλους κλπ – παραπέμπουν ευθέως σε κλασικές ταινίες grindhouse της δεκαετίας του ‘70, με πιο κραυγαλέα παραδείγματα το Texas Chainsaw Massacre και το Eaten Alive του Tobe Hooper, και άνετα θα μπορούσαμε να μιλάμε για “μία από τα ίδια”, όλη την διαφορά εδώ την κάνει ο σκηνοθέτης. Ο Ti West είχε κάνει έναν σχετικό ντόρο πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια με το House of the Devil, το οποίο ναι μεν δεν με είχε εντυπωσιάσει πολύ, αλλά ήταν και παραμένει μία από τις πιστότερες και πιο ρεαλιστικές “αναβιώσεις” παλαιότερων υποειδών τρόμου (εν προκειμένω satanic horror 70s και πρώιμων 80s), και μάλιστα πολύ πριν η όλη μόδα γίνει λάστιχο. Δεν ασχολήθηκα άλλο μαζί του μετά το Sacrament του 2013, μια κάπως άνευρη ταινία με θρησκευτική σέκτα σε στυλ Jim Jones, αλλά στο Χ του βγάζω το καπέλο: Ο άνθρωπος ξέρει ακριβώς τι θέλει να κάνει και πώς να το κάνει και είναι εμφανές ότι στο τιμόνι κάθεται κάποιος που κατέχει κι αγαπάει το αντικείμενο.
Κατ’ αρχάς, η ταινία δεν αναβιώνει απλά την δεκαετία του ’70, δείχνει σα να γυρίστηκε πράγματι τότε. Κι αυτό γιατί η εικόνα βγάζει γρέζι και την απαραίτητη “βρωμιά”, χωρίς ετοιματζίδικα κολπάκια (ιμιτασιόν κόκκο, φίλτρα σέπια αποχρώσεων και δεν συμμαζεύεται). Όλοι οι χαρακτήρες είναι πειστικοί στο πώς δείχνουν, τι λένε και πώς το λένε και μέσα στα 5 πρώτα λεπτά, άμεσα και χωρίς πολλά – πολλά, ξέρεις ακριβώς ποιος είναι τι. Αυτό το αναφέρω γιατί έχουμε φτάσει πλέον στο σημείο να υπομένουμε παρατεταμένα flashbacks ή ολόκληρα επεισόδια (αν πρόκειται για σειρές) για να δούμε επακριβώς τι βάσανα πέρασε ο κάθε χαρακτήρας στην παιδική του ηλικία για να καταλήξει όπως κατέληξε. Πέραν αυτού, αν και όλοι είναι ελαφρώς παρακμιακοί κι έχουν όλα τα φόντα για να γίνουν αντιπαθητικοί, παρ’ όλα αυτά καταφέρνουν να κερδίσουν τη συμπάθεια, κάτι που, φυσικά, αυξάνει τον αντίκτυπο όταν αρχίζουν να ξεπαστρεύονται ο ένας μετά τον άλλον. Βοηθάνε και οι φυσικοί και καλογραμμένοι διάλογοι, όπως και το υπόγειο, βιτριολικό χιούμορ, έτσι η ταινία κυλάει νεράκι μέχρι να ξεκινήσουν τα φονικά μετά το 45λεπτο (σχετικά αργά, δηλαδή). Ξεχωρίζω ιδιαίτερα την απολαυστική σεκάνς, όπου η έως εκείνη τη στιγμή χαμηλοβλεπούσα ηχολήπτης ανακοινώνει ορθά – κοφτά στον σκηνοθέτη φίλο της και φέρελπι Τρυφώ ότι θέλει να συμμετάσχει ενεργά στα γυρίσματα, αλλά και το πώς νουθετεί ο έμπειρος στην γυναικεία ψυχοσύνθεση παραγωγός τον αναστατωμένο, άγουρο σκηνοθέτη, ξεκινώντας με την φράση “εγώ ήμουν κάποτε 25 χρονών, αλλά εσύ δεν έχεις γίνει 42” (μεταξύ μας, το έχω σημειώσει κι εγώ νοητά για να το χρησιμοποιήσω εάν και όποτε παραστεί ανάγκη). Να μην ξεχάσω να αποδώσω τα εύσημα στη Mia Goth (η οποία είχε παίξει, μεταξύ άλλων, στο Nymphomaniac, στο A Cure for Wellness και στο πρόσφατο εκτρωματικό remake του Suspiria), εδώ σε διπλό ρόλο, υποδυόμενη την σταρλετίτσα πρωταγωνίστρια και την γηραιά ιδιοκτήτρια – είναι τόσο καλό το make up που ομολογώ ότι δεν πήρα πρέφα ότι ήταν η ίδια ηθοποιός, παρά μόνο όταν το διάβασα στους τίτλους τέλους.
Καλά όλα αυτά, αλλά επειδή κανείς δεν κάθεται να δει ταινία τρόμου για τους πνευματώδεις διαλόγους και το βάθος των χαρακτήρων, πάμε στο “ζουμί” της υπόθεσης και είμαι στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσω στους τρομολάγνους ότι κι εδώ τα μαντάτα είναι εξίσου ευχάριστα. Ξεκινώντας από τους κακούς, το ηλικιωμένο ζευγάρι είναι όσο απωθητικό πρέπει κι ενώ δεν υπάρχει κάτι ακραία τραβηγμένο στην εμφάνισή τους (παραμορφωμένες φάτσες, αξεσουάρ από ανθρώπινα μέλη κλπ), η όλη παρουσία και συμπεριφορά τους προκαλεί αισθητή δυσφορία. Πολλές φορές, μάλιστα, το Χ τραβάει αρκετά το σχοινί σε θέματα πολιτικής ορθότητας και, γενικότερα, στο τι μπορεί στις μέρες μας να απεικονίζεται σε μια ταινία, χωρίς να κινδυνεύει να θεωρηθεί “προβληματικό”, και αυτό, φυσικά, το μετράω ως θετικό. Αν π.χ. σας κάνει να νιώθετε άβολα η σκέψη ότι μια ξερακιανή, υπερήλικη γυναίκα ξαπλώνει δίπλα σας όταν κοιμάστε και σας πασπατεύει χωρίς να πάρετε χαμπάρι – ειδικά αν είστε κι εσείς γυναίκα – τότε μάλλον θα καταλάβετε τι εννοώ.
Οι σκηνές βίας, τώρα, είναι ωμές, αποτελεσματικές, με γερό αντίκτυπο κι ευτυχώς δεν συνοδεύονται από κρεσέντα εγχόρδων κι εκκωφαντικά ηχητικά εφέ. Ενώ δεν τραβάνε ιδιαίτερα σε διάρκεια, δείχνουν όλα όσα πρέπει να δείξουν (κάποιες, μάλιστα, σε zoom), χωρίς εκπτώσεις και ντροπές στο σπλάτερ, και μάλιστα με πολύ καλοφτιαγμένα πρακτικά εφέ. Νομίζω ότι η σκηνή στο πρώτο Texas Chainsaw Massacre, όπου ο Leatherface κατεβάζει την βαριοπούλα στο κεφάλι του νεαρού, που έχει την ατυχή έμπνευση να ψαχουλέψει στο σπίτι, είναι ενδεικτική του πώς απεικονίζεται η βία στο X. Αντί για βαριοπούλα στο κεφάλι, βάλτε σφυρί στα δάχτυλα, τσουγκράνα στα μάτια, τουφεκιές από κοντινή απόσταση και ρόδες αυτοκινήτου σε κρανίο κι έχετε πάνω – κάτω μια καλή εικόνα.
Κι επειδή θα ήταν έγκλημα ταινία αναβίωσης του grindhouse, και μάλιστα με θέμα το πορνό, να είναι σεμνότυφη, το Χ τιμά και με το παραπάνω το exploitation κλίμα της εποχής κι έτσι υπάρχουν κάμποσες πιπεράτες σκηνές από τα γυρίσματα της “Κόρης του Αγρότη” και, γενικά, μια ελαφρότητα στο πώς ντύνονται και περιφέρονται τα μέλη του καστ. Να επισημάνω για καλό και για κακό ότι στην όλη ερωτική ατμόσφαιρα συμμετέχει και το γηραιό ζεύγος, κάτι που καθένας αξιολογεί όπως θέλει.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, το X παραδίδει μαθήματα στους κατ’ επίφαση ρετρομανείς δημιουργούς, που βαυκαλίζονται με την εικόνα αλλά χάνουν την ουσία από φόβο μην τυχόν και θίξουν κανέναν, και κονταροχτυπιέται με το Northman και το The Cursed για την δεύτερη θέση στην προσωπική μου λίστα με τις καλύτερες ταινίες τρόμου της φετινής χρονιάς (την πρώτη την έχει καπαρώσει το The Sadness – βλ. παλαιότερο review). Οπότε πάρτε προφυλάξεις και χωθείτε.
Κείμενο: Στέφανος Δημόπουλος